Τελικά, έστω και στο παρά πέντε, υπήρξε η πολυπόθητη συμφωνία μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 πλέον κρατών, ολοκληρώνοντας έτσι την τετραετή διαδρομή της αποχώρησης, του λεγόμενου «Brexit».

Ads

Η αποχώρηση όμως αυτή δημιουργεί σημαντικές εξελίξεις, οι οποίες δεν σταματούν με την όποια συμφωνία ειδικής σχέσης ανάμεσα στα δύο μέρη. Στην πραγματικότητα, από εδώ και στο εξής θα αρχίσει να εκδηλώνεται η αληθινή σημασία των γεγονότων που τέθηκαν σε κίνηση με το δημοψήφισμα του 2016. 

Σε εκείνο το δημοψήφισμα, στο οποίο με οριακή πλειοψηφία οι πολίτες εξέφρασαν τη θέση περί αποχώρησης της χώρας τους από την ΕΕ, δεν ήταν, όπως απλουστευτικά και άρα αβάσιμα έχει παρουσιαστεί, μια συγκυριακή νίκη διάφορων «ψεκασμένων» και ανερμάτιστων λαϊκιστών, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι το αποτέλεσμά του έγινε σεβαστό από τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν και ουσιαστικά επιβεβαιώθηκε από τις επιλογές του εκλογικού σώματος στις διαδικασίες που μεσολάβησαν, μέχρι να γίνει πράξη η αποχώρηση.

Ήταν, συνεπώς, μια συνειδητή επιλογή «εξόδου» από έναν κορυφαίο διεθνή οργανισμό, με τον οποίον η Μεγάλη Βρετανία διαχρονικά είχε μια δύσκολη και ιδιαίτερη σχέση. 

Ads

Μια επιλογή που οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην επικράτηση της αντίληψης ότι η χώρα, συγκριτικά με τα άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη, έχανε σταδιακά περισσότερα από όσα κέρδιζε με τη συμμετοχή της στην ΕΕ. Η παγίωση της γερμανικής πρωτοκαθεδρίας στα ενωσιακά δρώμενα ενίσχυσε αυτήν την αντίληψη και έγειρε την πλάστιγγα προς τη μεριά της αποχώρησης.

Οι ιστορικές μνήμες, όσο και αν φαίνεται παρωχημένο ή ανεδαφικό, βάρυναν με κρίσιμο τρόπο προς αυτήν την κατεύθυνση: Γιατί, σκέφτηκαν ιδίως οι πρεσβύτεροι, οι Βρετανοί να συμμετέχουν και να δεσμεύονται από το κανονιστικό πλαίσιο μιας ένωσης κρατών, στην οποία τον τόνο δίνει πλέον ξεκάθαρα η Γερμανία;

Σε αυτήν τη συλλογιστική προστέθηκαν και οι ανησυχίες για τους τρέχοντες συσχετισμούς ισχύος: Γιατί να αποτελούν έναν ακόμα εταίρο σε μια κοινή πορεία μέσω της οποίας η Γερμανία διαρκώς ενισχύει τη θέση της σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ;

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δόθηκε με την υιοθέτηση της στρατηγικής επιλογής της αποχώρησης. Μένει τώρα να φανεί αν η μετέπειτα πορεία της χώρας θα δικαιώσει ή όχι τη συγκεκριμένη επιλογή.

Παράλληλα όμως, η πορεία αυτή είναι ιδιαίτερα πιθανό να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και τις εξελίξεις στο εσωτερικό της ΕΕ. Στην περίπτωση που η Βρετανία, τα επόμενα χρόνια, βρεθεί σε σαφώς πιο δυσχερή θέση σε σχέση με εκείνη που θα είχε στον διεθνή καταμερισμό ισχύος αν συνέχιζε τη διαδρομή της ως μέλος της Ένωσης, οι συνεκτικοί αρμοί της ΕΕ θα παραμείνουν ισχυροί ως προς τα λοιπά κράτη-μέλη, αφού θα υπάρχει το άμεσο παράδειγμα ενός ευρωπαϊκού κράτους, ισχυρού μάλιστα, που «βγήκε χαμένο» όταν αποφάσισε να πορευτεί εκτός του ενωσιακού πλαισίου.

Αν όμως η Βρετανία παραμείνει εν πολλοίς στην ίδια κατάσταση ή αν, ακόμα περισσότερο, βελτιώσει τη διεθνή της θέση, τότε η επίδρασή της στις ενωσιακές εξελίξεις θα είναι ακριβώς η αντίθετη.

Μπορεί βέβαια κανείς να ισχυριστεί ότι δεν θα υπάρξει καμία επίδραση ή ότι η όποια τέτοια θα είναι αμελητέα, αφού η ενωσιακή διαδρομή έχει κατοχυρώσει πλέον άρρηκτους και αμετάκλητους δεσμούς μεταξύ των κρατών-μελών της, ενώ η Μεγάλη Βρετανία ήταν πάντοτε μια εξαίρεση, ένα «ξένο σώμα» στο ενωσιακό οικοδόμημα.

Μια τέτοια οπτική βέβαια παραγνωρίζει την ενωσιακή πραγματικότητα και αγνοεί τον κρίσιμο ρόλο που συνεχίζουν να διαδραματίζουν τα διακριτά εθνικά συμφέροντα (εντελώς ενδεικτικά σημειώνεται η στάση της Γερμανίας και άλλων κρατών-μελών της στενής επιρροής της κατά την πρόσφατη περίοδο της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης, αλλά και η διαρκής προσπάθεια χωρών όπως η Ουγγαρία να προτάξουν όσα ορίζουν ως ιδιαίτερα συμφέροντά τους έναντι της ισχύος των ενωσιακών ρυθμίσεων).

Ανατρέχοντας στους βασικούς σκοπούς που ορίζει η Συνθήκη της ΕΕ, προκύπτει ότι η Ένωση επιδιώκει κυρίως να προάγει την ειρήνη, τις αξίες της και την ευημερία των λαών της, καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις, προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, ενώ παράλληλα προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών.

Σε κρίσιμες όμως περιστάσεις, αποδεικνύεται ότι οι παραπάνω θεμελιακοί στόχοι τίθενται υπό την αίρεση των διακριτών κρατικών επιδιώξεων, ιδίως των ισχυρότερων κρατών-μελών. Αυτή η πραγματικότητα λειτουργεί υπονομευτικά στη νομιμοποίηση της κοινής ενωσιακής πορείας και κλονίζει τις βάσεις στις οποίες εδράζεται. 

Συνεπώς, αν η αλληλεγγύη δεν είναι προτεραιότητα όταν οι συνθήκες δυσκολεύουν, τότε κάποια στιγμή ο κλονισμός του ενωσιακού οικοδομήματος μπορεί να αποδειχτεί ανεπανόρθωτος, ειδικά αν υπάρχει το παράδειγμα μιας Μεγάλης Βρετανίας που, έχοντας αποχωρήσει οικειοθελώς από αυτό, θα στέκεται στο διεθνές στερέωμα με επιτυχία, ή πάντως χωρίς κάποια ιδιαίτερη δυσμενή επίπτωση.

Η διαχείριση των συνεπειών της πανδημίας και ιδίως οι πολιτικές που θα χρηματοδοτηθούν και θα εφαρμοστούν στον κοινωνικό τομέα, θα δείξουν πολύ σύντομα το πραγματικό εύρος και το περιεχόμενο της ενωσιακής αλληλεγγύης, αλλά και την πραγματική έκταση της δέσμευσης της Ένωσης στους στόχους που η ίδια έχει θέσει.

Υπό αυτήν την έννoια, όσο και αν φαίνεται οξύμωρο, η προοπτική της μελλοντικής πορείας της ΕΕ, τουλάχιστον ως ένας πλήρως αποδεκτός από τους ευρωπαϊκούς λαούς οργανισμός με δυνατότητα να εξελίσσεται και να διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διεθνή πολιτική, ενδέχεται να περνά από το Λονδίνο. 

Ο Ηλίας Βασιλειάδης είναι Νομικός και Διδάκτωρ Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών