Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr
Οι πρόσφατες μεγα-πυρκαγιές στο Λος Αντζελες, οι φονικές πλημμύρες στη Βαλένθια και στη Θεσσαλία αλλά και οι συχνές οικονομικές κρίσεις ή ο φόβος για νέες πανδημίες, έχουν επαναφέρει την ανθεκτικότητα στον κυρίαρχο λόγο των πολιτικών και των ΜΜΕ. Ωστόσο είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες και την βρίσκουμε στα προγράμματα του ΟΗΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΟΟΣΑ και των μεγάλων ιδιωτικών ινστιτούτων, όπως το Ίδρυμα Ροκφέλερ.
Το ισχύον πρόγραμμα χρηματοδότησης της ΕΕ μετά τον COVID-19, λέγεται «Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας 2020-2026», ενώ σχεδιάζονται και ειδικά προγράμματα όπως πχ για ανθεκτικές πόλεις και περιφέρειες. Η ελληνική κυβέρνηση μας υπόσχεται κι’ αυτή μεγαλύτερη ανθεκτικότητα απέναντι σε σεισμούς, σε πυρκαγιές και πλημύρες, ενώ στον τουρισμό συζητείται το «τέλος ανθεκτικότητας» ως επιπλέον έσοδο. Όπως έχει συμβεί με τη «βιώσιμη ανάπτυξη» και την «εξυπνάδα», η ανθεκτικότητα είναι σήμερα παντού και μας υπόσχεται πολλά. Είναι όμως έτσι;
Το πρόταγμα της ανθεκτικότητας απαντά σε μια προφανή διαπίστωση: ποιος και ποια δεν θέλει να είναι ανθεκτικός, να αισθάνεται ασφαλής; Εκμεταλλευόμενοι τον ψυχισμό του φόβου, τα προγράμματα ανθεκτικότητας βασίζονται σε ένα φαντασιακό βιοπολιτικής για ένα μέλλον όπου καραδοκούν κάθε είδους αναπόφευκτοι κίνδυνοι, ατομικές ή συλλογικές καταστροφές. Οι πολίτες έχοντας βιώσει αρνητικές εμπειρίες από «κύματα τρόμου» και «κύματα ηρεμίας», με χαμηλό ηθικό λόγω της συνεχούς ανέχειας και ζώντας με τον εφιάλτη της επόμενης καταστροφής, βρίσκονται ευάλωτοι απέναντι σε μια φοβική καθημερινότητα, γεμάτη fake news και αγωνία για το αύριο. Τα προγράμματα ανθεκτικότητας και ο συνολικός λόγος της εξουσίας που τα συνοδεύει, προωθούν ένα θετικό φαντασιακό για ένα μέλλον όπου οι κίνδυνοι θα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και γι’ αυτό έχουν μεγάλη απήχηση.
Χωρίς να αμφισβητώ ούτε στιγμή την πραγματική ανάγκη για ατομική και συλλογική προστασία απέναντι σε καταστροφές κάθε είδους, παρακάτω συζητώ, πρώτον, κάποια θεωρητικά προβλήματα με σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις. Δεύτερον, τις αυταπάτες του νεοφιλελεύθερου πλαισίου ανθεκτικότητας που εφαρμόζεται σήμερα και των προτάσεων αύξησή της που βασίζονται στην αγορά. Τρίτον, ως παράδειγμα αυταπάτης περιγράφω τις ανεπιτυχείς προσπάθειες να καταστεί η Αθήνα «ανθεκτική», ενταγμένη από το 2016 στο παγκόσμιο πρόγραμμα του Ιδρύματος Ροκφέλερ, «100 Ανθεκτικές Πόλεις». Στο τέλος περιγράφω την πολιτική χρήση της ανθεκτικότητας από τους φορείς της εξουσίας για την ενσωμάτωση των κοινωνικών αντιδράσεων και επιχειρώ ένα πρώτο σκίτσο εναλλακτικής πρότασης, το αίτημα για «Συλλογική Ασφάλεια», κοινωνικά και γεωγραφικά.
Θεωρητικά και όχι μόνο ζητήματα
Η ανθεκτικότητα ως έννοια μας έρχεται από τις φυσικές επιστήμες, κυρίως την οικολογία και από τις επιστήμες του μηχανικού και της αντοχής υλικών/κατασκευών. Απέκτησε μεγάλη βαρύτητα στους κύκλους χάραξης πολιτικής μετά την αξιολόγηση των επιπτώσεων μεγάλων καταστροφών από φυσικές διεργασίες (πχ οι πλημμύρες στην Ευρώπη, οι τυφώνες και οι πυρκαγιές στις ΗΠΑ, οι εκρήξεις ηφαιστείων στην Ινδονησία, οι σεισμοί στην Ελλάδα και στην Τουρκία) και από κοινωνικές διαδικασίες (πχ οι οικονομικές κρίσεις 1987 και 2008, οι πυρηνικές καταστροφές όπως στην Φουκοσίμα, η πανδημία 2019, κ.α.). Ωστόσο, οι πολλαπλές γενεαλογίες της έννοιας δημιουργούν οντολογικά και μεθοδολογικά προβλήματα όταν μεταφέρονται άκριτα στις κοινωνικές επιστήμες.
Η ερμηνεία της ανθεκτικότητας στις φυσικές επιστήμες βασίζεται σε φυσικούς νόμους και εξηγείται a priori ως θετικό γεγονός, όπως η φυσική ανάκτηση ενός οικοσυστήματος. Στην οικολογία η έκθεση σε κινδύνους είναι εγγενής διαδικασία στην ανάπτυξη των ζωντανών οργανισμών και το πρόβλημα γι’ αυτούς δεν είναι πώς θα σωθούν αλλά πώς θα προσαρμοστούν στους εξωτερικούς κινδύνους. Όμως, ακόμα και στα οικοσυστήματα υπάρχουν ζητήματα με τη χρήση της έννοιας επειδή ο πληθυσμός των ειδών τα οποία μπορούν να επανέλθουν και να συντηρηθούν χωρίς υποβάθμιση, εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες στους οποίους δύσκολα μπορεί να τεθεί κάποια σταθερά.
Ο ορισμός της ανθεκτικότητας ο οποίος προέρχεται από τις φυσικές επιστήμες ως «η δυνατότητα ενός συστήματος να επανέλθει στην αρχική κατάσταση ισορροπίας μετά από ένα σοκ ή μια καταστροφή», δεν ισχύει για τις χωρο-κοινωνικές σχέσεις. Γιατί πρώτο, στους κοινωνικούς σχηματισμούς δεν υπάρχει κατάσταση ισορροπίας αλλά συνεχούς αστάθειας και συγκρούσεων. Δεύτερον, γιατί η ανθεκτικότητα μιας περιοχής και των κατοίκων της δεν είναι κάτι «φυσικό», δεν υπάρχουν αναπόφευκτα: η χωρο-κοινωνική τρωτότητα έχει κατασκευαστεί κοινωνικά και πάντα θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, καλύτερα ή χειρότερα.
Η χρήση λοιπόν της έννοιας πέρα από την οικολογία και τις επιστήμες του μηχανικού δεν μπορεί να μεταφερθεί στις κοινωνικές επιστήμες χωρίς αντίστοιχη τεκμηρίωση, ούτε στη λήψη αποφάσεων που αφορούν κοινωνίες και τόπους, αλλιώς καταλήγουμε σε φυσικό ντετερμινισμό και σε γλιστερά μονοπάτια.
Το κυνικό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο
Η αναζήτηση της φυσικής ισορροπίας μετά από μια καταστροφή σε κοινωνικούς σχηματισμούς, βρίσκεται στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας, του καθεστώτος ρύθμισης την εποχή της εμφάνισης της νέας έννοιας στα τέλη του 1970. Δεν υποστηρίζω ότι η ανθεκτικότητα είναι μια νεοφιλελεύθερη έννοια καθ’ αυτή, αλλά ότι αναπτύχθηκε σε κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια όταν κυριαρχούσαν οι νεοφιλελεύθερες απόψεις, όπως πχ παλιότερα την εποχή της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας είχε αναπτυχθεί η έννοια της χωρο-κοινωνικής αναδιανομής. Και στις δυο περιπτώσεις το ευρύτερο πολιτικό και φιλοσοφικό πλαίσιο είχε σημαντικές επιπτώσεις στους τρόπους χρήσης κάθε έννοιας και στα αντίστοιχα μέτρα πολιτικής.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ κ.α., έχουν εντάξει στρατηγικές ανθεκτικότητας και προσαρμοστικότητας στη διαχείριση οικονομικών κρίσεων. Οι επιλογές αυτές οφείλουν πολλά στον Φρίντριχ φον Χάγιεκ, τον γκουρού του νεοφιλελευθερισμού και της νεοκλασικής θεωρίας ισορροπίας, ο οποίος κατανοούσε τα αίτια των οικονομικών κρίσεων ως εξωγενή συμπτώματα αποτυχημένων κρατικών παρεμβάσεων. Τα κοινωνικά συστήματα, γράφει ο Χάγιεκ, είναι σαν τα βιολογικά που ορίζονται ως σύνθετα, προσαρμοστικά σε κρίσεις, και μπορούν να επανέλθουν σε κατάσταση ισορροπίας αν απελευθερωθούν από παρεμβάσεις. Η πιθανότητα αστοχίας της, υποτιθέμενης, αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς, δεν τίθεται καν ως ερώτημα. Αντιθέτως η αγορά είναι το εφαλτήριο της επιθετικότητας των νεοφιλελεύθερων στους κοινούς περιβαλλοντικούς πόρους (γη, νερά, δάση, ωκεανοί). Απαιτούν την χρηματιστικοποίησή τους μετατρέποντάς τα σε εμπορεύσιμα προϊόντα, έτσι ώστε οι εταιρείες, υποτίθεται, να τα «προστατέψουν» ενώ αδιαφορούν για το γεγονός ότι η απληστία της αγοράς αυξάνει τη χωρο-κοινωνική τρωτότητα σε πολλαπλά επίπεδα και κλίμακες.
Το μέλημα για ισορροπία μετά από μια καταστροφή συνοδεύεται από την αναζήτηση «επιστροφής στην κανονικότητα», αυτό που συχνά επικαλούνται οι πολιτικοί διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα. Η κανονικότητα γι’ αυτούς είναι η απρόσκοπτη συνέχεια της οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση του συστήματος, αυτό που συνήθως ονομάζουμε καπιταλισμό. Η κεντρική ή η τοπική εξουσία ακολουθώντας κυνικά το Θατσερικό δόγμα «δεν υπάρχουν κοινωνίες αλλά μόνο άτομα και οικογένειες» και έχοντας ως θέσφατο τον ατομισμό, θέτουν σε δεύτερη ή τρίτη προτεραιότητα την ανθεκτικότητα των συλλογικών υποδομών που αφορούν τους πολίτες ή την μεταθέτουν στην αγορά.
Αυτό που προέχει λοιπόν είναι η ανθεκτικότητα του συστήματος και οι όποιες πολιτικές και δράσεις για περιορισμό των κινδύνων από φυσικά φαινόμενα ή κοινωνικές αιτίες, γίνονται με γνώμονα την απρόσκοπτη διατήρηση των συνθηκών συσσώρευσης. Από εδώ προκύπτουν οι προτεραιότητες και η άνιση κατανομή πόρων για έργα/δράσεις μετά από μια καταστροφή καθώς οι προτεραιότητες ανάκαμψης και αύξησης της ανθεκτικότητας καθορίζονται από ταξικά, εθνοτικά και γεωγραφικά κριτήρια για συγκεκριμένους τομείς, περιοχές και κοινωνικές ομάδες.
Α-πολιτικοποίηση και «έξυπνες» τεχνολογίες
Όπως η βιώσιμη «ανάπτυξη» έτσι και η ανθεκτικότητα κέρδισε αμέσως τους πολιτικούς, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, τις επιχειρήσεις, τα συστημικά κόμματα και μερίδα των προοδευτικών διανοουμένων. Οι πολιτικές για την ανθεκτικότητα είναι γι’ αυτούς ελκυστικές γιατί δεν αμφισβητούν τις κυρίαρχες δομές εξουσίας και δεν απαιτούν εξισωτικές πολιτικές όπως οι αρχικές διακηρύξεις της βιώσιμης «ανάπτυξης», πριν αυτές ενσωματωθούν στον πράσινο καπιταλισμό. Απουσιάζουν επίσης αναφορές σε χωρο-κοινωνικά διαφοροποιημένες συνθήκες τρωτότητας και φτώχειας, όπως απουσιάζουν και ουσιαστικές πολιτικές που θα βελτιώσουν αυτές τις συνθήκες, πέρα από ανέξοδες υποσχέσεις. Επειδή η αποτίμηση της ανθεκτικότητας μιας κοινωνίας, μιας πόλης ή ενός οικοσυστήματος μπορεί να γίνει μόνο post facto, η απουσία των παραπάνω μπορεί να αποβεί μοιραία.
Η χρήση της ανθεκτικότητας από τις σημερινές μορφές εξουσίας βασίζεται στην υπόθεση της «φυσικοποίησης» των κρίσεων κάθε είδους. Δεν εκπλήσσει λοιπόν η απουσία ερωτημάτων για την πολιτική εξουσία, κεντρική ή τοπική, για τους θεσμούς και την χωροκοινωνικά άνιση κατανομή των επιπτώσεων ούτε για την κατανομή των διαθέσιμων πόρων ανάκαμψης. Απουσιάζει δηλαδή η πολιτική. Αντ’ αυτής προωθούνται τεχνο-διαχειριστικές πολιτικές με ισχυρές δόσεις πανάκριβων τεχνολογιών και «έξυπνων» εργαλείων. Ενδεικτικά αναφέρω τα ηλεκτρονικά εργαλεία πρόβλεψης οικονομικών κινδύνων της εταιρίας Swiss Re, τα συστήματα πρόβλεψη κλιματικών κινδύνων του Climate Colab του MIT και αυτά της Τράπεζας της Αγγλίας, η οποία έχει θέσει σε εφαρμογή πολύπλοκα στοχαστικά μοντέλα που «τρέχουν» υπολογιστές μιμούμενοι σύνθετα προσαρμοστικά οικοσυστήματα.
Οι κυρίαρχες προσεγγίσεις της ανθεκτικότητας, αγνοούν σκόπιμα και άλλα σημαντικά ερωτήματα όπως ποια συμφέροντα υπηρετούνται αν το «σύστημα καταρρεύσει» ή έχει μια «δυναμική μεταλλαγή»; Γιατί υπάρχουν άνισες χωροκοινωνικές επιπτώσεις από μια κατάρρευση ανάλογα την κοινωνική τάξη, το φύλο, την εθνότητα, την ηλικία, την εργασία ή τον τόπο διαμονής; Για την εξουσία στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, τα υποκείμενα της ανθεκτικότητας και της προστασίας από κινδύνους δεν περιλαμβάνουν τις χιλιάδες μετανάστες/ριες οι οποίοι/ες παραμένουν «αόρατοι/ες» στις καταγραφές των θυμάτων από καταστροφές, στις πυρκαγιές ή στις πλημμύρες των τόπων δουλειάς, στα εγκλήματα της Πύλου και των Τεμπών ή στα καθημερινά ναυάγια στο Αιγαίο. Την «αορατότητα» συνοδεύουν πάντα η απόκρυψη ευθυνών και η καταστροφή αποδεικτών στοιχείων.
Έχοντας απαξιώσει τη συλλογική ασφάλεια με μέριμνα του κράτους και των δήμων, προωθούν για τους έχοντες τις ατομικές στρατηγικές μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους (από τα ατομικά ασφαλιστικά συμβόλαια, τις θωρακισμένες πόρτες, τις κάμερες ασφαλείας και τους σεκιουριτάδες μέχρι τις περιφραγμένες κοινότητες, τις ιδιωτικές πυροσβεστικές εταιρείες κ.α.), αδιαφορώντας για το σύνολο ή αν αυτό γίνεται σε βάρος άλλων μελών της τοπικής κοινότητας, άλλων κοινοτήτων της χώρας ή του υπόλοιπου κόσμου.
Ποιος θυμάται την «Ανθεκτική Αθήνα»;
Κατά την έντονη βροχόπτωση στις 13/1/25, το φορτηγό της ΕΥΔΑΠ παρκαρισμένο πάνω σε καπάκι αγωγού λυμάτων για να μην πεταχτεί στο αέρα και χυθούν βοθρολύματα στην πλημμυρισμένη Λ. Ποσειδώνος, όπως έγινε πριν δυο εβδομάδες στο ίδιο σημείο, ήταν μια γκροτέσκα εικόνα για το πως αντιμετωπίζεται η ανθεκτικότητα στην Αθήνα. Και όμως, από το 2015, με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ροκφέλερ, η Αθήνα εντάχτηκε (μαζί με τη Θεσσαλονίκη) στο παγκόσμιο δίκτυο των «100 Ανθεκτικών Πόλεων» που χρηματοδότησε το Ίδρυμα με 150 εκατ. δολάρια, ακολουθώντας τη Νέα Ατζέντα για τις πόλεις του ΟΗΕ (Habitat III, 2016-2030). Υπάρχουν όμως σήμερα πολίτες που πιστεύουν ότι η πόλη τους είναι ανθεκτική σε καταστροφές;
Η «Στρατηγική Ανθεκτικότητας για το 2030» υποσχόταν για στην Αθήνα να «…προσφέρει μια νέα προσέγγιση και ολοκληρωμένα προγράμματα προστασίας των πιο αδύναμων πληθυσμών από μελλοντικές κρίσεις». Ως μελλοντικοί κίνδυνοι αναφέρονταν η κλιματική κρίση, οι σεισμοί, οι οικονομικές κρίσεις και η υψηλή ανεργία οι καύσωνες, οι πλημμύρες, η παγκόσμια μετανάστευση και οι βίαιες εξεγέρσεις από συνδικαλιστές, φοιτητές και αντιεξουσιαστές (!) και βλ υποσ. 6). Το 2015, θυμίζω, ήταν η εποχή των μνημονίων και των μεγάλων κοινωνικών αντιστάσεων. Το 1 εκατ ευρώ που έλαβε η Αθήνα για να υλοποιήσει το πρόγραμμα αφορούσε την αμοιβή μιας Υπεύθυνου Ανθεκτικότητας, την οργάνωση του σχετικού γραφείου και την εκπόνηση της παραπάνω Στρατηγικής η οποία περιλάμβανε 71 ενέργειες εστιασμένες στο ευρύτερο κέντρο της Αθήνας. Η έμφαση ήταν κυρίως στην καινοτομία, την επιχειρηματικότητα και την ενημέρωση των πολιτών, ενώ για τις υπόλοιπες ενέργειες καταρτίστηκε κατάλογος κριτηρίων για τους χώρους πρασίνου, τον αριθμό δροσερών σημείων, το επιθυμητό ποσοστό μείωσης αυτοκινήτων, το ποσοστό νοικοκυριών σε ενεργειακή φτώχεια και άλλα παρόμοια, γνωστά από άλλα προγράμματα.
Όπως ήταν αναμενόμενο η όλη προσπάθεια κατέληξε σε φιάσκο: από την αρχική σύλληψη της ιδέας, την βραχύβια χρηματοδότηση του προγράμματος μέχρι την αδυναμία υλοποίησης των 71 ενεργειών, όλα ήταν στον αέρα, μια κενότητα λόγων και υποσχέσεων, περιτυλιγμένων με καινούργιους, εντυπωσιακούς όρους. Η Αθήνα δεν είναι μόνο το κέντρο της που είχε στόχο το πρόγραμμα, δεν είναι καν ο Δήμος που είχε ενταχθεί στις 100 Ανθεκτικές Πόλεις. Η έλλειψη μιας μητροπολιτικής αναφοράς για το πολεοδομικό συγκρότημα (βλ τις συχνές πυρκαγιές στα περιαστικά δάση, την πλημμύρα στη Μάνδρα, την κλειστή για 3 μέρες από χιόνια Αττική οδό κ.α.), η αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασης του Δήμου σε κοινωνικά θέματα όπως η ανεργία και η φτώχεια και η περιορισμένη αναφορά σε υποδομές, καθιστούσε από την αρχή ανέφικτη τη στρατηγική για την «Ανθεκτική Αθήνα».
Έπειτα από 10 χρόνια το πολεοδομικό συγκρότημα και οι κάτοικοι του παραμένουν ευάλωτοι και με ανοικτά μέτωπα τρωτότητας σε όλα τα επίπεδα. Ενδεικτικά αναφέρω την κατάρρευση των νοσοκομείων την εποχή του COVID-19, τις συχνές πυρκαγιές και πλημμύρες, την αστεγία και την κρίση ενοικίων, τη συνεχή οικονομική ανέχεια των νοικοκυριών και την εκδίωξη των κατοίκων του κέντρου από τον υπερτουρισμό. Τέλος, την αδιαφορία για την ανθεκτικότητα των υποδομών της πόλης, εικονογραφούν η απόφαση κ Μπακογιάννη, όταν ήταν δήμαρχος, ο οποίος φρόντισε, μετά την κακοκαιρία «Μπάλος» που πλημμύρησε το 2021 όλη την Αθήνα, να «κόψει» 3,5 εκατ. από την αντιπλημμυρική θωράκιση του δήμου για να τα δώσει στον Μεγάλο Περίπατο (!), και οι πρόσφατες αποκαλύψεις επικινδυνότητας του Κηφισού και του Ιλισού από τις υπόγειες λίμνες.
Η χρήση της ανθεκτικότητας για έλεγχο των κοινωνικών αντιδράσεων
Τι σημαίνει να ζεις μια επικίνδυνη ζωή; Δεν είναι ένα φιλοσοφικό ή ηθικό ερώτημα αλλά βαθύτατα πολιτικό. Αποτυπώνει την ιδεολογία εκείνων που χαράζουν πολιτικές οι οποίοι θέλουν να αποκλείσουμε το όνειρο για μια μόνιμη ασφάλεια και να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι το μέλλον μας είναι συνυφασμένο με κάθε είδους κίνδυνο. Η ζωή μετατρέπεται σε μια σειρά από επικίνδυνα γεγονότα και το υποκείμενο της ανθεκτικότητας, κατά μια έννοια, ευδοκιμεί στον κίνδυνο. Αυτή η προσέγγιση αποτελεί τη βάση των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων προσεγγίσεων που έχουν ενσωματώσει την ανθεκτικότητα στις πολιτικές τους. Σύμφωνα με τις τελευταίες, το υποκείμενο της ανθεκτικότητας πρέπει μόνιμα να παλεύει για να προσαρμόζεται σε κινδύνους του εξωτερικού κόσμου και όχι να αλλάζει τις δομές και τις συνθήκες που αναπαράγουν την τρωτότητα και τους κινδύνους που επιφυλάσσει. Αυτή η θέση δεν είναι μόνο απαράδεκτη γιατί κανονικοποιεί την επισφάλεια αλλά και θεμελιακά μηδενιστική. Επιπλέον υποκινεί μια μορφή συλλογικής αμνησίας και απάθειας. Αυτό που «πρέπει» να θυμόμαστε από μια καταστροφή είναι «λιγότερος θυμός» και περισσότερο «ήσυχη αποδοχή της κατάστασης επισφάλειας». Να αποδεχτούμε την τρωτότητα ως κάτι αναπόφευκτο και να παραβλέψουμε την κοινωνική κατασκευή της τρωτότητας, δηλαδή τις ευθύνες για ενέργειες ή παραλήψεις που έγιναν στο παρελθόν.
Εδώ εκτός τις ευθύνες του κράτους και των δήμων, πρέπει πάντα να εντοπίζεται και η ανευθυνότητα των πολιτών όταν παρανομούν, πχ κτίζοντας αυθαίρετα στα δάση, πάνω σε ρέματα ή σε παραλίες και όταν πιέζουν τους δήμους να μετατρέπουν τους χειμάρρους σε δρόμους για την τουριστική ανάπτυξη όπως έγινε στην Αγία Πελαγία στην Κρήτη τον Οκτώβριο 2022 και οδήγησε στο θάνατο δυο ανθρώπων. Ο κεντρικός δρόμος του οικισμού με τα δεκάδες τουριστικά μαγαζιά ήταν μπαζωμένος χείμαρρος με άδεια της Περιφέρειας (βλ. Αυγή, 19/10/22).
Αυτές είναι οι προθέσεις της σημερινής νεοφιλελεύθερης εξουσίας: χρησιμοποιώντας τον ψυχισμό του φόβου προσπαθούν να ελέγξουν τις κοινωνικές αντιδράσεις καλύπτοντας τις δικές τους παραλήψεις με την αποδοχή της τρωτότητας ως αναπόφευκτης ή κλείνοντας τα μάτια σε παρανομίες πολιτών και, με όχημα τις υποσχέσεις για μεγαλύτερη ανθεκτικότητα μέσω των προγραμμάτων ανάκαμψης, μεταθέτουν την όποια συλλογική ασφάλεια σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Αναζητώντας ένα ασφαλές και αξιοβίωτο μέλλον
Πώς μπορούμε λοιπόν να αντιπαρατεθούμε απέναντι στον Αρμαγεδδώνα που μας επιφυλάσσουν; Χωρίς να ξεχνάμε τον ευρύτερο στόχο, δηλαδή την ανατροπή των συνθηκών που αναπαράγουν την τρωτότητα και μας καθιστούν ευάλωτους, σκέπτομαι δυο μικρά βήματα, που ίσως κάνουν νόημα στην παρούσα συγκυρία.
Ως πρώτο βήμα να κατανοήσουμε ότι η ανθεκτικότητα είναι η βασική στρατηγική αναπαραγωγής των σύγχρονων καθεστώτων ρύθμισης/εξουσίας που χαρακτηρίζονται από μεγάλες χωρο-κοινωνικές ανισότητες. Το διαφημιζόμενο ενδιαφέρον για την ανθεκτικότητα των πιο ευάλωτων, κοινωνικά και γεωγραφικά, είναι η άλλη όψη του νομίσματος που φωτίζει την ανασφάλεια των «εχόντων», οι οποίοι, όντας επαρκώς προστατευμένοι, αισθάνονται να απειλούνται αν αλλάξουν οι συνθήκες που μέχρι τώρα τους προστάτευαν. Η αναπαραγωγή των χωρο-κοινωνικά άνισων συνθηκών προστασίας, δηλαδή ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, βρίσκεται πίσω από το αίτημα «επιστροφή στην κανονικότητα» του νεοφιλελευθερισμού μετά από μια καταστροφή.
Ένα δεύτερο βήμα είναι η ανάδειξη της αυταπάτης που κρύβεται πίσω από τις προτάσεις για ανθεκτικότητα και η πάλη για εισαγωγή του αιτήματος της συλλογικής χωρο-κοινωνικής ασφάλειας στη σύγχρονη πολιτική/θεσμική και κινηματική ατζέντα. Το αίτημα για συλλογική ασφάλεια, κοινωνικά, γεωγραφικά και περιβαλλοντικά, βρίσκεται στον πυρήνα της αντιπαράθεσης με τον νεοφιλελευθερισμό ο οποίος προωθεί την εξατομικευμένη ανθεκτικότητα με ταξικές, φυλετικές και γεωγραφικές προτεραιότητες. Επίσης αντιπαρατίθεται με την μιλιταριστική εκδοχή ασφάλειας αποτροπής πολέμων που αφορά κράτη, όπως πχ η Ευρωπαϊκή πολιτική κοινής αμυντικής ασφάλειας.
Από τη μια πλευρά, είναι αναγκαία μια ριζική αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου το οποίο σήμερα κυριαρχείται από τις νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις της ανθεκτικότητας, σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Ένας στόχος, για παράδειγμα, είναι η άνιση κατανομή των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην Ελλάδα, το οποίο δίνει προτεραιότητα στην ενίσχυση λίγων μεγάλων επιχειρήσεων και υποβαθμίζει έργα και δράσεις για τη μείωση της τρωτότητας σε περιφέρειες και πόλεις.
Από την άλλη, αιτήματα για συλλογική ασφάλεια ακούγονται και από τους πολίτες που βιώνουν την ανασφάλεια/επισφάλεια στις εργασιακές σχέσεις, στις θέσεις εργασίας, στην ίση πρόσβαση στην εκπαίδευση, στα συστήματα υγείας και στην κατοικία. Για τα παραπάνω έχουν προταθεί από προοδευτικά κόμματα και κινήματα σημαντικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και έχουν αναπτυχθεί μαχητικά συνδικαλιστικά και κοινωνικά κινήματα για την υπεράσπιση σταθερών θέσεων εργασίας όπως και για ασφάλεια σε θέματα υγείας, εκπαίδευσης, κατοίκησης και ενέργειας. Επιπλέον, τα περιβαλλοντικά κινήματα έχουν αναδείξει την ανασφάλεια που επιφυλάσσουν οι καταστροφικές επενδύσεις, «πράσινες» ή όχι, στα οικοσυστήματα, στη γη και στα νερά, και πώς οι τελευταίες είναι υπεύθυνες για μεγάλες καταστροφές.
Η αναζήτηση συμπόρευσης των διαφορετικών αιτημάτων για συλλογική χωρο-κοινωνική ασφάλεια και των αντίστοιχων θεσμικών προτάσεων και κινηματικών δράσεων, προβάλλει (ίσως;;) ως ένα πιθανό κοινό πεδίο αμφισβήτησης της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Για να έχουμε ένα αξιοβίωτο και ασφαλές συλλογικό μέλλον.
- O Κωστής Χατζημιχάλης είναι Ομότιμος καθηγητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >