Οι πλημμύρες στη Θεσσαλία  και τα ανακύπτοντα προβλήματα  στην προσπάθεια ανασύνταξης της περιοχής, αποτυπώνουν τις δυσλειτουργίες του ελληνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού (αδύναμο/αναποτελεσματικό κράτος, πελατειασμός, παρατυπίες σε όλα τα επίπεδα, αδύναμη κοινωνία πολιτών, προβληματικό υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης, εγκατάλειψη υπαίθρου κ.λπ.).  Αποτελεί  κορυφαία  πρόκληση η καταστροφή  να αποτελέσει  «εργαστήρι» δημοκρατικού σχεδιασμού ενός άλλου αναπτυξιακού υποδείγματος.

Ads

Οι πλημμύρες  ανέδειξαν έμπρακτα ότι η κλιματική κρίση είναι εδώ, και τέτοια φαινόμενα, όπως μας λένε οι αρμόδιοι επιστήμονες, θα είναι όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα.

Η καταστροφή δε  μπορούσε να αποφευχθεί πλήρως, αλλά  να μετριαστεί. Αυτό δεν συνέβη λόγω κυβερνητικών και αυτοδιοικητικών ολιγωριώνκαι γιατί είναι απόρροια διαχρονικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και έχουν δημιουργήσει συνειδήσεις, στερεότυπα, αντιδράσεις και προσδοκίες που πρέπει να αλλάξουν. Π.χ., διαχρονικά υπάρχει εκτεταμένη αυθαίρετη δόμηση τόσο από το κράτος και την Τοπική Αυτοδιοίκηση -στένεμα κοιτών και εκβολών, κάλυψη και μπάζωμα ρεμάτων κ.λπ.-  αλλά και από ιδιώτες  -κατοικίες πάνω σε ρέματα, πάνω στο κύμα, κ.λπ.

Οι πλημμύρες θα έχουν συνέπειες σε εθνικό επίπεδο όπως στον πληθωρισμό, στην έλλειψη τροφίμων και αύξηση του κόστους τους, στην αύξηση του ελλείματος του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών, στην αύξηση των κόκκινων δανείων των αγροτών και των επιχειρήσεων και θα απορροφήσουν σημαντικά κονδύλια του δημοσίου.

Ads

Σήμερα, υπάρχει η αίσθηση του «κατεπείγοντος» που απαιτεί δράσεις σε δυο επίπεδα: Χρειάζονται άμεσα μέτρα για να αρχίσει να ομαλοποιείται η ζωή στην περιοχή (διαχείριση αποβλήτων, υγειονομική προστασία κ.λπ.), να καταβληθούν αποζημιώσεις και κυρίως  να διασφαλιστεί κάποιου είδους «κοινωνικός μισθός» ώστε να μπορέσουν να ζήσουν στην περιοχή τα επόμενα τουλάχιστον 1-2 χρόνια. Ο κοινωνικός μισθός  μπορεί  να πάρει και τη μορφή αμοιβής για κάποιου είδους απασχόληση ή επ’ αμοιβή επιμόρφωση π.χ. για νέες καλλιεργητικές μεθόδους.  Πρέπει οι κάτοικοι να νιώσουν ότι υπάρχει προοπτική για να βρουν την ψυχική δύναμη να συνεχίσουν.

Όμως, τα άμεσα μέτρα δεν  θα προστατεύσουν από μελλοντικούς κινδύνους. Χρειάζονται μέτρα με μεσο-μακροπρόθεσμη στόχευση που θα αποτρέψουν την εγκατάλειψη της παραγωγής, πώληση γεωργικής γης, μετανάστευση και κυρίως να σχεδιαστεί μια δυναμική ανάπτυξης της περιοχής.

Η διεθνής εμπειρία από τις φυσικές καταστροφές δείχνει πως κάθε φυσική καταστροφή είναι μοναδική και για αυτό δεν μπορεί να υπάρξει ένα σχέδιο «καλής πρακτικής» για την οικονομική ανοικοδόμηση και ανάκαμψη. Οι στρατηγικές ανασυγκρότησης πρέπει να εξισορροπούν μεταξύ: ταχύτητας και ουσιαστικών ελέγχων, άμεσων μέτρων ανοικοδόμησης και μακροχρόνιου σχεδιασμού. Η καταστροφή μπορεί να αποτελέσει «ευκαιρία»  να «χτιστεί η περιοχή ξανά και καλύτερα» και  να επιτύχει ένα «αναπτυξιακό άλμα».

Ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός για τη μεσομακροχρόνια ανάπτυξη της Θεσσαλίας για να επιτύχει  προϋποθέτει:

1ον να προκύψει μέσω διαβούλευσης με την τοπική κοινωνία, τους παραγωγικούς φορείς της και τα πολιτικά κόμματα με βάση τις προτάσεις των επιστημόνων/ειδικών. Oι κρίσεις των επιστημόνων για το τι είναι σημαντικό και χρήσιμο διαμορφώνουν την ατζέντα και τις πολιτικές αποφάσεις.  Όμως πρέπει να επισημάνουμε πως η επιστήμη είναι αβέβαιη, ατελής και αμφισβητούμενη και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική στην κεντρική ή την τοπική της εκδίπλωση. Η πρόκληση λοιπόν είναι να διασφαλιστεί ότι οι δημοκρατίες μπορούν να εκθέτουν και να αμφισβητούν τις υποθέσεις και τις παραλείψεις των επιστημόνων, να χρησιμοποιούν την επιστήμη δημοκρατικά και δημιουργικά αντί να έχουν να επιλέξουν μεταξύ γενικής αποδοχής (τεχνοκρατία) ή απόρριψης της εμπειρογνωμοσύνης (μαυρογιαλουρισμός / λαϊκισμός).

Επίσης, η έμφαση πρέπει να είναι στις ιδιαιτερότητες του τόπου, σε μια «τοποκεντρική πολιτική» γιατί είναι πια φανερό πως οι οριζόντιες πολιτικές και οι πολιτικές που ασκούνται αποκλειστικά ή κυρίαρχα «από τα πάνω», ιδίως δε χωρίς εκτεταμένη και περιεκτική διαβούλευση με τους αμέσως ενδιαφερόμενους δεν μπορούν να φέρουν ικανοποιητικά αποτελέσματα.  Είναι όμως γνωστό ότι το κράτος μας αδυνατεί διαχρονικά να οργανώσει αποτελεσματικά την αναγκαία διαβούλευση.

2ον Επειδή η χάραξη και εφαρμογή πολιτικής για την οικονομική ανάκαμψη είναι δύσκολη, περίπλοκη και θέλει χρόνο, χρειάζονται γρήγορα και αποτελεσματικά μέτρα που θα διασφαλίσουν ότι οι κάτοικοι, ιδίως δε οι νεότεροι και  συνεπώς οι πλέον απαραίτητοι, μέσα στην εύλογη απελπισία τους δεν θα πουλήσουν τα χωράφια τους και ότι θα μείνουν στην περιοχή.

3ον Να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της περιοχής δεν θα αναταχθεί απλά επιστρέφοντας σε αυτό που υπήρχε, γιατί αυτό είχε προβλήματα. Χρειάζεται αναδιάρθρωση του οικονομικού υποδείγματος της περιοχής ώστε να μετακινηθεί στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενδεχομένως δε και αυξημένης αντοχής/προσαρμογής στις επερχόμενες οικολογικές δυσκολίες και καταστροφές . Για παράδειγμα, το αγροτικό μοντέλο της περιοχής βασίζεται στην εντατική, βιομηχανική γεωργία –μεγάλη χρήση λιπασμάτων, μονοκαλλιέργεια, υδροβώρο, ενεργοβώρο, κ.λπ. πρέπει σταδιακά να στραφεί σε ένα μοντέλο που στηρίζεται στην ανθεκτικότητα και τη βιοποικιλότητα. Oπως υποστηρίζει η Greenpeace χρειάζεται ένα μοντέλο ανθεκτικό, δίκαιο και βιώσιμο, βασισμένο στις αρχές της αγροοικολογίας και της αυξημένης επάρκειας αγροτικών προϊόντων, με επίκεντρο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των αγροτικών συστημάτων και την προστασία της βιοποικιλότητας. Για αυτό χρειάζεται δημόσια χρηματοδότηση και στήριξη που θα ενθαρρύνει τους παραγωγούς προς αυτή την κατεύθυνση, να ενισχυθούν διάφορες μορφές οργάνωσης των παραγωγών, να υπάρξει κάποια αναδιαπραγμάτευση της ΚΑΠ για την περίπτωση της Θεσσαλίας λόγω των πλημμυρών.

Αντίστοιχες αλλαγές πρέπει να γίνουν σε όλους τους τομείς κτηνοτροφία- πτηνοτροφεία, μελισσοκομεία, βιομηχανία κ.λπ. Χρειάζονται επίσης τεράστιες αλλαγές στον τρόπο οικιστικής οργάνωσης της υπαίθρου ώστε η παραμονή στα χωριά να γίνει πιο ελκυστική (π.χ. μια διαφορετική οργάνωση του οικιστικού δικτύου, προσφορά όλων των απαραίτητων υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, ταχυδρομεία, τράπεζες…).  Όμως, για να μπορέσει ένα βαρύ και δύσκαμπτο κράτος να διαγνώσει και να αξιοποιήσει τις νέες ευκαιρίες και δυνατότητες, πρέπει να πληρωθούν συγκεκριμένες πολύ σημαντικές προϋποθέσεις σε πολλά διαφορετικά επίπεδα: πρώτον, το κράτος πρέπει να γίνει «αναπτυξιακό». Δηλαδή, να έχει τη δυνατότητα διάγνωσης των ευκαιριών (evidence based policies) αλλά και άσκησης «βιομηχανικής/αναπτυξιακής πολιτικής» ((industrial policies), μέσω μιας δομής προγραμματισμού σε πολύ ψηλό επίπεδο, όπως συναντάται σε χώρες της Ανατολικής Ασίας και της Σκανδιναβίας. Χρειάζεται με άλλα λόγια κράτος υψηλής ικανότητας παρεμβάσεων και δράσης και βεβαίως το παρόν απέχει πόρρω.

4ον  Να γίνουν όλα τα απαραίτητα έργα για διασφάλιση της ανθεκτικότητας της περιοχής από «ακραία καιρικά φαινόμενα» όμως όχι με «φαραωνικά έργα» αλλά αναμφίβολα με κάποια μεγάλα έργα και βέβαια με «λύσεις με βάση τη φύση».

5ον  Τέλος, να δημιουργηθεί μια Διαχειριστική Αρχή που θα αναλάβει το «όλο»: δηλ. ολοκληρωμένο σχεδιασμό, Συντονισμό, Υλοποίηση, Διαχειριστικό Έλεγχο, διαβούλευση με την τοπική κοινωνία. Η Αρχή αυτή πρέπει να έχει ισχυρή τοπική διάσταση, ισχυρή επιστημονική ομάδα με αξιοποίηση κυρίως του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ισχυρή πολιτική στήριξη και μεγάλη χρηματοδότηση.

Κυβέρνηση και αντιπολίτευση πρέπει να σκύψουν άμεσα πάνω στα προβλήματα του θεσσαλικού κάμπου πριν είναι αργά. Αν οι αγρότες της περιοχής απογοητευτούν και αρχίσουν να «ψηφίζουν με τα πόδια», τότε θα είναι αργά. Οι διάφοροι διεθνείς ιδιωτικοί επενδυτικοί κολοσσοί που βρίσκονται σε αέναη αναζήτηση μεγάλου μεγέθους επενδυτικών «ευκαιριών», δεν θα μείνουν αδιάφοροι μπροστά στην εγκατάλειψη μεγάλων εκτάσεων του κάμπου. Θα σπεύσουν να αγοράσουν σε τιμές κάτω της πραγματικής αξίας εκμεταλλευόμενοι την προκληθείσα εξαιρετική δυσχέρεια των αγροτών μας.   Θα είναι κρίμα την μία τελεσθείσα καταστροφή (οικολογικού τύπου) να την διαδεχθεί η άλλη (κοινωνικοοικονομικού τύπου) με την εξαγορά από μεγάλα (εθνικά ή και διεθνή) κερδοσκοπικά κέντρα, με αποτέλεσμα την αύξηση της εκμετάλλευσης, των ανισοτήτων και της περαιτέρω αναντιστοιχίας μεταξύ των εθνικών  αναγκών σε πρωτογενή αγαθά και της τοπικής παραγωγής, υπό το κερδοσκοπικό πρίσμα των ανωτέρω επενδυτών.

Το μέγεθος του αναγκαίου σχεδιασμού και ο χρονικός του ορίζοντας, είναι ίσως πρωτοφανή  για την χώρα μας. Όμως η σύμπτυξη ενός κοινωνικού μετώπου από τους κατοίκους και τους φορείς της περιοχής με τη διαρκή υποστήριξη και εγρήγορση των πολιτικών κομμάτων που θα κατανοήσουν τη σημασία του εγχειρήματος μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στις αναμενόμενες αρνητικές εξελίξεις, αλλά ο χρόνος που απαιτείται δεν είναι πολύς…

  • Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος, αφ. καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας