Το άρθρο εξετάζει την ιστορική πορεία και τις σύγχρονες προκλήσεις της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική μεταφορά παραγωγής σε χώρες όπως η Κίνα, καθώς και στην πρόσφατη προσπάθεια αποσύνδεσης από αυτή. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ερμηνεύεται ως μέρος της στρατηγικής των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας και έμμεσα της Κίνας. Επιπλέον, αναλύεται η αυξανόμενη κυριαρχία μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία και την πολιτική. Η ΕΕ υποχωρεί σε οικονομικό, γεωπολιτικό και τεχνολογικό επίπεδο, ενώ αντιμετωπίζει προβλήματα συνοχής και ανισοτήτων. Η πρόσφατη εκλογή του Τραμπ αναμένεται ότι θα κάνει ακόμη πιο δύσκολη τη διεθνή σκηνή. Σε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον η χώρα μας πρέπει να αντιμετωπίσει, μια σειρά από δομικά προβλήματα που κάνουν επιτακτική την αλλαγή του ακολουθούμενου αναπτυξιακού υποδείγματος και την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της χώρας μας για την αντιμετώπιση των οικονομικών και άλλων προκλήσεων.

Ads

Οι ΗΠΑ διαδέχθηκαν τη Μ. Βρετανία ως παγκόσμια ηγέτιδα δύναμη. Μετά την άνθιση των πρώτων 30 ετών της ηγεμονίας τους (πρακτικά ως τα μέσα του 70), δέχτηκαν σειρά αμφισβητήσεων της κυριαρχίας τους τις οποίες απέκρουσαν επιτυχώς ως τις μέρες μας, οδηγώντας στην στασιμότητα και την κρίση ανερχόμενες δυνάμεις όπως η Ιαπωνία (1995 17,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ ενώ το 2023 μόνο 3,8%). Στις μέρες μας βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η προσπάθειά τους για επανάληψη του ίδιου μοτίβου με την Κίνα. Μέσα από την απόπειρα διατήρησης της αμερικανικής ηγεμονίας  μπορούμε να κατανοήσουμε πολλές από τις εξελίξεις των τελευταίων 50 χρόνων, για παράδειγμα:

Τόσο την αρχική περίοδο της ευτυχούς παγκοσμιοποίησης (πρακτικά μέχρι την κρίση του 2007-9), όσο και  την φάση αλλαγής της στην συνέχεια. Από τη δεκαετία του ’70 ιδίως, οι ανεπτυγμένες χώρες και κατ΄εξοχήν οι ΗΠΑ, επέλεξαν να μεταφέρουν την παραγωγή έντασης εργασίας σε χώρες χαμηλού κόστους, καθιστώντας σταδιακά την Κίνα το «παγκόσμιο εργοστάσιο». Ωστόσο, η πρόσφατη συνειδητοποίηση ότι αυτή η πολιτική οδηγούσε στην υποβάθμιση της οικονομικής ισχύος των ΗΠΑ και στην άνοδο της Κίνας, οδήγησε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους (ΕΕ, συλλογική Δύση) στην απόφαση για αποσύνδεση (decoupling) από την Κίνα.

Παράλληλα το σπάσιμο των αλυσίδων παραγωγής στη διάρκεια του covid και στη συνέχεια ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησαν στη συνειδητοποίηση των προβλημάτων που μπορούν να δημιουργηθούν στην λειτουργία των οικονομιών από την εξάρτηση από τρίτες χώρες.  Ως αποτέλεσμα, η παγκοσμιοποίηση μετασχηματίζεται, περιορίζεται (slowbalisation) και αντικαθίσταται από τη λεγόμενη «φιλική παγκοσμιοποίηση» (friend shoring), όπου οι κρίσιμες επενδύσεις και υπεργολαβίες θα πραγματοποιούνται πλέον σε χώρες που ανήκουν στο ίδιο γεωπολιτικό στρατόπεδο.

Ads

Ίσως όμως η μεγαλύτερη «παράπλευρη απώλεια» από την ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας είναι η αδυναμία να αντιμετωπιστεί το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα: η κλιματική κρίση γιατί η αντιμετώπισή της απαιτεί την συνεργασία όλων των (μεγάλων) κρατών.

Τη στάση της συλλογικής Δύσης απέναντι στον πόλεμο Ρωσίας- Ουκρανίας όπου εξ αποτελέσματος φαίνεται σαν να επιδιώκει την εμβάθυνση της κρίσης, με τον πυρηνικό πόλεμο να μας περιμένει στη γωνία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να κατανοηθεί και ως ένας «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων» όπου οι ΗΠΑ επιδιώκουν την φθορά της Ρωσίας ώστε να μπορέσουν σε μεταγενέστερο χρόνο να αντιμετωπίσουν τον βασικό αντίπαλο, την Κίνα, που μπορεί να αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία τους.

Ζούμε υπό την εντελώς ιδιάζουσα αύξηση της κυριαρχίας του πολύ μεγάλου κεφαλαίου, με ιδιαίτερη έμφαση στο χρηματοπιστωτικό (περί την Wall Street) και ψηφιακό κεφάλαιο (περί την Silicon Valey), που υποβαθμίζουν την παγκόσμια παραγωγή. Ένα ολιγάριθμο και αλληλοδιαπλεκόμενο ολιγοπώλιο τεχνοχρηματιστικών επιχειρηματικών κολοσσών, με επίκεντρο τις ΗΠΑ, ελέγχει ασφυκτικά τα κεφάλαια, τις τεχνολογίες και τα προσωπικά δεδομένα, λειτουργούν ανεξέλεγκτα και απειλούν τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών. Έχει δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο ολιγοπώλιο με επίκεντρο τις ΗΠΑ που απομυζά τον πλανήτη υπέρ ενός πάμπλουτου 0,1% του πληθυσμού, επιτρέποντας στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα να καθορίζουν κρίσιμες αποφάσεις. Παράλληλα βεβαίως με την ανάπτυξη του οικονομικού ολιγοπωλίου, οι πολιτικές εξελίξεις οδηγούν τις μεν ΗΠΑ προς την επικράτηση της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, τα δε κράτη δορυφόρους της, μεταξύ των οποίων η ΕΕ και βεβαίως η χώρα μας στην αυτοκρατορική εξάρτηση, από το ηγεμονικό κέντρο.

Επενδυτικές εταιρείες – δείκτες διαχειρίζονται αμύθητα ποσά: η BlackRock 10 τρισ. $, (υψηλότερο από το ΑΕΠ όλων των χωρών πλην ΗΠΑ και Κίνας), η Vanguard 8 και η State Street 4. Το σύνολο των κεφαλαίων που διαχειρίζονται οι 3 μαζι  συνιστούν το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ (105 τρισ. $). Παράλληλα υπάρχουν ελάχιστες εταιρείες που μονοπωλούν σχεδόν το σύνολο των κλάδων π.χ. οι Big Tech (Google, Facebook, Twitter, Apple, Microsoft κ.λπ.) που μάλιστα λόγω των ποικιλόμορφων διασυνδέσεων μεταξύ τους (Circular ownership, interlocking directorates),  αλλά και με την «πολιτική τάξη» (περιστρεφόμενες πόρτες, Transantional capitalist class) ελέγχουν την οικονομία αλλά και την πολιτική.  Ο Μπιλ Κλίντον συνειδητοποιώντας την πλήρη επικράτηση των επιχειρηματικών Λεβιάθαν ακολούθησε την “triangulation” strategy: την διαπίστωση δηλαδή, ότι το δημοκρατικό κόμμα δεν μπορεί να ηγηθεί χωρίς την ικανοποίηση της Silicon Valley και της Wall Street.

Η διατήρηση της αμερικανικής ηγεμονίας και των επιχειρηματικών κολοσσών που την καθορίζουν συντελεί στην διαρκή υποβάθμιση  της ΕΕ που υποχωρεί σε όλα τα επίπεδα: Το «όραμα» της ενωμένης Ευρώπης υποχωρεί. Υποχωρεί  Γεωπολιτικά και ηθικά.Η διγλωσσία στους δυο πολέμους που γίνονται γύρω μας: στην Ουκρανία μετα την εισβολή της Ρωσίας και στη σφαγή των Παλαιστινίων από το Ισραήλ την οδηγούν σε παγκόσμια απαξίωση.  Υποχωρεί ως οικονομική δύναμη: η συμμετοχή της στο παγκόσμιο ΑΕΠ: 28,8% το 1992, έπεσε στο 17,3% το 2024. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η υποχώρησή της στις τεχνολογίες αιχμής. Υποχωρεί δημογραφικά: τo 1960 συνιστούσε το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού με μέση ηλικία 29,3 χρόνια ενώ το 2023 το 9,3% και τα 42,2 χρόνια.

Δεν μπορεί η ΕΕ να γίνει πιο παραγωγική,  πιο πράσινη, πιο καινοτόμα, πιο ψηφιακή χωρίς συνοχή. Είναι ψευτοδίλημμα το: ανταγωνιστικότητα ή συνοχή, δεν μπορεί να επιτευχθεί κανένα από τα δυο χωρίς το άλλο. Μάλιστα, η ύπαρξη σημαντικών ανισοτήτων μεταξύ των Κ-Μ της ΕΕ αλλά και μεταξύ των περιφερειών της οδηγεί πολλές περιοχές στη λεγόμενη “παγίδα ανάπτυξης” (“regional development trap”). Αυτό στη συνέχεια προκαλεί τη δυσαρέσκεια των πολιτών (geographical discontent), απαξίωση της επίσημης πολιτικής και σε σταθερά μεγάλη αποχή στις εκλογικές αναμετρήσεις προκαλώντας «κρίση νομιμοποίησης» των εκλογικών αποτελεσμάτων και ανάπτυξη «ευρωσκεπτικιστικών» απόψεων.

Η ΕΕ αποπειράται να αντιμετωπίσει τον διεθνή ανταγωνισμό, επιλέγοντας την «εύκολη» λύση της στήριξης των «πρωταθλητών» της (χωρών, περιφερειών, επιχειρήσεων). Η πολιτική αυτή εντείνει τις ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών και περιφερειών της ΕΕ και επομένως υποσκάπτει τη συνοχή της και υπονομεύει την τεχνολογική/καινοτομική της επάρκεια, καθώς στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον αναπτυγμένο πυρήνα της και αγνοεί την περιφέρειά της.

Χρειάζεται μια νέα βιομηχανική πολιτική που θα αναβαθμίσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ και Κίνας, ιδίως στους τομείς προηγμένης τεχνολογίας προστατεύοντας παράλληλα την ευρωπαϊκή συνοχή. H αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού απλά και μόνο με χαλάρωση των περιορισμών στις κρατικές ενισχύσεις θα ευνοήσει τα ήδη ισχυρά K-M (η Γερμανία δαπανά το 54% του συνόλου των κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ και η Γαλλία το 24%) και θα αυξήσει τις ανισότητες μεταξύ των Κ-Μ . Για παράδειγμα με τοChip Act η ΕΕ έδωσε τη δυνατότητα να μην υπάρχουν περιορισμοί στις κρατικές επιχορηγήσεις για ημιαγωγούς. Με αποτέλεσμα η Ιntel αποφάσισε να κατασκευάσει εργοστάσιο στη Γερμανία από όπου πήρε ενίσχυση 10 δις και η STMicroelectronics  στη Γαλλία από όπου πήρε ενίσχυση 2,9 δις, εντείνοντας έτσι τις ανισότητες μεταξύ των Κ-Μ.!

Σε αυτό το εξαιρετικό δύσκολο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, που η πρόσφατη εκλογή Τράμπ αναμένεται ότι θα κάνει ακόμη πιο δύσκολο, η χώρα μας πρέπει να αντιμετωπίσει, μια σειρά από δομικά προβλήματα, όπως: τα οικονομικά αδιέξοδα ενός αποτυχημένου αναπτυξιακού υποδείγματος, το δημογραφικό, το brain drain, τις περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες. Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω λόγω της κρίσης στη δημοκρατία, της έλλειψης διαφάνειας και της κυριαρχίας της ολιγαρχίας, η οποία έχει ενισχυθεί ιδιαίτερα υπό την τρέχουσα κυβέρνηση. Τα προβλήματα αυτά συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα. Η κυβέρνηση, αγνοώντας τα μαθήματα της κρίσης, συνεχίζει τις αποτυχημένες πρακτικές του παρελθόντος. Προωθεί έναν αδικαιολόγητο εφησυχασμό όσον αφορά την αναπτυξιακή πορεία, ακολουθώντας τις ίδιες πολιτικές που οδήγησαν στην κρίση: «φτηνή ανάπτυξη», εμπορικά ελλείμματα, ανάπτυξη μέσω καταναλωτικού χρέους, αποβιομηχάνιση, ολιγοπωλιακές λύσεις και την υποβάθμιση της σημασίας ενός αποτελεσματικού και παρεμβατικού κράτους γιατί θεωρεί ότι «το κράτος είναι το πρόβλημα και η αγορά η λύση».

Τέλος, παρουσιάζει μια μονολιθική προσκόλληση στον αμερικανικό ηγεμονισμό και την τελματωμένη ΕΕ, που επιτρέπει στον ηγεμόνα να την χρησιμοποιεί στις διεθνείς αντιπαραθέσεις του ως «χρήσιμο ηλίθιο». Έτσι, παραχωρούμε βάσεις χωρίς ανταλλάγματα, υποστηρίζουμε άκριτα την ισραϊλινοαμερικανική στρατηγική στην Μέση Ανατολή που απειλεί να μας απομονώσει από 475 εκ.  Άραβες και 2 δις. Μουσουλμάνους παγκοσμίως, ερχόμαστε σε ευθεία αντιπαράθεση με την  Ρωσία με την οποία συνδεόμαστε με τόσα κοινά ιστορικοπολιτιστικά στοιχεία και οικονομικές συνεργασίες, οδηγούμαστε σε αποξένωση από την ανερχόμενη Κίνα και εμποδίζεται η  ανάπτυξη σχέσεων με τους  BRICS+ και εν γένει τον  αναπτυσσόμενο κόσμο που βρίσκεται σε διαδικασία επιταχυνόμενης ανάπτυξης.

Πρώτον, είναι απαραίτητο να ενεργοποιηθεί η κοινωνία μας, η οποία παραμένει σε λήθαργο, με καθοριστική ευθύνη της κυβέρνησης που καλλιεργεί τον εφησυχασμό («όλα βαίνουν καλώς») αλλά και των δημοκρατικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, που αδυνατούν να συζητήσουν και να ομονοήσουν σε κάποιους κεντρικούς άξονες δράσης. Η αδιαφορία, οι προσωπικές μικροστρατηγικές, ο εφησυχασμός και η ενασχόληση με τα κουτσομπολιά στα κοινωνικά μέσα είναι πολυτέλειες που δεν μπορούμε να αντέξουμε και που οδηγούν ασφαλώς τους πολίτες είτε στην αδράνεια, είτε στην αγκαλιά της νέας ανερχόμενης ακροδεξιάς. Είναι απαραίτητη η διαμόρφωση ενός σταθερού πολιτικού συσχετισμού παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, ικανών να ηγεμονεύσουν μακροπρόθεσμα και να επιβάλουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι δυνάμεις πρέπει να συμφωνούν σε βασικά κρίσιμα ζητήματα όπως:

Πρώτον την αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος με στόχο την σταδιακή αύξηση της προστιθέμενης αξίας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, τη μείωση των ανισοτήτων, την αναζωογόνηση της περιφέρειας, και την επαναφορά του δημόσιου ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς (όπως η υγεία, η παιδεία και οι βασικές υποδομές). Επιπλέον, η οικολογική αειφορία, η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και του brain drain. Παράλληλα, πρέπει να ενισχυθούν το κράτος δικαίου, η προστασία από τα καρτέλ και την ολιγαρχία, ενώ η δημοκρατία, η διαφάνεια και ο πλουραλισμός στην ενημέρωση χρειάζονται ουσιαστική στήριξη.   Η ανάγκη αλλαγής του αναπτυξιακού υποδείγματος αναγνωρίζεται στα λόγια από ολοένα και περισσότερους όμως δεν προχωρά λόγω των ισχυρών συμφερόντων που επωφελούνται από το υπάρχον σύστημα και αντιστέκονται στη μετάβαση.

Δεύτερον, χρειαζόμαστε ένα αναπτυξιακό κράτος για τον ορθολογικό συντονισμό της ανάπτυξης. Απαιτείται αξιοκρατική οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών, αυξημένη συλλογική αναλυτική δυνατότητα, ώστε να εφαρμόζονται ορθολογικές δημόσιες πολιτικές βασισμένες σε δεδομένα. Το κράτος πρέπει να έχει «ενσωματωμένη αυτονομία», δηλαδή να είναι ενσωματωμένο στο δημιουργικό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, αλλά αυτόνομο από αντιαναπτυξιακές παρεμβάσεις ολιγαρχικών συμφερόντων που ευνοούνται από το σημερινό τέλμα. Πρέπει να διατηρεί θεσμοποιημένα κανάλια επικοινωνίας με την κοινωνία και την οικονομία, ώστε να χαράζει στοχευμένες αναπτυξιακές πολιτικές.

Τρίτον, απαιτείται ένας περισσότερο ανεξάρτητος διεθνής προσανατολισμός που να δίνει μεγαλύτερη έμφαση, πολιτικά και οικονομικά, στον ταχέως αναπτυσσόμενο μη δυτικό κόσμο, καθώς η μονομερής προσκόλληση στην ΕΕ και ιδίως τις ΗΠΑ λειτουργεί ανασταλτικά για τις προοπτικές της χώρας μας.

 

  • Οικονομικός γεωγράφος, αφ. καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης
  • Το άρθρο αποτέλεσε τη βάση της εισήγησής του σε εκδήλωση της Νέας Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη στις 10.9.24