Άρχιζα τις διαλέξεις Συνταγματικού Δίκαιου στην Βρετανία, που δεν έχει γραπτό Σύνταγμα και βασική συνταγματική αρχή αποτελεί η κοινοβουλευτική και όχι η λαϊκή κυριαρχία, λέγοντας ότι οι πολίτες είναι «κυρίαρχοι» μόνο τα λίγα δευτερόλεπτα κάθε πέντε χρόνια που χρειάζονται για να βάλουν τον σταυρό στο ψηφοδέλτιο.

Ads

Όπως προέβλεψε ο Ρουσώ, οι βουλευτές δεν αντιπροσωπεύουν τους πολίτες με τις διαφορές και τις συγκρούσεις τους αλλά γίνονται μια εκλεγμένη αριστοκρατία με βασική λειτουργία να επιλέγει κυβερνήσεις και να τις υπηρετεί υπάκουα. Η επιτελική κυβερνησιμότητα περιγράφει αλλά και συνεισφέρει στην επιβολή των τεχνοκρατών επί των πολιτικών και στην παραπέρα υποβάθμιση της δημοκρατίας.

Η νεωτερική θεωρία της δημοκρατίας ξεκινάει με το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ζαν-Ζακ Ρουσώ.

Ο Ρουσώ διακρίνει την res public ή republique (δημόσιο ή κοινό καλό) που εμπνέεται από την κλασική Αθήνα από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Στην republique η εξουσία ασκείται από τους πολίτες που παίρνουν αποφάσεις σε λαϊκές συνελεύσεις με δημόσια διαβούλευση και διάλογο.

Ads

Αντίθετα στην αντιπροσωπευτική οι πολίτες είναι απόντες από τις αποφάσεις, δεν «προσωπεύονται» αλλά αντι-προσωπεύονται. Αποτελεί λοιπόν το αντιπροσωπευτικό σύστημα αριστοκρατική μορφή εξουσίας, λέει ο Ρουσώ, μια και οι αντιπρόσωποι αποτελούν μια μικρή μειοψηφία.

Τεχνικοί, ιδεολογικοί λόγοι και ο φόβος του λαού οδήγησαν στην επικράτηση της αντιπροσωπευτικής εκδοχής. Κανονιστικό της θεμέλιο αποτελεί η αρχή της «δημοκρατικής αυτονομίας». Οι πολίτες είναι ηθικά και νομικά ίσοι και, δεύτερον, θεωρούνται ικανοί να δρουν αυτόνομα, δηλαδή να δίνουν το νόμο στον εαυτό τους.

Πώς όμως εφαρμόζεται η αρχή αυτή στον ύστερο καπιταλισμό;

Στις εκλογές πετυχαίνουμε δύο πράγματα: επιλέγουμε εκπροσώπους των ιδεών και συμφερόντων μας.

Δεύτερο, συμμετέχουμε, μέσω των βουλευτών, στην δημιουργία κυβέρνησης.

Αλλά οι διαφορετικές ιδεολογίες τις ερμηνεύουν και εφαρμόζουν διαφορετικά. Σύμφωνα με την «ρεαλιστική» θεωρία, πρωταρχική λειτουργία των εκλογών είναι η επιλογή κυβέρνησης. Οι κοινωνίες είναι πολύπλοκες, τα προβλήματα εξαιρετικά δύσκολα, η πάλη των τάξεων τελείωσε και οι κοινωνικές εντάσεις έχουν μειωθεί. Μόνο ειδικοί και τεχνοκράτες έχουν τις σωστές απαντήσεις στα μεγάλα οικονομικά, αναπτυξιακά και περιβαλλοντολογικά προβλήματα. Δεν πρέπει να μπαίνουν λοιπόν σε δημόσια διαβούλευση και ψήφιση, μια και ο λαός κάνει λάθη.

Η αντιπροσωπευτική αρχή έχει περιθωριοποιήσει τις μορφές άμεσης δημοκρατίας. Η συνταγματική αναφορά στη λαϊκή κυριαρχία έχει συμβολική μόνο σημασία. Ο λαός είναι κυρίαρχος, αλλά η κυριαρχία του είναι ανύπαρκτη. Η συμμετοχή του λαού στη λήψη αποφάσεων προκαλεί φόβο σήμερα, όπως προκαλούσε φόβο και στους φιλελεύθερους του 19ου αιώνα.

Ας αναφέρω εδώ πώς εμφανίστηκε το αρχικό «μίσος για την δημοκρατία», όπως το ονόμασε ο Jacques Ranciere. Οι αριστοκράτες και φιλελεύθεροι πολιτικοί στην Βρετανία φοβόντουσαν ότι αν έπαιρναν οι άκληροι γεωργοί και εργάτες το δικαίωμα ψήφου θα χρησιμοποιούσαν την πλειοψηφία τους για να καταργήσουν την περιουσία και να ανατρέψουν το καθεστώς. Έτσι το 1800 περιουσιακές, μορφωτικές και τοπικές προϋποθέσεις περιόριζαν την ψήφο στο 5% του πληθυσμού. Το 1832 αυτό έγινε 10% προσθέτοντας άνδρες με ιδιοκτησία αξίας £10. Μόνο το 1884, η πλειοψηφία των ενήλικων ανδρών απέκτησε τη ψήφο. Επέζησε όμως η πολλαπλή ψηφοφορία που έδινε στους πανεπιστημιακούς καθηγητές, μεταξύ άλλων, έξι ψήφους.

Οι πλούσιοι και οι μορφωμένοι έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν και να κυβερνούν γιατί έχουν, κατέχουν και ξέρουν. Μόνο το 1928 επεκτάθηκε το δικαίωμα στις γυναίκες και όλους τους άνδρες. Ήδη όμως ο φόβος του λαού είχε υποχωρήσει.

Αλλά η Ρουσωική έννοια της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης και αυτονομίας επέστρεψε στις πρόσφατες παγκόσμιες αντιστάσεις και στην “συμμετοχική” και την “διαβουλευτική” (deliberative) θεωρία της πολιτικής φιλοσοφίας. Η πρώτη υποστηρίζει την εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας και στο αντιπροσωπευτικό και το κοινωνικό επίπεδο.

Από τα δημοψηφίσματα, την δυνατότητα ανάκλησης βουλευτών και την λαική απόρριψη νόμων μέχρι την κοινωνική οικονομία και τις αυτοδιοικητικές λαικές συνελεύσεις σε συνοικίες και γειτονιές, η άμεση δημοκρατία επιστρέφει και μπολιάζει με νέα (και ταυτόχρονα την πιο αρχαία) δυναμική την απισχνασμένη δημοκρατία μας.

Για την “διαβουλευτική” θεωρία, η δημοκρατία δεν είναι απλά μηχανισμός πρόσθεσης ψήφων και επιλογής ελίτ.

Αντίθετα, βασική λειτουργία της είναι η καλλιέργεια της πολιτικής κρίσης των πολιτών με την θεσμοποίηση διαδικασιών στοχασμού και αναστοχασμού περί των κοινών. Το προσωπικό συμφέρον ή η ιδεολογία από την οποία ξεκινάμε όλοι μπαίνει έτσι σε διάλογο και δημιουργεί την έννοια του κοινού καλού. Η λειτουργία των εκλογών, ως μέρους του δημοκρατικό ιδεώδους, είναι να προωθούν την πολύπλευρη λαική συμμετοχή και να βοηθούν στην καλλιέργεια της ατομικής και συλλογικής πολιτικής κρίσης.

Άμεση δημοκρατία, που ονομάζεται επίσης καθαρή δημοκρατία αποτελεί μορφές άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη λήψη δημοκρατικών αποφάσεων, σε αντίθεση με την έμμεση ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Οι άμεσες δημοκρατίες μπορούν να λειτουργούν μέσω μιας συνέλευσης πολιτών ή μέσω δημοψηφισμάτων και πρωτοβουλιών στα οποία οι πολίτες ψηφίζουν για ζητήματα αντί για υποψηφίους ή κόμματα.

Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης μερικές φορές για την πρακτική της εκλογής αντιπροσώπων με άμεση ψηφοφορία και όχι έμμεσα μέσω ενός εκλογικού σώματος, όπως το εκλογικό σώμα, και για την ανάκληση εκλεγμένων αξιωματούχων. Η άμεση δημοκρατία μπορεί να είναι ένα πλήρες σύστημα πολιτικών θεσμών, αλλά στη σύγχρονη εποχή αποτελείται συνήθως από συγκεκριμένους θεσμούς λήψης αποφάσεων μέσα σε ένα ευρύτερο σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Η άμεση δημοκρατία εξακολουθεί να βασίζεται θεμελιώνεται στη λαϊκή κυριαρχία, την ελευθερία και την πολιτική ισότητα. Ο Ρουσώ, ο πρώτος και πιο σημαντικός θεωρητικό της ομόφωνης συναίνεσης του λαού σε ένα ελεύθερο δημοκρατικό σύνταγμα και τις επακόλουθες μορφές συμμετοχής. Αλλά τον 19ο αιώνα, αυτές οι αρχές αμφισβητήθηκαν. Έτσι, οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί δεν έχουν καθιερωθεί σε πολλές χώρες αφού οι πολιτικές ελίτ ενδιαφέρονται για τη μονοπώληση της εξουσίας. Επιπλέον, οι ρεαλιστές υποστήριξαν ότι η άμεση δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει στα μεγάλα σύγχρονα κράτη, κάτι που αλλάζει στην ψηφιακή εποχή.

Με αυτό το υπόβαθρο ιστορικών και θεωρητικών περιορισμών, η θεωρία της άμεσης δημοκρατίας δεν βασίζεται αποκλειστικά στη λαϊκή κυριαρχία, την οποία διεκδικεί και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Πιο συγκεκριμένα επιχειρήματα προέρχονται από τη συμμετοχική και διαβουλευτική θεωρία της δημοκρατίας και την κριτική της έλλειψης ανταπόκρισης σε λαικά αιτήματα της αντιπροσωπευτικής (κομματικής) δημοκρατίας. Τα δύο σύνολα δημοκρατικών θεσμών διακρίνονται από τα βασικά χαρακτηριστικά της άμεσης συμμετοχής: (1) η άμεση δημοκρατία επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα ζητήματα, σε αντίθεση με την ψηφοφορία υποψηφίων και γενικά προγράμματα για μακροχρόνια θητεία, και (2) οι ίδιοι οι πολίτες ενεργούν ως φορείς λήψης αποφάσεων αντί να μεταβιβάσει αυτές τις εξουσίες.

Όπως τα εκλογικά συστήματα, μια ποικιλία διαδικαστικών μορφών, σχεδίων και κανονισμών είναι πιθανό να επηρεάσουν τις διαδικασίες και το αποτέλεσμα. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες δεν μπορούν να λειτουργούν μεμονωμένα, αλλά συνδέονται πάντα με τις δομές ενός συνολικού πολιτικού συστήματος που περιλαμβάνει σημαντικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.

Έτσι, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο τύπων ιδρυμάτων θα είναι μια σημαντική πρόκληση για ανάλυση. Για παράδειγμα, όπως σημειώνει ο πολιτικός επιστήμονας Γιώργος Τσεμπέλης, οι ψηφοφόροι στο δημοψήφισμα μπορούν να θεωρηθούν ως ένας επιπλέον παίκτης για βέτο. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η άμεση δημοκρατία μπορεί να υπονομεύσει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ενώ άλλοι επικεντρώνονται στις διαβουλευτικές λειτουργίες για μια δημοκρατική δημόσια σφαίρα και στην ικανότητα ενσωμάτωσης των πολιτών στη δημοκρατική διαδικασία.

Οι «αγανακτισμένοι» έβαλαν στο πολιτικό προσκήνιο σε μια νέα μορφή άμεσης δημοκρατίας. Η πρώτη απόφαση της κατάληψης έλεγε: «Δεν φεύγουμε από τις πλατείες αν δεν φύγει η κυβέρνηση, η τρόικα, οι τράπεζες, τα μνημόνια και εκείνοι που μας εκμεταλλεύονται». Ένα λαικό “εμεις” αναδύθηκε το 2011 και πρωτοστάτησε το 2015. Αυτό το «εμείς» λειτουργεί ως συντακτική εξουσία, δύναμη που αναπαράγει την κοινωνική ύπαρξη και αλλάζει τους πολιτικούς συσχετισμούς.

Οι καταληψίες του Συντάγματος ήταν ο αντιστεκόμενος και ενεργός δήμος που έπαιρνε την ζωή του στα χέρια του και προεικόνιζε τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές για το βάθεμα της δημοκρατίας. Μιμούνταν και συγχρόνως αντέστρεφε την αρχή της αντιπροσώπευσης και της κρατικής οργάνωσης.

*Κώστας Δουζίνας, Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Λονδίνου