Η Ελλάδα δεν είναι κράτος αρχιπελάγους. Είναι αντίθετο με το Διεθνές Δίκαιο και τη νομολογία να έχουν τα ελληνικά νησιά -και ειδικά το Καστελόριζο- υφαλοκρηπίδα” δήλωσε, ανάμεσα σε άλλα, το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας για τα αποτελέσματα της συνόδου των ΥΠΕΞ της Ε.Ε. την Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020, κάνοντας επίσης λόγο για “τα μαξιμαλιστικά αιτήματα της Ελλάδας που είναι ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο, με το πρόσχημα της αλληλεγγύης της Ένωσης”.

Ads

Η Τουρκία επανέλαβε με άλλα λόγια πως θεωρεί “πραγματική” Ελλάδα μόνον τον ηπειρωτικό κορμό και όχι τα χιλιάδες μικρά και μεγάλα ελληνικά νησιά του αιγαιακού αρχιπελάγους. Αυτά, και ειδικά όσα βρίσκονται στο ανατολικό και νοτιοανατολικό Αιγαίο, αποτελούν, κατά την άποψή της, “ειδική περίπτωση” και “ξεστρατισμένα τμήματα ξηράς που βρίσκονται σε λάθος γεωγραφική θέση”, και όχι φυσικός χώρος ιστορικής ανάπτυξης του ελληνισμού εδώ και σχεδόν 3.500 χρόνια. Ας προσπαθήσουμε ωστόσο να αναλύσουμε ως ένα βαθμό αυτή την “ηπειρωτική” αντίληψη της ερντογανικής Τουρκίας που, πέρα από νεο-οθωμανικές και εθνικιστικές ιδεοληψίες, εμφορείται κι από μια γεωφιλοσοφία που αντιλαμβάνεται διαχρονικά την ξηρά ως επίκεντρο και τη θάλασσα ως περιφέρεια και χώρο επέκτασης.

Μια γεωπολιτισμική προώθηση της Ασίας προς την Ευρώπη

Ο γεωγραφικός χώρος που καταλαμβάνει η σημερινή Τουρκία υπήρξε ανέκαθεν μια φυσική γέφυρα που συνέδεε την Ανατολή με τη Δύση. Γεωπολιτικά η Τουρκία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η προέκταση της Ασίας στην Ευρώπη. Γεωφιλοσοφικά, ως μια συμπαγής διείσδυση του ανατολικού κόσμου, που αντιπροσωπεύει την ηπειρωτικότητα, στη Δύση, όπου κυριαρχεί ο «θαλάσσιος πολιτισμός».

Ads

Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χερσονήσους της Μεσογείου (Βαλκανική, Ιβηρική και Ιταλική) η χερσόνησος της Μικρά Ασίας, που καταλαμβάνει το 95% της έκτασης της σημερινής Τουρκίας, είναι ένας χώρος με ενιαία ηπειρωτική γεωπολιτική ταυτότητα και με μια, σχετικά συμπαγή, εσωτερική συνοχή. Ο χώρος αυτός υπήρξε ιστορικά μια φυσική γέφυρα για το πέρασμα προς την Ασία προς την Ευρώπη.

Η Μικρά Ασία δεν ήταν όμως μόνον πέρασμα, αλλά κι ένα φυσικό αδιέξοδο για πολλούς εισβολείς που στοιβάζονταν σ’ αυτήν ερχόμενοι από την Ανατολή. Οι Πέρσες ήταν μια μικρή επώδυνη παρένθεση, που δεν άφησε και πολλά κατάλοιπα. Οι Άραβες ήταν μια μεγάλη απειλή αλλά η οργανωμένη αντίσταση των Βυζαντινών και το σκληρό περιβάλλον του οροπεδίου της Μικρά Ασίας αποθάρρυναν την εγκατάστασή τους, παρόλο που πίεζαν ασφυκτικά τις αμυντικές γραμμές της Ανατολικορωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας για δύο σχεδόν αιώνες (8ος-9ος αι. μ.Χ.) Δε συνέβη όμως το ίδιο και στην περίπτωση των Τούρκων.

Χωρίς να προσχεδιάζουν την κατάκτηση της Μικρά Ασίας οι ορμώμενοι από το Ιράν Σελτζούκοι Τούρκοι βρέθηκαν μπροστά σε μια ανέλπιστη συγκυρία: μια ολόκληρη χερσόνησος, που το οροπέδιό της είχε κλίμα και χλωρίδα παρόμοια με εκείνη της κεντρικής Ασίας, ήταν ουσιαστικά ανυπεράσπιστη. Η άμυνα της Μικρά Ασίας ήταν για τους Βυζαντινούς μια δύσκολη κι εύθραυστη υπόθεση, καθώς βασιζόταν στον έλεγχο ορισμένων στρατηγικών σημείων, κυρίως συνοριακών, οχυρωμένων πόλεων. Οι υπερκινητικοί Τούρκοι είτε κατέλαβαν αυτά τα σημεία-κλειδιά είτε, το συχνότερο, απλά τα παρέκαμψαν. Επιπλέον, οι εμφύλιοι πόλεμοι των Βυζαντινών είχαν δημιουργήσει ένα πρόσφορο έδαφος για τη διείσδυση των Τούρκων, οι οποίοι δέκα χρόνια μετά τη μάχη στο Ματζικέρτ (1071 μ.Χ.) αντίκριζαν έκθαμβοι τα νερά της Ak Deniz, της «Λευκής Θάλασσας», όπως ονόμαζαν τη Μεσόγειο, σε αντιδιαστολή με τη Μαύρη Θάλασσα (Kara Deniz).

Ακόμη και μετά την αντεπίθεση των Ανατολικορωμαίων (Βυζαντινών) με τη συνδρομή των σταυροφορικών δυνάμεων (12ος μ.Χ. αιώνας) το οροπέδιο εγκαταλείφθηκε στους Τούρκους, καθώς αυτό που ενδιέφερε πρωταρχικά τους Βυζαντινούς ήταν να κρατήσουν την πυκνοκατοικημένη παραλιακή ζώνη, όπου το εμπόριο και τα πλούτη των λιμανιών ενίσχυαν τη δύναμή τους. Συμπερασματικά η Μικρά Ασία χάθηκε από αμέλεια. Κυριολεκτικά παραδόθηκε σ’ ένα λαό που βρισκόταν σε διαρκή κίνηση, αναζητώντας το δικό του ζωτικό χώρο…

Μια ηπειρωτική γεωφιλοσοφία

Οι Τουρκομάνοι νομάδες, αφού περιφέρονταν επί αιώνες στις στέπες της κεντρικής Ασίας μαζεύοντας γύρω από τα πόδια τους σύννεφα σκόνης, εισέβαλαν στη Μικρά Ασία με τη μορφή των Ορντού (ορδή = στρατός), κουβαλώντας μαζί τους μια νομαδική νοοτροπία κι έναν ηπειρωτικό παγανισμό, σύμφωνα με τον οποίο το (ιερό) κέντρο του κόσμου ήταν το “Κοσμικό Βουνό” (Ιμαλάια;). Με τέτοιο υπόβαθρο, σε σχέση με το οποίο η θάλασσα αντιπροσώπευε το άγνωστο χάος, δεν είναι παράξενο που οι Τούρκοι υπήρξαν για αιώνες θαλασσοφοβικοί. Εξάλλου, οι νομαδικές καταβολές της ελίτ των Τουρκομάνων πολεμιστών, που, αφού οι ίδιοι εξισλαμίστηκαν προηγουμένως από τους πολιτιστικά ανώτερους Πέρσες, στη συνέχεια εξισλάμισαν και εκτούρκισαν βιαίως τη Μικρά Ασία, δεν επέτρεψαν την εύκολη ενσωμάτωσή τους στην κουλτούρα των ναυτικών λαών της περιοχής.

Αμέσως μετά την αρχική εγκατάστασή τους στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι άρχισαν να λυμαίνονται με ληστρικές επιδρομές την ενδοχώρα, προωθώντας την ερήμωσή της με την καταστροφή της αγροτικής οικονομίας. Όντας νομάδες αυτή η ερήμωση τους εξυπηρετούσε, καθώς η ύπαιθρος, απαλλαγμένη από αγροκτήματα, αποτελούσε πλέον μια ζώνη νομαδισμού, που δε διέφερε και πολύ απ’ εκείνη του Ιράν και της κεντρικής Ασίας, όπου τα ζώα μπορούσαν να βόσκουν ελεύθερα. Γι’ αυτούς η γη δεν είχε ιδιοκτήτη και είχε αξία μόνον όταν μπορούσε να θρέψει τα κοπάδια τους. Έτσι στη Μικρά Ασία η στέπα άρχισε να κερδίζει ραγδαία έδαφος έναντι της καλλιεργήσιμης γης…

Η οθωμανική σύνθεση

Εκτός από την επέκταση της στέπας μέσω της ερήμωσης των αγροτικών περιοχών, οι Τούρκοι επιχείρησαν να μεταμορφώσουν πλήρως τη Μικρά Ασία με την καταστροφή των «αθάνατων» πόλεών της. Χωρίς τις πόλεις οι Ανατολικορωμαίοι (Βυζαντινοί) όχι μόνο θα έχαναν ισχυρά ερείσματα στην περιοχή, αλλά και δε θα μπορούσαν πλέον να διαχέουν τον πολιτισμό τους, εφόσον οι πόλεις επιβάλλουν ιστορικά τα πρότυπά τους στην ύπαιθρο. Χωρίς τις πόλεις η αφομοίωση των αυτοχθόνων πληθυσμών θα ήταν πιο εύκολη υπόθεση.

Όμως, αν και κατέστρεψαν δεκάδες πόλεις, η αφομοίωση των αυτοχθόνων ήταν αργή και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Σύμφωνα με το Γάλλο ιστορικό Κλοντ Καχέν το 12ο μ.Χ. αιώνα δεν υπήρχαν πάνω από 200.000-300.000 Τουρκομάνοι σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Έναν αιώνα αργότερα ο τουρκικής καταγωγής πληθυσμός δεν ξεπερνούσε το 10% του συνολικού πληθυσμού της χερσονήσου. Και στις αρχές του 20ού αιώνα, έπειτα από εκτουρκιστική πολιτική οκτώ αιώνων, σχεδόν το 70% του πληθυσμού της Μικρά Ασίας αποτελούνταν από μη τουρκικής καταγωγής πληθυσμούς (χριστιανούς ή μουσουλμάνους). Ακόμη και σήμερα, αφού πλέον η περιοχή εκκενώθηκε βιαίως από Έλληνες, Αρμένιους και άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς, υπολογίζεται ότι μόλις το 20% του πληθυσμού της Μικρά Ασίας θα μπορούσε να διεκδικήσει κεντροασιατική προέλευση. Με δυο λόγια οι νομάδες Τουρκομάνοι όχι μόνο δεν κατόρθωσαν ν’ αφομοιώσουν τους ντόπιους πληθυσμούς, αλλά οι ίδιοι αφομοιώθηκαν από το πλούσιο πολιτιστικό και εθνολογικό υπόβαθρο των λαών της Μικρά Ασίας, δημιουργώντας μια νέα οθωμανική σύνθεση.

Δεν μπορέσαμε να ενστερνιστούμε τη ναυτιλία”

«Εμείς ήρθαμε στα εδάφη αυτά το 1071 μ.Χ. και δεν μπορέσαμε να ενσωματωθούμε με τους γηγενείς πληθυσμούς. Για παράδειγμα δεν μπορέσαμε να ενστερνιστούμε τη ναυτιλία. Είναι τέχνη να χειρίζεσαι τη θάλασσα. Χρειάζεται μεγάλη τεχνική. Ακόμη και η αλιεία δεν είναι κάτι που μπορείς να υποτιμήσεις…» είχε γράψει χαρακτηριστικά ο Τούρκος συγγραφέας και δημοσιογράφος Τσετίν Αλτάν, συνοψίζοντας τη χοντροκομμένη «ηπειρωτικότητα» των σημερινών Τούρκων. Για τον ίδιο η Τουρκία είναι ακόμη και σήμερα μια «μετακινούμενη κοινωνία», μια σύγχρονη νομάδα, που μετακινείται, δηλαδή δεν εγκαθίσταται, δεν ιδρύει χωριά και πόλεις: «Εμείς ποτέ δεν ιδρύσαμε πόλεις. Πάντα κατακτούσαμε ιδρυμένες πόλεις. Η οικοδόμηση πόλεων απαιτεί καλή χρήση του χρόνου και του τόπου. Εμποδίζει τη σπατάλη της ενέργειας και συμβάλλει στη χρησιμοποίησή της…» Σύμφωνα με τον Τσετίν Αλτάν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της χώρας του είναι ότι «οι Τούρκοι, μεταναστεύοντας συνεχώς δεν μπορούν να στραφούν στην παραγωγή». Ο ίδιος παρατηρεί, τέλος, μια δυσαρμονία ανάμεσα στη Φύση και στη ζωή των Τούρκων και ιδιαίτερα την έλλειψη αρμονικής σχέσης με το θαλάσσιο στοιχείο. Θα έλεγε κανείς ότι βαθιά μέσα τους οι Τούρκοι συνεχίζουν να αισθάνονται παρείσακτοι στον τόπο που ζουν.

Και πράγματι είναι αξιοπερίεργο ότι, παρά την εκτεταμένη της πρόσβαση στις ανοικτές θάλασσες, η Τουρκία -με εξαίρεση, ως ένα βαθμό, το πολεμικό της ναυτικό- δε μεταβλήθηκε σε ναυτική δύναμη, ούτε και οι Τούρκοι έγιναν «ναυτικός λαός». Παρά το γεγονός ότι σχεδόν 50 εκατομμύρια (από τα 84) σημερινοί κάτοικοι της Τουρκίας «βρέχουν τα πόδια τους» στις τρεις θάλασσες που περιβάλλουν την χώρα τους, αυτό δεν είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ισχυρού εμπορικού ναυτικού, ούτε καν ενός πραγματικά αξιόλογου αλιευτικού στόλου. Οι Τούρκοι φαίνεται ότι όχι μόνο δεν αγαπούν, αλλά αντίθετα “φοβούνται” τη θάλασσα.

Αυτό, βέβαια, δεν οφείλεται σε κάποιο «ηπειρωτικό γονίδιο», που κουβάλησαν από τις στέπες της κεντρικής Ασίας, εφόσον αποτελεί κοινό μυστικό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των σημερινών Τούρκων είναι απόγονοι των εξισλαμισμένων και εκτουρκισμένων κατοίκων της Μικράς Ασίας, των Βαλκανίων και του Καυκάσου. Η θάλασσα και γενικώς το «ναυτικό μοντέλο» δεν ταιριάζει στη νοοτροπία και στις πολιτιστικές τους καταβολές, που είναι κυρίως νομαδικές και θαλασσοφοβικές.

«Ο θεός έδωσε τη στεριά στους μουσουλμάνους και τη θάλασσα στους άπιστους» (τουρκική παροιμία)

Η ηπειρωτική αντίληψη των Τούρκων, που πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν έχουν πολλούς «θαλασσινούς ήρωες» (ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα ήταν ελληνοαλβανικής καταγωγής εξωμότης από τη Λέσβο, ενώ ο Όρουτς Ρέις είχε μητέρα την ελληνορθόδοξη Κατερίνα από τη Λέσβο), βλέπει μηχανιστικά τη θάλασσα, καθώς την αντιλαμβάνεται ως χώρο επέκτασης της γεωπολιτικής ισχύος και, παλιότερα, ενοποίησης του κόσμου μέσω του Ισλάμ.

Οι Τούρκοι πάντοτε ήθελαν να μετατρέψουν τη θάλασσα σε «μονοπάτι», που θα τους οδηγούσε σε νέους κατακτητικούς στόχους.

Γι’ αυτούς, η θάλασσα ήταν πάντοτε κάτι ξένο: η «θάλασσά» τους ήταν η στέπα, οι οάσεις τα «λιμάνια» τους, τα καραβάνια οι «νηοπομπές» τους και οι ορδές, οι «αρμάδες» τους. Η πραγματική θάλασσα ήταν γι’ αυτούς περισσότερο ένα αξεπέραστο εμπόδιο και λιγότερο ένας χώρος επέκτασης, ανοίγματος κι επαφής με τον κόσμο. Έτσι, για τους Τούρκους η θάλασσα θεωρούνταν Νο Man’ s Land, ένα φυσικό άβατο, τα μυστικά του οποίου γνώριζαν μόνον οι άπιστοι: «Ο Θεός έδωσε τη στεριά στους Μουσουλμάνους και τη θάλασσα στους άπιστους» (τουρκική παροιμία).

Έχοντας αυτό το ηπειρωτικό πολιτιστικό υπόβαθρο η σημερινή γεωπολιτική της Τουρκίας έχει την τάση ν’ αποσυνδέει τη θάλασσα και τη ναυτική ισχύ, από το ευρύτερο γεωφιλοσοφικό της πλαίσιο και να την αντιμετωπίζει μηχανιστικά. Αυτό φαίνεται κι απ’ τον τρόπο με τον οποίο η γεωπολιτική της Τουρκίας, ενδεδυμένη πλέον υπό το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, αντιλαμβάνεται την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο: το θεωρεί «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) προβολής κι επέκτασης της ισχύος της. Σύμφωνα μ’ αυτήν τη γεωπολιτική θεώρηση η δυτική Ανατολία και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι αδιάσπαστα.

Η αντίληψη των νησιών του Αιγαίου ως “γεωγραφική ανωμαλία”

Οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τη σημερινή κατάσταση, δηλαδή το γεγονός ότι το νησιωτικό σύμπλεγμα του ανατολικού Αιγαίου ενώ βρίσκεται τόσο κοντά στην Τουρκία ανήκει στην Ελλάδα, ως «γεωγραφική ανωμαλία», σαν ένα είδος «αδικίας», απόρροια της έλλειψης τουρκικού στόλου το 1922 στη διάρκεια του «εθνικοαπελευθερωτικού» τους αγώνα, και ως τέτοια πρέπει να «διορθωθεί». Όπως και να ’χει η σημερινή Τουρκία αισθάνεται ανασφαλής με τόσα ελληνικά νησιά στο προαύλιό της, όχι μόνον επειδή τα νησιά αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις εναντίον της, αλλά κι επειδή δεν αφήνουν την ενδοχώρα ν’ «αναπνεύσει».

Οι Τούρκοι θεωρούν τα ανατολικά νησιά του αρχιπελάγους «γεωλογική προέκταση» της Ανατολίας, διάσπαρτα χερσαία κομμάτια της, καθώς επίσης «οχυρά» και «πύργους», που την προστατεύουν από θαλάσσιους εισβολείς.

Θεωρούν ότι ο κύριος όγκος των τουρκικών εδαφών της Ανατολίας εκτείνεται και στον υποθαλάσσιο χώρο φτάνοντας ως το δυτικό Αιγαίο. Γι’ αυτούς η Μικρά Ασία έχει ενιαία γεωπολιτική ταυτότητα, που εισχωρεί εντελώς «φυσικά» στο άναρχο αρχιπέλαγος σαν να σκοπεύει να το τιθασεύσει. Γενικώς η θεώρηση της τουρκικής ηγεσίας έχει το χαρακτηριστικό μιας ανατολικής ηπειρωτικής δύναμης, που εμφορείται από ανορθολογικές ιδέες και απολυτότητα.

Αποσυνδέοντας τη θαλάσσια ισχύ από το Δυτικό γεωπολιτισμικό σύστημα

Αρχικά η Τουρκία κινούταν στα πλαίσια μιας επεκτατικής αντίληψης, που έβλεπε τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ως φυσική προέκταση της ηπειρωτικής ενδοχώρας, ως ένα ημιβυθισμένο τμήμα της Ανατολίας, που βρισκόταν πάντα σε στενή εξάρτηση με τη χερσαία μάζα της. Πιστή ακόμη στο χερσαίο γεωπολιτικό προσανατολισμό η Τουρκία αδυνατούσε ν’ αντιληφθεί τη ναυτική ισχύ και γενικότερα τη «θαλάσσια ισχύ» ως βασικό παράγοντα διασύνδεσης με το ευρύτερο Δυτικό γεωπολιτισμικό σύστημα.

Από την άλλη θεωρεί ότι η Ελλάδα, ως ναυτική δύναμη, εμφορείται από άκρατες “ιμπεριαλιστικές” διαθέσεις και διεκδικεί μονοπωλιακή διαχείριση του θαλάσσιου χώρου. Για την ηπειρωτική Τουρκία, επειδή οι Έλληνες μπορούν και ατενίζουν από την Πελοπόννησο τρεις θάλασσες (Αιγαίο, Ιόνιο και Μεσόγειο) θεωρούν ότι “δεν υπάρχουν σύνορα στη θάλασσα” και συνεπώς όρια στην επέκτασή τους -κάτι που συνεχίζουν πως ισχύει στην εποχή μας μέσω της ανακήρυξης των ΑΟΖ.

Είναι σαφές ότι η γεωπολιτική θεώρηση της Τουρκίας, που κάνει λόγο για στρατηγική περικύκλωσης και για «στραγγαλισμό» εκ μέρους της Ελλάδας και άλλων ναυτικών δυνάμεων, αντιλαμβάνεται τη Μεσόγειο και το Αιγαίο ως βατήρα επέκτασης του «απόλυτου στοιχείου» της Ανατολής και όχι ως χώρο με ιδιαίτερη γεωφιλοσοφική ταυτότητα, η οποία βασίζεται στην επίδραση του θαλάσσιου στοιχείου πάνω στο ανθρώπινο πολιτισμικό οικοδόμημα.

Η ερντογανική Τουρκία δυσκολεύεται να αντιληφθεί τη θάλασσα, πέρα από χώρο επέκτασης κι εκμετάλλευσης των φυσικών κι ενεργειακών πόρων και γενικώς “ζωτικό χώρο” που μετριέται με τετραγωνικά χιλιόμετρα. Δεν τη θεωρεί ως το υπόβαθρο μιας ευρύτερης πολιτισμικής εξέλιξης, που ωθεί προς τη φιλελεύθερη ανθρωποκεντρική δημοκρατία, τη δυτική εκκοσμίκευση και τον ορθολογισμό. Αυτή η ηπειρωτική κοσμοαντίληψη συνεχίζει να εμποδίζει την Τουρκία ώστε να αποκτήσει μια θαλασσοκεντρική γεωφιλοσοφία.

*Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.