Σαράντα πέντε χρόνια συμπληρώθηκαν από εκείνη τη βραδιά της 25ης Φεβρουαρίου 1973 που σημαδεύτηκε από το μακελειό στο κέντρο διασκέδασης «Νεράιδα», όταν ο Νίκος Κοεμτζής σκότωσε τρεις ανθρώπους για μια «παραγγελιά». Αλλά τι θέση μπορεί να έχει μια τριπλή δολοφονία σ’ ένα ένθετο ιδεών; Κι όμως, το φονικό με πρωταγωνιστή τον Κοεμτζή στάθηκε πηγή έμπνευσης και για τον Διονύση Σαββόπουλο και για τον Παύλο Τάσσιο, που της χάρισαν μια μικρή θέση στην αιωνιότητα, ο πρώτος με το εξαιρετικό «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» κι ο δεύτερος με την ταινία του «Παραγγελιά».

Ads

Για να ερμηνεύσει κανείς την απροσδόκητη αυτή επίδραση ενός τέτοιου γεγονότος σε δημιουργούς και διανοουμένους αυτού του διαμετρήματος δεν μπορεί παρά να λάβει σοβαρά υπόψη τόσο το ιστορικό πλαίσιο που συνέβη το περιστατικό όσο και αυτό εντός του οποίου γεννήθηκαν οι προαναφερόμενες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Η χούντα από τη μια και η νεαρή Μεταπολίτευση από την άλλη ήταν το ιδανικό «ντεκόρ» ώστε μια δολοφονία να «στοιχίσει μια μερίδα διανοουμένων με τη μεριά του θύτη», όπως έχει εύστοχα γράψει ο εξαίρετος συνάδελφος Δημήτρης Μανιάτης. Ο Κοεμτζής, χωρίς να το θέλει, ενσάρκωσε για πολλούς τον διπλό ρόλο του «ήρωα» και του «αντιήρωα», του «παλικαριού» και του «φονιά».

Τα γεγονότα είναι γνωστά. Τα δύο από τα τρία θύματα του φονικού ήταν αστυνομικοί, στοιχείο που σε συνθήκες αστυνομοκρατίας, όχι μόνο τα χρόνια της δικτατορίας, αλλά και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πρόσφερε a priori ελαφρυντικά στον θύτη. Αλλωστε, ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορούμε να μην ανακαλύψουμε πτυχές που, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, γεννούν αίσθημα συμπαθείας απέναντι στον δράστη μιας εγκληματικής πράξης. Ωστόσο, το βιογραφικό του Κοεμτζή, που αποτελεί ταυτόχρονα κανονικότητα και εξαίρεση στη μετεμφυλιακή «καχεκτική» δημοκρατία, είναι μια από τις βασικές αιτίες για να φτάσει στα όρια του λαϊκού ήρωα, με φήμη ίσως που σε άλλες συνθήκες και άλλο ιστορικό πλαίσιο είχε αποκτήσει ο Γιαγκούλας ή ο Νεντ Κέλι.

Γι’ αυτούς που επιχειρούν την ανάποδη ανάγνωση, όσο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα κι αν είναι ο Κοεμτζής -και με την παραδοχή ενός ποινικού εγκλήματος-, απέναντι βρίσκεται ο αυταρχισμός της εξουσίας. Το λαϊκό θυμικό προσλαμβάνει ιδεολογικές διαστάσεις και η ηθική των γραπτών νόμων συγκρούεται για μια ακόμη φορά στην ιστορία με την ηθική των άγραφων. Ο ορθολογισμός δίνει τη θέση του σε έναν υποκειμενισμό που θέλει όχι μόνο να συγχωρήσει, αλλά και να δικαιολογήσει. Πόσω μάλλον όταν εκείνη την τραγική στιγμή η εξουσία έχει ντυθεί το πιο απεχθές ένδυμά της.

Ads

Ανατρεπτικός και θεματοφύλακας ταυτόχρονα, ο Σαββόπουλος καταφέρνει στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» να παρουσιάσει με αριστοτεχνικό τρόπο όλες αυτές τις αντιθέσεις που ξυπνά στο μυαλό η ιστορία της «Παραγγελιάς». Το εαμικό παρελθόν του πατέρα, η κοινωνική απομόνωση στη μεταπολεμική ελληνική επαρχία, η περιθωριοποίηση του μικροεγκληματία, οι δεσμοί της οικογένειας που εκφράζονται με την αγάπη στον μικρό αδερφό, επίσης πρωταγωνιστή του περιστατικού, είναι ο καμβάς απ’ όπου ο συνθέτης διαλέγει τα χρώματα για να φιλοτεχνήσει τον μουσικό του πίνακα. Η λαϊκότητα του ήρωα τον βοηθάει ώστε το ζεϊμπέκικο να ακουστεί γειωμένο και ταυτόχρονα υπερβατικό.
Η υπέρβαση είναι ορατή στην κριτική της Δικαιοσύνης: «Ο ίδιος ξέγραψε απαρχής τον εαυτό του, το είπε: “Πρέπει να πεθάνω!” Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του. Καθώς διηγιόταν τη ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ’ αντέξω.

[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η Δικαιοσύνη ήταν απέξω]», λέει ο Σαββόπουλος. Ο Πετρόπουλος, ο κατεξοχήν διανοούμενος της λαϊκότητας, θα αναφέρει αργότερα σε άρθρο-χείμαρρο για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης ότι η περίπτωση Κοεμτζή -μαζί και αυτή του Νάσιουτζικ- αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της τυφλής εκδικητικότητάς της. Και είναι κι αυτό μια ακόμη σύγκρουση με το κατεστημένο της εποχής που συντηρεί για τον Κοεμτζή το μύθο του λαϊκού ήρωα που πολλοί βλέπουν σε αυτόν.

Αυτή την εικόνα έρχεται, εξίσου με το τραγούδι, να υποστηρίξει η ταινία «Παραγγελιά» του Τάσσιου, που βγήκε στις αίθουσες το 1980, μια χρονιά πριν από την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την πολιτική αλλαγή που θα «στερήσει» το πλαίσιο για τέτοιου είδους ερμηνευτικές ή ψυχοσυναισθηματικές προσεγγίσεις, αφού πια «ο λαός είναι στην εξουσία». Ο ρεαλισμός της ταινίας, που είναι κι αυτή μια κατεξοχήν ανάποδη, σύμφωνα με τις νόρμες, ανάγνωση, με τη φόρτιση από την αφήγηση της Κατερίνας Γώγου και την εξαιρετική ερμηνεία του Αντώνη Αντωνίου, αναδεικνύει τη δισυπόστατη εικόνα, αυτή του θύτη-θύμα της κοινωνίας και της ιστορίας.

Ο Κοεμτζής καταδικάστηκε σε θάνατο τρεις ημέρες πριν από την εξέγερση στο Πολυτεχνείο, αλλά ευτυχώς για το διακαιικό μας σύστημα, τον πρόλαβε η κατάργηση της θανατικής ποινής. Εζησε 23 χρόνια στη φυλακή «χορεύοντας» το μοναχικό ζεϊμπέκικο που τραγουδούν οι Ερινύες, πάνω όμως στον άγραφο κώδικα τιμής του. Ο Κοεμτζής δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι ένας «Γιάννης Αγιάννης». Ως πραγματικός πρωταγωνιστής, λαϊκός ήρωας και δολοφόνος συνάμα, που τον καταλαμβάνει και τελικά τον καταστρέφει η Ατη, έγραψε μόνος του το «μυθιστόρημα» για την πιο ακριβή παραγγελιά της ζωής του…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΜΠΙΛΗΣ
[email protected]

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα»