Γνώρισα τον Σπύρο Ασδραχά το 1980 στο Παρίσι, ψάχνοντας τότε κάποιο δρόμο μέσα στο χάος των ιστοριογραφικών ερευνών. Θυμάμαι ακόμα έντονα τη φιγούρα του, όταν μας μάζευε μετά το σεμινάριο στο L’ Escholier, ένα καφέ έξω από τη Σορβόννη. Εκεί, στο βάθος, μέσα σε σύννεφα καπνού, γνωριζόμασταν μεταξύ μας και συνεχίζαμε τη κουβέντα για την ιστορία.

Ads

Ο Ασδραχάς ήταν σκληρός στις θέσεις του, αλλά δίκαιος με το ιστορικό παρελθόν. Δεν ήταν δηλαδή μισαλλόδοξος ή φανατικός. Διότι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του ήταν η βαθιά ελληνομάθεια, η αρχαιογνωσία και η γερή φιλολογική του κατάρτιση. Ήξερα πολλά. Και κάποιος που ξέρει δεν μπορεί να είναι δογματικός. Έλεγε την άποψή του αλλά δεν είχε καμία όρεξη να σε πείσει οπωσδήποτε. Σου άφηνε χώρο. Όταν κάποτε τον ρώτησα να μου υποδείξει κάποιες διδακτορικές διατριβές, για να δω πως γίνεται η δουλειά, μου είπε: «Να μη δεις τίποτα. Κάνε ό,τι νομίζεις». Και συμπλήρωσε: «Να το ξέρεις όμως. Πως αν αποφασίσεις να γίνεις ιστορικός δε θάχεις ποτέ λεφτά. Θα μείνεις φτωχός».

Παραμείναμε φίλοι για σχεδόν 40 χρόνια, παρά το γεγονός πως δεν συμφωνούσαμε σε πολλά. Ήταν ένα τύπος λογίου που δύσκολα θα ξαναβρούμε σήμερα, στην εποχή της μεγάλης εξειδίκευσης και της πολιτικής ορθότητας. Ο Ασδραχάς, με το πακέτο Ζιτάν δίπλα του- κάπνιζε ακόμα και όταν δίδασκε-έμοιαζε περισσότερο με λογοτέχνη, με καλλιτέχνη της ιστορίας, παρά με επιστήμονα με τα σημερινά μας δεδομένα. Ήταν ευρύχωρος, γενναιόδωρος, αυστηρός και είρων. Ένας ευγενής της ιστοριογραφίας. Ο καλύτερος απ’ όλους.

Προς το τέλος, όταν κατάλαβε προς τα πού πάνε τα ιστοριογραφικά πράγματα, ο  Ασδραχάς δεν δίστασε να τα βάλει με τους περισσότερους μαθητές του. Σε συνέντευξή του στην Καθημερινή (24/11/2002), μίλησε για την ιστορική συνείδηση, προτάσσοντας μια σκέψη του σπουδαίου ιταλού ιστορικού – και φίλου του- Ρουτζέρο Ρομάνο: «Μπορούμε να γράψουμε μια ιστορία της Ιταλίας και πριν τη δημιουργία του ιταλικού κράτους, διότι οφείλουμε να προτάσσουμε πάντα τη χώρα και το λαό- όχι το κράτος». Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε μπορεί ασφαλώς να υπάρξει Ιστορία της Ελλάδας- του ελληνικού έθνους δηλαδή- μπορούμε επομένως να συλλάβουμε την ιστορική ενότητα του έθνους, έτσι όπως προσδιορίζεται από το λαό και τη χώρα και όχι από την συνταγματική του συγκρότηση.

Ads

Αυτά που είπε ο Ασδραχάς βάρυναν εξαιτίας της ιδιαίτερης θέσης του μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε «μεταπολεμική ελληνική ιστοριογραφία». Η οποία βρισκόταν τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπη με τον νέο συρμό: Μήπως το έθνος δεν είναι παρά μόνον μια κατασκευή του μυαλού ή της πολιτικής; Και τί να το κάνουμε το έθνος-εμπόδιο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης;

Έτσι, την ιστορική έρευνα των υπαρκτών παραδόσεων που είχε την αφετηρία της στο έργο των ιστορικών του 19ου και 20ου αιώνα (Παπαρρηγόπουλος, Ζαμπέλιος, Σάθας, Λάμπρου, Άμαντος, Ζακυθηνός) άρχισε να αντικαθιστά η  κυριαρχία της έννοιας πάνω στην πραγματικότητα. Αλλά εάν κάτι έπρεπε οπωσδήποτε να κρατήσουμε από την εθνική ιστοριογραφία ήταν αυτό ακριβώς: η προσπάθεια να συγκροτηθεί μια ιστοριογραφική σύνθεση πάνω στην μελέτη της ζώσας παράδοσης, στην ιστορική εμπειρία.

Αντ’ αυτών η «νέα μεταμοντέρνα ιστοριογραφία» έθεσε ως προτεραιότητα την επεξεργασία εννοιών, σχεδόν αποκομμένων από την χρονικότητα. Η στόχευση αυτή ικανοποιεί την διαδικασία οικονομικής ομογενοποίησης παγκοσμίως και ταυτόχρονα της πολιτικής ενσωμάτωσης. Η διαδικασία αυτή δεν επιφυλάσσει θέσεις για εθνικές ιδιαιτερότητες, παρά μόνον στην φολκλορική τους εκδοχή- δεν τους αποδίδει δηλαδή πολιτική οντότητα. Έτσι ένας νέος διεθνισμός ενσωματώθηκε επιθετικά από την κυρίαρχη ιδεολογία του νέο-φιλελευθερισμού, ικανοποιώντας τους τρέχοντες πολιτικούς και οικονομικούς σχεδιασμούς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως στην εμπροσθοφυλακή βρίσκονταν κυρίως πρώην τροτσκιστές διανοούμενοι, οι οποίοι, μαζί με μερικούς πρώην κομμουνιστές συγκροτούσαν το πιο επιθετικό γκρουπ σ’ αυτήν την ομάδα.

Η συνέντευξή αυτή του Ασδραχά ήταν μια σημαντική πολιτική παρέμβαση, καθώς τραβούσε  τον μανδύα της πρόσφατης «αντι- εθνικής» υστερίας. Τα όσα είπε αιφνιδίασαν μιαν ορισμένη σχολή σκέψης, η οποία θεωρούσε πως είναι πολύ εύκολο να περάσει κανείς από την κριτική της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, στην κριτική της Μεγάλης Ιδέας, από εκεί, με σταθερά βήματα, στην κριτική του «εθνικού ιδεολογήματος» και από εκεί, ελεύθερα πλέον, στην ριζική κριτική του Έθνους- Κράτους.

Ο  Ασδραχάς, παρότι σκληρός αντικληρικαλιστής, υπενθύμισε πως ο «εθνισμός δεν αρχίζει από την ώρα που μιλάμε περί έθνους… ο εθνισμός είναι η μεγαλύτερη επανάσταση μετά τον χριστιανισμό». Έκανε έτσι την αναγκαία διάκριση ανάμεσα στον εθνισμό ως πραγματικότητα -γλώσσα, θρησκεία, συμπεριφορές- και στο έθνος που συγκροτείται σε δημοκρατικό πολιτικό σώμα- μια διαδικασία του 19ου αιώνα κυρίως.

Κράτος βεβαίως υφίσταται στην παγκόσμια ιστορία από την εποχή που οι άνθρωποι έδωσαν πολιτική οντότητα στις κοινωνικές τους συσσωματώσεις. Και επιπλέον κράτη με ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται φυσικά πολύ νωρίτερα από τον 19ο αιώνα.

Για πρώτη φορά ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της νέας ελληνικής ιστοριογραφίας αποκαθιστούσε ρητά την ενότητα ανάμεσα στην εθνική και την δημοκρατική συνείδηση, συνδέοντας άμεσα το αίτημα για εθνικό αυτοπροσδιορισμό με το δημοκρατικό αίτημα.

Ο Ασδραχάς, γνωρίζοντας καλά την ανάγκη προσήλωσης της ιστοριογραφικής έρευνας στην ιστορική πραγματικότητα, γνωρίζοντας καλά την σχετική αξία των εννοιών, σχετική μέσα στο ιστορικό  context εντός του οποίου μπορεί να σημάνουν κάτι, άσκησε κριτική στην θεοποίηση ενός εν γένει «φιλελευθερισμού», ο οποίος αποστρέφεται κάθε ιδέα έθνους που δεν σταματά στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Ασδραχάς θύμισε πως «η γενική ελευθερία δεν είναι δωρεάν φράση… Είμαστε ιστορικός λαός…με ευθύνες έναντι της μνήμης και έναντι του μέλλοντος».

Εδώ ο Ασδραχάς, εξηγώντας τη λογική της Μεγάλης Ιδέας, δεν φεύγει ούτε κεραία από την κλασική τοποθέτηση του Ένγκελς περί ιστορικών και μη εθνών. Αλλά ταυτόχρονα εισάγει την κρίσιμη παράμετρο της αντίστασης απέναντι στο κάθε φορά κυρίαρχο. Για μας ήταν η κατάκτηση η οθωμανική, για άλλους μια άλλη κατάκτηση. «Η κατάκτηση είναι μια ιστορική κατηγορία», λέει ο Ασδραχάς. «…Κάτω από την κατάκτηση οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση της ταυτότητάς τους».

Ίσως η ιστοριογραφία να ξαναδώσει πάλι, όπως και τον 19ο αιώνα, ένα χέρι βοηθείας στο λαό και στη χώρα. Γιατί όπως λέει και ο Ζακ Λε Γκοφ η Ελλάδα του σήμερα φέρει τον ελληνισμό «της μακράς διάρκειας από την εποχή της αρχαιότητας». Ο Ασδραχάς το είπε λίγο διαφορετικά, αναφερόμενος στους ιστορικούς λαούς: «Ζούμε και μετά τον θανατό μας». Που σημαίνει πως οι επόμενοι θα μας διαδεχθούν και πως πρέπει να κατακτήσουμε την ιστορική αυτή συνείδηση, υπό την έννοια ενός μεγάλου καθήκοντος.