Είναι γεγονός ότι η σχέση του ατόμου με αυτό που αποκαλούμε την εθνική του ταυτότητα δεν είναι ούτε απλή, ούτε μπορεί να αναλυθεί «μεταξύ τυρού και αχλαδίου», αφού τόσες και τόσες φιλοσοφικές ή ιστορικές θεωρήσεις, πολιτικές θέσεις και κοινωνιολογικές/ανθρωπολογικές μελέτες έχουν προσεγγίσει από διαφορετικές σκοπιές το θέμα. Αυτό που με προβληματίζει εμένα όμως, αυτό που με πονάει, αυτό που με μπερδεύει είναι ότι νιώθω κάθε μέρα που περνάει ότι κάποιοι ακροδεξιοί εθνικιστές, κάποιοι χρυσαυγίτες ναζιστές, κάποιοι παπάδες ανελέητοι –με την κυριολεκτική σημασία της λέξης- έχουν οικειοποιηθεί και σφετερισθεί την ελληνικότητα μου. Της Μαρίας Τριαντοπούλου

Ads

Σε μια εποχή όπου κυριαρχεί ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία, που γίνονται χρυσαυγίτικα συσσίτια και αιμοδοσίες για έλληνες μόνο, όπου εξάρονται από τους ακροδεξιούς τα χαρίσματα της φυλής και των αρχαίων ημών προγόνων και από βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος της ΝΔ ξεστομίζονται σχόλια που θυμίζουν το Ελλας Ελλήνων Χριστιανών της επταετίας, πως να τολμήσει ο απλός καθημερινός δημοκράτης άνθρωπος να αναφερθεί στην ελληνικότητά του και πώς να το εκφράσει έτσι που να μην ταυτιστεί με τους καταχραστές;

Δεν θέλω να ντρέπομαι όταν αναφέρομαι στην Ελλάδα των ποιητών, στην Ελλάδα του Ρίτσου ή του Ελύτη. Δεν θέλω να νιώθω ότι γίνομαι σαν αυτούς τους θρησκόληπτους λιγόνοες αν συγκινηθώ ακούγοντας το «Ω Γλυκύ μου Εαρ» την Μ. Παρασκευή ή νοσταλγήσω κάποιες γειτονιές της Αθήνας με το «γλυκό αεράκι του Επιταφίου» όπως το αποκαλούσε ο Μάνος Χατζιδάκις να πλανάται στα στενά της πόλης. Δεν μπορεί να φοβάται κάποιος, που έζησε τη ναζιστική κατοχή και την αντίσταση, να τιμήσει τους νεκρούς του ή ακόμα και να αγοράσει στο εγγόνι του μια χάρτινη ελληνική σημαιούλα για τη σχολική παρέλαση, για να μην χαρακτηρισθεί ως χρυσαυγίτης. Δεν μπορεί να μην αναφερόμαστε ποτέ στην σπουδαιότητα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού μήπως και μας μπερδέψουν με τους θεωρητικούς του φασισμού και τους τηλεπωλητές αρχαϊκής υποκουλτούρας. Και δεν μπορεί να υποπτεύομαι και εγώ αμέσως κάποιον που δηλώνει περήφανα ότι είναι έλληνας ότι είναι κατά συνέπεια και ρατσιστής και εθνικόφρων φασίστας.

Όπως δεν μπορεί και να μην κρατήσει τη σημαία στη σχολική παρέλαση το παιδί του μετανάστη που αρίστευσε, όπως δεν μπορεί και να μην θεωρούμε Ελληνες όλα τα παιδιά που οι γονείς τους έκαναν την Ελλάδα σπίτι τους και τα μεγάλωσαν εδώ. Η Ελλάδα η δική μου είναι και δική τους και με τιμά το ότι τα παιδιά αυτά νιώθουν Ελληνες και αγαπάνε την Ελλάδα, δεν με προσβάλλει. Με προσβάλλει το να καπηλεύονται άλλοι τη δική μου ρωμιοσύνη, το να μου υπαγορεύουν άλλοι ποιοι είναι οι έλληνες και ποιοι όχι. Με προσβάλλει δε ακόμα χειρότερα το ότι αυτοί οι εθνικά αλλαζόνες παραποιούν την ιστορία άλλοτε εσκεμμένα και άλλοτε γιατί είναι οι ίδιοι ανιστόρητοι και αδαείς. Κατά συνέπεια οι μεγαλειώδεις στρατιωτικές παράτες και η έξαρση της πατριδοκαπηλείας δεν έχουν καμμία σχέση ούτε με την εθνική υπερηφάνεια ούτε με την αγάπη για την πατρίδα.

Ads

Θέλω να μπορώ χωρίς ντροπή και ενοχές να αγαπάω τη χώρα μου, να ανατριχιάζει η ραχοκοκκαλιά μου όταν διαβάζω τους λογοτέχνες και τους ποιητές μας ή όταν κάτι αγγίζει μοναδικά την ψυχή μου να μπορώ να το θαυμάζω χωρίς δεύτερες σκέψεις πολιτικής ορθότητας.

Της πατριδας μου παλι ομοιωθηκα
Μες στις πετρες ανθισα και μεγαλωσα
Των φονιαδων το αιμα με φως
ξεπληρωνω
Μακρινη Μητερα Ροδο μου Αμαραντο
(Οδυσσέας Ελύτης)

Αλλά και να στηρίζω και να αγωνίζομαι για τη δημοκρατία, για τη δύναμη και τη δημιουργική προσφορά της πολυπολιτισμικότητας, για το δικαίωμα της δεύτερης γενιάς των μεταναστών να πάρουν την ελληνικη υπηκοότητα, για το δικαίωμα όλων να έχουνε χώρο να πάνε να προσευχηθούν και πρόσβαση στους κοινωνικούς φορείς – όταν κάποτε αυτοί λειτουργήσουν σωστά. Θέλω πάνω από όλα να μην επιτρέψω σε κανέναν εθνικόφρωνα, ρατσιστή,  μισαλλόδοξο ή φασίστα να οικειοπηθεί στο όνομα μου την ελληνικότητα μου και την αγάπη μου για τούτον δω τον τόπο, όσο κι αν κάποιοι έχουν βαλθεί να τον καταστρέψουν.

Κάθε ποὺ βραδιάζει μὲ τὸ θυμάρι τσουρουφλισμένο στὸν κόρφο τῆς πέτρας 
εἶναι μία σταγόνα νερὸ ποὺ σκάβει ἀπὸ παλιὰ τὴ σιωπὴ ὡς τὸ μεδούλι 
εἶναι μία καμπάνα κρεμασμένη στὸ γέρο-πλάτανο ποὺ φωνάζει τὰ χρόνια.
Σπίθες λαγοκοιμοῦνται στὴ χόβολη τῆς ἐρημιᾶς 
κ᾿ οἱ στέγες συλλογιοῦνται τὸ μαλαματένιο χνούδι στὸ πάνω χείλι τοῦ Ἁλωνάρη 
– κίτρινο χνούδι σὰν τὴ φούντα τοῦ καλαμποκιοῦ καπνισμένο ἀπ᾿ τὸν καημὸ τῆς δύσης.  (Γιάννης Ρίτσος)