Το βιβλίο του Χάρη Αθανασιάδη «Η μνήμη και η πόλις» μου κράτησε συντροφιά σε ένα από τα συχνά ταξίδια μου με τρένο (τότε που ακόμη το θεωρούσαμε ασφαλές μέσο). Και ενώ οι ράγες με οδηγούσαν από τη μια πόλη στην άλλη, οι ιστορίες του βιβλίου με οδηγούσαν από τη μια εποχή στην άλλη: Από το Εικοσιένα στη Μικρασιατική Καταστροφή και στη Δικτατορία Μεταξά, από την Κατοχή, στην Αντίσταση, τον Εμφύλιο και το Πολυτεχνείο, σε όλες τις στιγμές που αποτυπώθηκαν βαθιά στη συλλογική μας μνήμη.

Ads

Κείμενα με ταξίδευαν στα κοινωνικά κινήματα που διαμόρφωσαν ισχυρές συλλογικές ταυτότητες (το εργατικό, το αγροτικό, το φεμινιστικό), σε εμβληματικές προσωπικότητες που συνδέθηκαν με συλλογικές ταυτότητες (Πλουμπίδης, Θεοδωράκης, Βελουχιώτης, Διάκος, Κολοκοτρώνης, Κωλέττης), τέλος στις αποτυπώσεις της ιστορίας στον ιστό των πόλεων (στην Ερμούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Νέα Σμύρνη).

Το ίδιο το βιβλίο στη μορφή του μοιάζει να έρχεται από την εποχή των λογοτεχνικών περιοδικών των αρχών του 20ού αιώνα ή των ασπρόμαυρων εφημερίδων που άφηναν λίγο μελάνι στα χέρια καθώς τις ξεφύλλιζες, από την εποχή των ωραίων χαρακτικών που τα διακοσμούσαν. Σε αυτά παραπέμπει και η εικονογράφησή του, όχι όμως με νοσταλγία που καθηλώνει, αλλά με δυναμικό, μοντέρνο τρόπο που κινητοποιεί. Στην ίδια κατεύθυνση, τα κείμενα θυμίζουν τις επιφυλλίδες των μεταπολιτευτικών εφημερίδων, αλλά και τις στήλες με τα χρονογραφήματα. Εκείνο το είδος έντεχνου πεζού λόγου με λογοτεχνική συχνά χροιά που συνδύαζε αρμονικά τη χάρη με τη σκωπτικότητα, την ευφυολογία με τον κριτικό στοχασμό, την ειρωνική διάθεση με τη διδακτική πρόθεση.

Κείμενα ανάμεσα στο δοκίμιο, τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία με θέματα αντλημένα από την επικαιρότητα αλλά και για ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα. Στην κληρονομιά αυτή τα κείμενα του Αθανασιάδη προσθέτουν τη δημόσια ιστορία, και τη συλλογική μνήμη, όπως εκφράζονται εις την πόλιν, δηλαδή την κοινότητα των πολιτών, «που υπάρχει μέσα από τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της, που περιέχει τις κοινωνικές συγκρούσεις, τις πολλαπλές ταυτότητες, τον πληθυντικό και αναστοχαστικό λόγο, που αντέχει τους συμβολικούς και μνημονικούς πολέμους, που κάποτε τρέφεται και ανανεώνεται από όλα αυτά».

Ads

«Πόσα οφείλει το δικό μας 1821 στο γαλλικό 1789;», αναρωτιέται ο Αθανασιάδης σε ένα από τα πέντε κείμενα που συνομιλούν με το Εικοσιένα. Δίχως τη Γαλλική Επανάσταση δεν θα υπήρχε εκείνη της Πορτογαλίας ή η άλλη της Ισπανίας, οι εξεγέρσεις των καρμπονάρων στην Σικελία, τη Νάπολη και το Πεδεμόντιο. Δίχως όλες αυτές, ούτε η ελληνική θα είχε ξεσπάσει. Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν μόνο μία Εθνική επανάσταση, ήταν επίσης μία από εκείνες τις δημοκρατικές επαναστάσεις που ξεγέννησαν τον νεότερο κόσμο, σημειώνει ο συγγραφέας και με έναν απλό και ευσύνοπτο τρόπο τοποθετεί την ελληνική επανάσταση σε ένα συγκριτικό πλαίσιο.

Και τι κρατάμε από τους ήρωες; Αλλάζουν οι αναπαραστάσεις μας ανάλογα με την πολιτική μας ταυτότητα; Ο έφιππος αδριάντας του Κολοκοτρώνη στην Παλαιά Βουλή είναι σίγουρα ο πατέρας του έθνους, στήθηκε άλλωστε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η Μεγάλη Ιδέα συνέπαιρνε την ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτεία. Άλλος εντελώς ήταν ο Κολοκοτρώνης της Αριστεράς. Αποτυπώνεται ανάγλυφα στις μορφές του ’21 του Γιώργη Λαμπρινού. Για την εαμική Αριστερά, ο Κολοκοτρώνης ήταν ο παλιός κλέφτης που ενέπνευσε και ξεσήκωσε τους ανθρώπους του λαού, ήταν ο σκληρός τιμωρός των προσκυνημένων. Αλλά εκτός από αυτές, τις παγιωμένες πολιτικές αναπαραστάσεις, υπάρχουν και άλλες τωρινές, αποκλίνουσες και κατακερματισμένες, που σχολιάζονται στο κείμενο με χιούμορ και ευαισθησία.

Τα μικρά δοκίμια του βιβλίου (κανένα τους δεν ξεπερνά τις 1000 λέξεις) παρατίθενται με τη χρονική σειρά που δημοσιεύθηκαν αρχικά στη στήλη «Δημόσιος Λόγος» του πολιτιστικού ένθετου Docville (εφ. Documento) από τις 22 Μαρτίου 2021 μέχρι τις 2 Ιουλίου 2022. Ωστόσο, μπορούν να διαβαστούν και με κριτήριο το ειδικό ενδιαφέρον του αναγνώστη. Διαλέγω το κείμενο «4η Αυγούστου· ο ελληνικός φασισμός;». Το καθεστώς Μεταξά ήταν σίγουρα αυταρχικό. Ήταν όμως φασιστικό; διερωτάται ο συγγραφέας μεταφέροντας τις σχετικές συζητήσεις των ιστορικών.

Ο Μεταξάς δεν είχε πίσω του ένα μαζικό λαϊκό μαχητικό κίνημα να τον στηρίζει όπως ο ιταλικός φασισμός ή ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, όμως στην εκρηκτική διόγκωση της ΕΟΝ από το 1938 και μετά ίσως διακρίνουμε ένα οιονεί φασιστικό κίνημα, μία δυναμική νεολαία, εξοικειωμένη με τις φασιστικές λογικές και πρακτικές που στήριζε τον Μεταξά και έσπρωχνε την ελληνική κοινωνία στον ολοκληρωτισμό. Ο Νίκος Μιχαλολιάκος, ο αρχηγός της ναζιστικής Χρυσής Αυγής αναγνώριζε τον Μεταξά ως πολιτικό του πρόγονο όχι μόνο γιατί ο Μεταξάς χαιρετούσε όπως και ο ίδιος φασιστικά, αλλά κυρίως διότι είχε δρομολογήσει ένα μακρόπνοο πείραμα εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας. Το σκοτεινό παρελθόν μας αφορά, διότι μεταμορφωμένο εισβάλλει στο παρόν μας. Διαβάζοντας αυτές τις επισημάνσεις ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην σκεφτεί την απήχηση που είχε στους νέους η Χρυσή Αυγή από το 2012 και μετά, ή και άλλες, σημερινές εκδοχές της ακροδεξιάς σκέψης και πρακτικής ιδιαίτερα στις γειτονιές με βαθιά κοινωνικά προβλήματα…

Η Δικτατορία του Μεταξά με οδηγεί στην επόμενη ενότητα κειμένων που αφορούν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Στο κείμενο «Γιορτάζοντας την αντίσταση», ο Αθανασιάδης θέτει τα γνωστά ερωτήματα: «Ποιος είπε το όχι ο Μεταξάς ή ο λαός; Ήταν πόλεμος μονάχα εθνικός ή και πόλεμος αντιφασιστικός;». Εδώ η Αριστερά πλεονεκτεί, απαντά, εφόσον μετά την εισβολή των Γερμανών αυτή κυρίως οργάνωσε την Αντίσταση και συνέχισε τον αγώνα. Στον αντίποδα της περιόδου Μεταξά, η εποποιία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ νοηματοδότησε το εθνικό ως αντιφασιστικό, αντιθέτως η δεξιά συνεργάστηκε, όχι στο σύνολό της βέβαια, με τις δυνάμεις Κατοχής. Οι περισσότεροι από όσους συνεργάστηκαν καθώς και το επιχείρημα που θεμελίωνε τη συνεργασία με τους Γερμανούς, προέρχονταν από τον χώρο της δεξιάς. Το εθνικό ήταν το αντικομουνιστικό, σε αυτήν την περίπτωση.

Ο συγγραφέας αναδεικνύει την επιμονή με την οποία έρχονται και επανέρχονται οι μνημονικές συγκρούσεις σχολιάζοντας, ανάμεσα σε άλλα, την αποστροφή της Νίκης Κεραμέως το 2019 στο επετειακό μήνυμά της για τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου (ήταν τότε Υπουργός Παιδείας): «το 1940 οι Έλληνες αντιτάχθηκαν στις δυνάμεις του μίσους και της βίας». Δηλώσεις που αποτελούν απόηχο της κατοχικής ενοχής και της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, ακόμη και αν έχουν παρέλθει 80 και περισσότερα χρόνια από τότε.

Τη δυσκολία της σύγχρονης Δεξιάς να διαχειριστεί τη μνήμη του σκοτεινού της παρελθόντος αναδεικνύει ο Αθανασιάδης σε διάφορα κείμενα, με πιο χαρακτηριστικό αυτό με τον τίτλο «Να τον φοβάσαι τον Αη Στράτη». Αφορμή η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο νησί της εξορίας των πολιτικών κρατουμένων στις 6 Ιανουαρίου 2022 και τις γενικόλογες τοποθετήσεις ενάντια στον διχασμό του έθνους. Δεν είναι πως η μνήμη οφείλει να μένει αναλλοίωτη, σημειώνει.

Μπορεί να επιδέχεται νέες νοηματοδοτήσεις, αλλά αυτές προϋποθέτουν πραγματική έγνοια και συναίσθηση για το τι σήμαιναν οι αγώνες και τα κινήματα που πάλευαν για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Ο Αη Στράτης κουβαλάει βαρύ φορτίο. Αν δεν το συναισθάνεσαι αυτό, καλύτερα να αποφεύγεις τις ατυχείς δηλώσεις που προδίδουν αμηχανία και αναδύουν υποκρισία. Η αναμέτρηση με τις μελανές σελίδες του παρελθόντος απαιτεί ειλικρίνεια και κριτικό αναστοχασμό.

Από τις μνήμες που στοιχειώνουν τα αστικά τοπία, διαλέγω αυτό για τη Θεσσαλονίκη. Επικεντρώνεται στην οδό Αθανασίου Χρυσοχόου που μετονομάστηκε το 2018, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, σε οδό Αλμπέρτου Ναρ. Η πρωτοβουλία ανήκε στους δημοτικούς συμβούλους Αλέξανδρο Γρίβα, Σπύρο Σακέτα και Τριαντάφυλλο Μηταφίδη, όλοι τους μέλη του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών της Δικτατορίας.

Τέσσερα χρόνια μετά, το διοικητικό εφετείο ακύρωσε τη μετονομασία, ύστερα από αγωγή των επιγόνων του Χρυσοχόου ενώ οι τρεις αγωνιστές αντιμετώπισαν κατηγορίες για δυσφήμηση του προγόνου τους. Σε ένα κείμενο με λογοτεχνική φόρμα ο συγγραφέας υποστηρίζει την απόφαση του 2018 και καλεί τους επιγόνους του στρατηγού να ξαναδούν κριτικά το οικογενειακό τους παρελθόν χάριν της δικής τους αυτοσυνειδησίας αλλά και την πόλη να συνομιλήσει χωρίς υπεκφυγές με το τραυματικό παρελθόν που συνιστά η εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας από τους Ναζί και τους εγχώριους συνεργάτες τους.

Οι «40 +1 ιστορίες» του Χάρη Αθανασιάδη ξεκινούν από το παρόν για να ξαναγυρίσουν σε αυτό, ασκούν κριτική στο παρόν μέσα από μια στέρεη και βαθιά γνώση του παρελθόντος· αξιοποιούν την ιστορία (την πολιτική, την κοινωνική, την οικονομική και την πολιτισμική ιστορία), αξιοποιούν την τέχνη, συνδέουν τη δημόσια με την ακαδημαϊκή ιστορία, δίνουν φωνή στους αφανείς, εμπλέκουν τις συμβατικές με τις σύγχρονες μορφές ιστορικής αναπαράστασης για να απευθυνθούν σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, πέρα από την κοινότητα των ιστορικών.

Τα κείμενα δεν φοβούνται τις αντιπαραθέσεις για το παρελθόν: τις μελετούν και ταυτόχρονα μετέχουν σε αυτές. Οι πολίτες ολοκληρώνονται ως πολίτες όταν διαλέγονται (ενίοτε σκληρά) για τα τωρινά και τα περασμένα προκειμένου να ορίσουν τα μελλούμενα, αρκεί να διαλέγονται για να πείσουν ο ένας τον άλλο και όχι για να αφανίσουν ο ένας τον άλλον. Αν αντιμετωπίζουν με θάρρος και ειλικρίνεια τις σκοτεινές πτυχές της οικείας ιστορίας, θα διαμορφώσουν μια δημοκρατική, ανοιχτόμυαλη συλλογική μνήμη, που δεν κουκουλώνει αλλά θεραπεύει πληγές, και μια κοινωνία που θα βαδίζει προς την ισότητα και τη δικαιοσύνη.

*Μαρία Καβάλα, ιστορικός, ΑΠΘ