Η απουσία ενός πολιτικού πλαισίου προώθησης της τηλεοπτικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας αποτελεί μια ακόμη απόδειξη ότι κάτι κάνουμε λάθος σε αυτήν τη χώρα. Και αυτό το λάθος, η παρούσα κυβέρνηση όφειλε να το είχε ήδη διορθώσει, παρά τις δύσκολες δημοσιονομικές συνθήκες και τον απροκάλυπτα κυνικό πόλεμο που δέχεται από διάφορα κέντρα και παρακέντρα εξουσίας, εντός και εκτός Ελλάδας. 

Ads

Το γεγονός ότι έχουν γίνει σοβαρά βήματα για τη στήριξη του κλάδου (π.χ. επαναλειτουργία ΕΡΤ) δεν αρκεί. Το γεγονός επίσης ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν το έκαναν ποτέ δεν πρέπει να αποτελέσει άλλοθι για εφησυχασμό.

Η κατανόηση του κατεπείγοντος χαρακτήρα της ανάγκης παρέμβασης στο θέμα, ωστόσο, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση – γιατί απαιτεί συγκρίσεις, δεδομένα, παραδείγματα και εμπειρίες τα οποία προβληματίζουν μεν, αλλά δεν αμφισβητούνται. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεκάδες χώρες άρχισαν να εφαρμόζουν πολιτικές προσέλκυσης διεθνών παραγωγών στον χώρο της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, του animation και των videogames. Σε γενικές γραμμές, οι πολιτικές αυτές περιλάμβαναν την παροχή φορολογικών κινήτρων και απαλλαγών, την καταβολή χρηματικών ενισχύσεων με τη μορφή επιστροφών, την απλούστευση γραφειοκρατικών διαδικασιών και άλλων διευκολύνσεων για την ολοκλήρωση των γυρισμάτων. Τόσο η ΝΔ, όμως, όσο και το ΠΑΣΟΚ είχαν άλλες προτεραιότητες στον οπτικοακουστικό κλάδο (που συνδέονταν αποκλειστικά με την τηλεόραση) και απέτυχαν να εξυπηρετήσουν τους στόχους της ανάπτυξης, της υγιούς επιχειρηματικότητας και της εξασφάλισης θέσεων εργασίας με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της απρονοησίας και αμέλειας;

Ads

Η Ελλάδα σήμερα δεν βρίσκεται στον παγκόσμιο χάρτη των λεγόμενων «film friendly» χωρών, παρά τον υπέροχο ήλιο και το όμορφο και πλούσιο σε εναλλαγές τοπίο (όποιος έχει ζήσει στη Βρετανία αντιλαμβάνεται πολύ καλά τι εννοώ!). Η Ελλάδα δεν έχει θεσμικό πλαίσιο που να παρέχει φορολογικά και άλλα κίνητρα στους επενδυτές, ενώ αντίθετα διακρίνεται από ένα δαιδαλώδες πλαίσιο αδειοδότησης για τους παραγωγούς, καθώς είναι στην ευχέρεια πολλών φορέων και μεμονωμένων διοικητικών παραγόντων να κρίνουν, πάντοτε με τους δικούς τους χρόνους και διαθέσεις, αν μια κινηματογράφηση είναι εφικτή ή όχι (η σχετική νομοθεσία, δηλαδή ο ν. 3842 που αποκλείει ξένους παραγωγούς, αλλά και ο ν. 3905/2010, ουσιαστικά ουδέποτε απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα).

Η Ελλάδα δεν διαθέτει περιφερειακές υποδομές υποστήριξης και προώθησης της οπτικοακουστικής παραγωγής, όταν σε ολόκληρο τον κόσμο λειτουργούν χιλιάδες film commissions και film offices. Η Ελλάδα δεν διαθέτει επίσημα εκπαιδευτικά προγράμματα τηλεοπτικών σπουδών, ούτε σπουδών για video games.

Οι επενδυτές συνήθως προσπερνούν και απορρίπτουν την Ελλάδα στην προσπάθειά τους να βρουν τους ιδανικούς τόπους γυρισμάτων και ολοκλήρωσης της παραγωγής του έργου τους. Αυτό κοστίζει σε όρους απασχόλησης και φυγής επιστημόνων στο εξωτερικό, καθώς και σε όρους περιφερειακής και οικονομικής ανάπτυξης, ενώ χάνονται σημαντικές ευκαιρίες για την περαιτέρω ανάπτυξη του τουρισμού και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας.

Σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, άλλες χώρες δεν φοβούνται να συνδέσουν την κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή με την έννοια της επιχειρηματικότητας, της ανάπτυξης, αλλά και της αύξησης της γεωστρατηγικής τους ισχύος. Με σχέδιο, συντονισμό και συνέργεια δυνάμεων πολλές εθνικές αντιπροσωπείες συμμετέχουν στα μεγαλύτερα διεθνή φεστιβάλ, όπως αυτά των Καννών, έχοντας να προσφέρουν μια δέσμη κινήτρων και παροχών και ένα φιλικό περιβάλλον στους επενδυτές και στους δημιουργούς.

Τα Κανάρια Νησιά, η Μάλτα, η Κροατία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών και περιοχών που προσέλκυσαν επενδύσεις και projects δεκάδων εκατομμυρίων, τα οποία θα μπορούσαν να έρθουν στην Ελλάδα αν η χώρα δεν ενδιαφερόταν να πουλήσει παρά μόνο ήλιο, θάλασσα και όμορφες καλοκαιρινές διακοπές.

Η Μάλτα αποτελεί σήμερα βασικό τόπο εγκατάστασης πολύ γνωστών και μεγάλων εταιρειών παιχνιδιού (Codemasters, 4A, Exient) και μεγάλων κινηματογραφικών παραγωγών, ενώ είναι παγκόσμιος ηγέτης στη βιομηχανία του e-gaming. Στην Κροατία γίνονται τα γυρίσματα του Game of Thrones (10 εκ. δολάρια ανά επεισόδιο), που ήταν να γυριστεί στην Ικαρία. Στην Τενερίφη γυρίστηκε το Jason Bourne (120 εκ. δολάρια) γιατί η αρχική σκέψη να γυριστεί η ταινία στην Αθήνα ναυάγησε λόγω των εδώ διοικητικών καθυστερήσεων που ενόχλησαν τους παραγωγούς. Με τον ίδιο τρόπο στην Ουγγαρία γυρίστηκε ο Ηρακλής (110 εκ. δολάρια), ενώ η Τροία (200 εκ. δολάρια) στο Τσανάκαλε της Τουρκίας.

Η Τουρκία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγό χώρα τηλεοπτικών σειρών στον κόσμο. Η απήχηση των εξαγόμενων τηλεοπτικών σειρών έχει επηρεάσει θετικά πέρα από τον τουρισμό και άλλους τομείς της χώρας, όπως την κλωστοϋφαντουργία, την κοσμηματοποιία, αλλά και την επιπλοποιία – οι σειρές δημιούργησαν μεγάλη ζήτηση για έπιπλα, γραφεία και κουστούμια των ηρώων και ηρωίδων των σειρών, κυρίως στη Μέση Ανατολή. Οι τουρκικές τηλεοπτικές σειρές, οι οποίες έχουν αρκετά εξωτερικά γυρίσματα (κυρίως στην Κωνσταντινούπολη) έχουν πλέον διεισδύσει στην Κεντρική Ασία και τη Λατινική Αμερική. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι 30 λεπτά από το αεροδρόμιο Ατατούρκ στην Κωνσταντινούπολη κατασκευάζεται ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά πλατό παγκοσμίως.

Στην Ελλάδα είναι καιρός, εν έτει 2017, να αντιληφθούμε ότι το οπτικοακουστικό έργο δεν είναι μια περιορισμένου βεληνεκούς βιομηχανία, όπως «κάποιους» τους βολεύει και θέλουν να μας το παρουσιάζουν, αλλά επεκτείνεται σε πολλούς παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, για τους οποίους έως σήμερα δεν υπήρχε καμία ιδιαίτερη μέριμνα και οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι η ατμομηχανή της μεταμνημονιακής Ελλάδας.

Το πρώτο βήμα θα γίνει τον επόμενο μήνα στη Βουλή με την κατάθεση νομοσχεδίου για την παροχή αναπτυξιακών κινήτρων με τη μορφή της εφάπαξ επιχορήγησης. Το δεύτερο θα είναι να αγκαλιαστεί το νομοσχέδιο από ολόκληρη την κοινωνία που οφείλει να το δει ως προέκταση του «ελληνικού προϊόντος» και ως μεγάλη ευκαιρία για το παρόν και το μέλλον.

Έθνος