Πραγματικό περιστατικό. Βγαίνω τις προάλλες να πάρω λουλούδια για το σπίτι. Με πιάνει βροχή. Είμαι με την ανθοδέσμη στο χέρι και τα γυαλιά θαμπωμένα λόγω μάσκας, όταν αρχίζει να χτυπάει επίμονα το τηλέφωνο. Ο κανόνας στη συμμορία μου είναι να μην αγνοούμε ποτέ επανειλημμένες κλήσεις, γιατί μπορεί κάτι να έχει συμβεί. Βρίσκω λοιπόν καταφύγιο στο πίσω μέρος ενός περιπτέρου, που το σκεπάζει η τέντα του. Αφήνω τα λουλούδια και επιχειρώ να ανοίξω τον σάκο για να βγάλω το κινητό. Μόλις αγγίζω την οθόνη για να επιστέψω την κλήση, εμφανίζεται το κεφάλι ενός κοριτσιού 15-16 χρονών από την πίσω πόρτα του περιπτέρου και μου λέει με τρόπο ιταμό: «Φύγετε αμέσως από δω. Είναι ιδιωτικός χώρος!». Της δείχνω τη βροχή με μια κίνηση της κεφαλής, αλλά τίποτα. Εν τω μεταξύ, στην άλλη άκρη της γραμμής μου μιλάνε, αλλά μέσα στη φασαρία δεν ακούω τι λένε. Αποφασίζω να αγνοήσω τη «διαταγή» και συνεχίζω.

Ads

Τελειώνω το τηλεφώνημα και χτυπάω την πόρτα του περιπτέρου. Ανοίγει, και λέω στη δεσποινίδα με κάπως παλαιο-πειραιώτικο τρόπο: «Δεν μου λές, ο μπαμπάς σου σου έμαθε να μιλάς τόσο ευγενικά; Μ’ αυτό τον τρόπο παιδί μου δεν θα ευτυχήσεις στη ζωή σου». Στο ίδιος ύφος μου επαναλαμβάνει: «Αυτός ο χώρος είναι ιδιωτικός!». «Δεν είναι ιδιωτικός, ανήκει στον Δήμο», της λέω. Και προσθέτω: «Το περίπτερο το νοικιάζετε, δεν το νοικιάζετε;». «‘Όχι!», μου απαντάει έξαλλη. Της ξαναλέω απογοητευμένος «Δεν θα ευτυχήσεις παιδί μου, δεν είναι όλα στη ζωή ιδιωτικά». Βροντάει την πόρτα στα μούτρα μου, και τέλος επεισοδίου.

Περπατάω μεσ’ τη βροχή. Ο βρεμένος τη βροχή δεν την φοβάται. Μήπως τρόμαξε το παιδί; Αλλά τί να φοβηθεί; Τον μουσκεμένο φουκαρά, με την ανθοδέσμη και τα θαμπωμένα γυαλιά, που είχε γίνει οχτώ για να πάρει ένα τηλέφωνο; Ότι συνέβη, συνέβη άλλωστε στην πλατεία, σε ώρα κυκλοφορίας. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, τα φώτα μας λούζανε. Εξετάζω άλλο σενάριο. Μήπως αυτά τα περί ιδιωτικού χώρου της τα είπε η μάνα της κι ο πατέρας της; Ή μήπως πρόκειται για ένα παιδί πολύ θυμωμένο, που βγάζει το άχτι του στους περαστικούς; Εν πάση περιπτώσει, όταν της μίλησα, είχα ήδη βάλει τον σάκο στην πλάτη και ήταν φανερό ότι έφευγα. Θα μπορούσε να πει ένα ειρωνικό «εντάξει, εντάξει παππού» και να ξεμπερδεύει με τον περίεργο.

Μπορεί να φαίνεται υπερβολικό, αλλά πολύ στενοχωρήθηκα. Τόσο πολύ, που αποφάσισα να μοιραστώ με άλλους τη δυσάρεστη εμπειρία μου, για να βρω κάποιο δίκιο. Εδώ δεν έχουμε την περίπτωση του θηριώδους φορτηγατζή, που πήγε προ καιρού να με δείρει γιατί τον παρακάλεσα να σβήσει τη μηχανή καθώς μετέφερε τα δέματα ένα-ένα στη αποθήκη. «Γιατί;», με ρώτησε. «Διότι μολύνετε άσκοπα», του είπα. «Ρε, άντε γαμήσου» ήταν η αποστομωτική του απάντηση.  Το κορίτσι στο περίπτερο δεν είχε την ίδια φιζίκ μ’ αυτό το κτήνος, ούτε μου είπε τίποτα χυδαίο. Απλώς, φχαριστιότανε τη λέξη.  «Ιδιωτικός», έλεγε, και  γέμιζε το στόμα της.

Ads

Α, λέω μέσα μου, θα το πιάσω το θέμα του «ιδιωτικού» απ’ τα μαλλιά και θα το ξεφτιλίσω. Να τις σκέφτηκα:

-Ιδιωτική περιουσία: Θέλημα Θεού και Κατηγορική Προσταγή.
-Ιδιωτικό αυτοκίνητο: Εργαλείο και σεξουαλικό βοήθημα.
-Ιδιωτική ζωή: Το πιο πολύτιμο αγαθό για όσους δεν έχουν άλλο.
-Ιδιωτική οδός: Ανώτερα πράματα. Οδυσσέας Ελύτης.
-Ιδιωτική κατοικία: Το όνειρο όλης της υφομοταξίας (των θηρίων).
-Ιδιωτικό σχολείο: Καλά, εντάξει.
-Ιδιωτική κλινική: Πάλι εντάξει.
-Ιδιωτική ασφάλιση: Είχε μυαλό ο στρατηγός.
-Ιδιωτικό Πανεπιστήμιο: Το μέλλον!
-Ιδιωτική παραλία: Σούνιο.
-Ιδιωτικός γυμναστής: Μμμ ….
-Ιδιωτική/ος συνοδός και private dancer: Ωραίο, αν και κάπως ξεφεύγουμε.

Να το φιλοσοφήσουμε; Έτσι μαθαίνουνε τα παιδιά στο σπίτι, στο σχολείο, στην αγορά: Ιδιωτικό είναι το ασύγκριτα καλύτερο από το δημόσιο, το ιερό και απαραβίαστο, το προστατευόμενο δια νόμου. Δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητός. Ο όρος «ιδιωτικό» έχει αποκτήσει αξιακό περιεχόμενο, ηθική σημασία, επικοινωνιακή χρησιμότητα, ερωτικό βάϊμπ. Συν ένα πολιτισμικό πρόσημο: Μόνο οι ιθαγενείς του Αμαζονίου, οι γύφτοι, οι πρόσφυγες κι οι άθλιοι των μεγαλουπόλεων δεν έχουν τίποτα «ιδιωτικό». Όσα περισσότερα «ιδιωτικά» έχεις, τόσο πιο σπουδαίος είσαι. Με ιδιωτικό αεροπλάνο δεν ταξιδεύει μόνο ο Τζον Τραβόλτα (που έχει ψώνιο με τα ιπτάμενα αντικείμενα)·. ταξιδεύει επίσης κι ο Γούντυ Άλλεν, που είναι σκηνοθέτης, σκρίπτραϊτερ, ηθοποιός, μουσικός και διανοούμενος. Για αυτό και τα έριξε στη θετή του κόρη. Ήταν μια ιδιωτική σχέση με την ιδιωτική περιουσία του. Που την προστάτευε η ιδιωτικότητά του.

Όταν ο άλλος λέει στο Πανεπιστήμιο «ο Λέκτοράς μου» ή «ο Επίκουρός μου», πώς να μην φανταστεί το παιδί ότι ιδιωτικός χώρος είναι ο χώρος που εκτείνεται απ’ τα παπούτσια του μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι; Δικό της είναι το περίπτερο, δική της η πλατεία, δικά της τα δέντρα, δικό της και το σκυλί. Και μεθαύριο δικός της ο άντρας. Όχι με την έννοια που έλεγαν οι  παλιοί «ο άντρας μου»/»η γυναίκα μου», για να δηλώσουν το αγαπημένο τους πρόσωπο ή τον σύντροφο τους, αλλά με την έννοια της χρησικτησίας. Άμα χρησιμοποιείς ένα αντικείμενο για πολλά χρόνια, είναι δική σου ιδιοκτησία. Το λέει ο νόμος.

Ο νόμος μπορεί να το λέει, αλλά η πείρα δείχνει ότι δεν μας ανήκει τίποτα, ούτε καν η ζωή μας. Έπρεπε να έρθει η οικονομική κρίση για να καταλάβουμε πόσο εξαρτάται ο ένας απ’ τον άλλον. Έπρεπε να έρθουν οι φωτιές και οι πλημμύρες για να δούμε τι αξία έχει το φυσικό περιβάλλον. Έπρεπε να έρθει η πανδημία για να συνειδητοποιήσουμε τί πάει να πει δημόσιο νοσοκομείο, δημόσιο σύστημα υγείας, δημόσια αγαθά. Αλλά, παρ’ όλα αυτά,  οι αγκιτάτορες της τηλεόρασης κι οι πληρωμένοι μας συμβουλεύουν να συνεχίσουμε «ιδιωτικά». Μέχρι να φάμε ο ένας τον άλλον.

Ο μπάρμπας μου ο Μεμάς, που είχε μια οικονομική άνεση μετά από τόσα χρόνια δικηγορίας, περηφανευόταν στα 88 του ότι δεν του ανήκε τίποτα. Πήγαινε στο γραφείο καθημερινά, πάντοτε με τα Μέσα Μαζικής Συγκοινωνίας, σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από τότε που ήταν νέος δικηγόρος και τα ‘βαζε με τους Τυπάλδους. Έγραφε τα δικά του για το ΚΚΕ και μελετούσε την Επιστήμη του, όπως έλεγε με ύφος. Τελικά, πέθανε στο φέρυ, γυρίζοντας από την Κεφαλλονιά, όπου είχε πάει για να μαζέψει μόνος του τις κοντούλες. Στην πραγματικότητα, δεν ανήκαν οι αχλαδιές στον Μεμά, αλλά εκείνος στα δέντρα και το χώμα. Κι όταν ήρθε η στιγμή, η γη και τα φύλλα τον διεκδίκησαν στο Δικαστήριο και τον κέρδισαν. Οι σύντροφοί του είχαν ήδη κατοχυρωθεί, τελεσίδικα, στις πέτρες και τα χορτάρια που φυτρώνουν στον Γράμμο, στο Βίτσι.

Καλή χρονιά, 
Κι αυτό το δώρο δικό σας!