Η ρατσιστική βία είναι διαρκώς παρούσα. Όταν καταγράφεται και προβάλλεται ζωντανά σοκάρει και εξοργίζει, αλλά ταυτόχρονα παραπλανεί: το ένα σοκαριστικό και απεχθές συμβάν μένει στη μνήμη και συζητιέται, σαν να ήταν κάτι πρωτοφανές και αδιανόητο. Κι όμως δεν είναι. Συνιστά απλά ένα ακόμα περιστατικό, από τα αμέτρητα που συμβαίνουν στο σκοτάδι. Πολλά θύματα πνίγονται καθημερινά, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και κανείς δεν είναι εκεί. Κανείς δεν βλέπει ούτε ακούει πραγματικά.

Ads

Η ρατσιστική βία, η βία της ανισότητας, είναι πρώτα απ’ όλα κοινωνική και ψυχολογική. Η σωματική της έκφραση ακολουθεί, για να επισφραγίσει τα προηγούμενα. Για να αποδείξει, με τον πιο άμεσο και κατηγορηματικό τρόπο, ποιος ειναι ο κυρίαρχος στην κατανομή ισχύος. Ποιος έχει εξασφαλίσει αυτόκλητα τη δυνατότητα να καταδυναστεύει, να δικάζει, να τιμωρεί, και να σκοτώνει, επειδή «υπερέχει». Κι όμως, κανείς δεν προβληματίζεται για την πηγή αυτής της δυνατότητας. Κανείς δεν ψάχνει τον πυρήνα της. Θα μνημονεύσουμε ένα ακόμα θύμα, μέχρι το επόμενο που θα συλλάβει η κάμερα. Χωρίς, πάλι, τίποτα να αλλάξει.

Ο ρατσισμός δεν εδρεύει ούτε περιορίζεται στη σφαίρα των ιδεών. Η βάση του είναι υλική, χειροπιαστή. Εξαπλώνεται, θεριεύει και διαιωνίζεται, όσο οι πόροι κατανέμονται αυθαίρετα και άνισα. Φυτρώνει εκεί που σπέρνεται η δήθεν «φυσική» διαφοροποίηση. Η «ζαριά», που άλλους τους γεννά στον παράδεισο και άλλους στην κόλαση. Όχι τη μεταφυσική, την επίγεια. Αυτήν που προκαλεί την ασφυξία. Μια ασφυξία μόνιμη, διαρκή, γενικευμένη και χωρίς διέξοδο. Ρατσιστική επιβολή σημαίνει εξουσιαστική επιβολή. Μιας εξουσίας καταχρηστικής και, κυρίως, ανομιμοποίητης.

Αν δεν αποδεχόμαστε τέτοιες εικόνες και περιστατικά, αν αρνούμαστε τον ρατσισμό και την καταχρηστική εξουσία που τον γεννά, τότε πριν από όλα θα πρέπει να απορρίπτουμε την ανισότητα της μοιρασιάς. Αυτό σημαίνει ότι αξιωματικά δεν αποδεχόμαστε ως νομοτελειακό ή δεδομένο οποιονδήποτε διαχωρισμό που θέτει στο περιθώριο έστω και έναν. Σημαίνει ότι αμφισβητούμε τη σύμβαση, την επικρατούσα αντίληψη, την υποτιθέμενη αυθεντία, τη δήθεν αιώνια και απαράλλαχτη «φύση των πραγμάτων» που ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε προνομιούχες ομαδούλες από τη μια και υποταγμένες μάζες από την άλλη.

Ads

Κι όμως, θα πει κανείς, η ρατσιστική αντίληψη διεισδύει και σε μη προνομιούχους. Πράγματι, αφού αυτοί χρησιμοποιούνται ως γρανάζια στη μηχανή της διαφοροποίησης. Όταν δεν μπορείς να πετύχεις αυτά που σου έμαθαν να κυνηγάς, όταν το «όνειρο» συντρίβεται στα βράχια των παγιωμένων ανισοτήτων, τότε είναι αναγκαίο να σου δοθεί ένα υποκατάστατο. Να νιώσεις ότι κάπου «κερδίζεις». Ότι «ξεχωρίζεις», επειδή έχεις καλύτερο φύλο, πιο σωστό θρήσκευμα, πιο ωραίο χρώμα, πιο όμορφα χαρακτηριστικά. Ξεχωρίζεις και υπερέχεις απέναντι στον «άλλον», εκείνον που σου λένε ότι στέκεται ακόμα πιο κάτω και από σένα, κι ότι δεν θα γίνει ποτέ σαν εσένα, τον ταλαίπωρο πλην «ξεχωριστό» υπηρέτη των προνομιούχων.

Πίσω από την μπότα που συνθλίβει έναν ακόμα λαιμό, πίσω από κάθε στολή που συγκαλύπτει την κοινωνική και προσωπική ανυπαρξία, κρύβονται πολλά περισσότερα. Δεν απλά θέμα ενός «κακού», ενός «ψυχοπαθή», ενός «δολοφόνου». Είναι ζήτημα μιας ολόκληρης νοοτροπίας που κυριαρχεί. Και όσο δεν αμφισβητείται στην ουσία της, τόσο παραμένει ακλόνητη και συντριπτική για κάθε φωνή και ύπαρξη που επιχειρεί να ξεφύγει από το πλαίσιό της. Το πραγματικό της πρόσωπο, όταν έρχεται στην επιφάνεια, είναι απλά η κορυφή. Το παγόβουνο είναι από πίσω, βαθιά ριζωμένο και κυρίαρχο.

Αν δεν ασχοληθούμε με αυτό, η κομμένη ανάσα ενός ακόμα θύματος δεν αφυπνίζει, ούτε κινητοποιεί πραγματικά. Υπενθυμίζει απλά την οργανωμένη συλλογική μας υποκρισία. Δηλαδή, κόπηκε για το τίποτα.