Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr
Το τελευταίο διάστημα ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής μπήκε για τα καλά στη ζωή των ελλήνων, αφού απέκτησε κεντρικό, ρόλο στην πολιτική αντιπαράθεση και το δημόσιο διάλογο. Ήταν πράγματι «λάθος» η υποεκτίμηση του; Θα γίνει επίσημα αποδεκτή η διόρθωσή του από το ΔΝΤ και την τρόικα; Πρέπει να γίνει ο πολλαπλασιαστής το όπλο της χώρας μας για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου; Πρέπει η Αριστερά να επενδύσει στο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή;
Ads
Η ιδέα του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή μας πηγαίνει πίσω στο δημιουργό της Ρίτσαρντ Καν. Όμως, όπως συμβαίνει πάντα με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ιδεών, αυτά τελικά ανήκουν σε εκείνους που έχουν υψηλή δημοσιότητα. Στην περίπτωσή μας το ιδιοκτησιακό καθεστώς πέρασε, ευτυχώς, στο όνομα του Τζον Κέινς. Ο τελευταίος χρησιμοποίησε την ιδέα του Καν για να δείξει την επίδραση της μεταβολής της δαπάνης στο εισόδημα, μέσω του μηχανισμού της δημιουργίας απασχόλησης. Στην Πολιτική Οικονομία της Γενικής Θεωρίας ο δημoσιονομικός πολλαπλασιαστής δεν έχει θεμελιακό ρόλο, είναι ωστόσο ένας από τους παρασκηνιακούς μηχανισμούς που επιτρέπουν στον Κέινς να θεμελιώσει την κριτική του στην αυτορυθμιστική δυνατότητα της ελεύθερης αγοράς και να προτείνει ως αναγκαία την κρατική παρέμβαση στη διαμόρφωση της ενεργού ζήτησης.
Λάθος γνωστό στους επικριτές της τρόικας
Τα προαναφερόμενα είναι «δεδομένη γνώση» σε όλους όσοι έχουν επιτρέψει σε αυτές τις ιδέες να διαμορφώσουν τη σκέψη τους. Αυτοί δεν εξεπλάγησαν με την παραδοχή του ΔΝΤ ότι η πραγματική τιμή του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή είναι μεγαλύτερη από εκείνην που χρησιμοποιήθηκε στην εκτίμηση των προβλέψεων των επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδας. Το γνώριζαν, αποτελούσε μέρος της κριτικής τους στην πολιτική των Μνημονίων. Για αυτό νιώθουν κάπως αμήχανα τώρα που ακούνε τους πάντες να μιλάνε για το «λάθος» του ΔΝΤ, χωρίς να υποτιμούν τη σημασία της παραδοχής του. Η αμηχανία τους γίνεται μεγαλύτερη όταν ακούνε πολλές φωνές να ισχυρίζονται ότι είναι τώρα η μεγάλη ευκαιρία για επαναδιαπραγμάτευση της πολιτικής των Μνημονίων.
Η κατανόηση του «λάθους» του ΔΝΤ και οι «δυνατότητες» που δημιουργούνται για επαναδιαπραγμάτευση προϋποθέτουν γνώση της εξέλιξης της συμβατικής μακροοικονομικής σκέψης των τελευταίων σαράντα χρόνων. Πολύ συνοπτικά, μετά την κρίση του νεοκλασικού κεϊνσιανισμού στη δεκαετία του 1960 και την άνοδο του μονεταρισμού, η συμβατική οικονομική σκέψη υιοθέτησε πλήρως τη βασική αρχή του οικονομικού φιλελευθερισμού, δηλαδή την αρχή της αυτορύθμισης των ελεύθερων αγορών. Η πολιτική ιδεολογία της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης έπρεπε, ωστόσο, να συγκαλυφθεί για να επιτελέσει αποτελεσματικά το ρόλο της στη διαμόρφωση της σκέψης οικονομολόγων και πολιτικών. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο εάν αναπτύσσονταν μακροοικονομικά μοντέλα στα οποία δεν υπήρχε ρόλος για το κράτος. Πώς, όμως, θα έβγαινε το κράτος από την οικονομική ανάλυση και κυρίως από την άσκηση οικονομικής πολιτικής; Στο κυρίαρχο τότε υπόδειγμα του νεοκλασικού κεϊνσιανισμού, η αποτελεσματικότητα της κρατικής παρέμβασης συσχεττζόταν με την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής να σταθεροποιεί τη ζήτηση και να δημιουργεί απασχόληση και νέο εισόδημα. Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής έδειχνε τη δυναμική του σταθεροποιητικού και επεκτατικού αποτελέσματος της κρατικής παρέμβασης. Στο σημείο αυτό αρχίζει η θεωρική περιπέτεια του πολλαπλασιαστή, καθώς είχε την ατυχία να ταυτολογηθεί ως ιδεολογικός εχθρός της αυτορυθμιζόμενης ελεύθερης αγοράς.
Οι απαρχές της υποβάθμισης του πολλαπλασιαστή
Στα συμβατικά μακροοικονομικά υποδείγματα που ακολούθησαν την άνοδο του μονεταρισμού η δημοσιονομική πολιτική υποβαθμίστηκε ως αναποτελεσματική. Το θεωρητικό επιχείρημα που συνόδευε την υποβάθμιση αυτή ήταν «εμπειρικά θεμελιωμένο» με τη μείωση της τιμής του πολλαπλασιαστή. Στο μακροοικονομικό μοντέλο της «νέας συναίνεσης», το οποίο κυριαρχούσε μέχρι τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-8 ως μοντέλο οικονομικής ανάλυσης και οικονομικής πολιτικής στη σκέψη της συντριπτικής πλειονότητας των οικονομολόγων κεντρικών τραπεζιτών, πολιτικών και δημοσιογράφων και διεθνών οργανισμών όπως π.χ. το ΔΝΤ, η τιμή του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή κυμαινόταν μεταξύ 0-0,5.
Ήταν λοιπόν λάθος, σκόπιμο ή μη, ο πολλαπλασιαστής που χρησιμοποίησαν οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ και που, υποθέτω με μεγάλη ευκολία, αποδέχτηκαν οι ομοϊδεάτες τους έλληνες διαπραγματευτές που διαχειρίστηκαν την κρίση χρέους της χώρας μας; Η σωστή απάντηση, κατά την άποψή μου, είναι όχι. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως λάθος, αυτό που υπήρχε και υπάρχει είναι η πολιτική επιλογή ενός πολύ συγκεκριμένου μοντέλου οικονομικής θεωρίας και οικονομικής πολιτικής που χρησιμοποιούσε ένα πολύ συγκεκριμένο διάστημα τιμών για τον πολλαπλασιαστή, ώστε να διαμορφωθεί μια πολύ συγκεκριμένη σχέση μεταξύ κράτους και αγοράς.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα για το εάν η παραδοχή του «λάθους» δημιουργεί χώρο για αλλαγές στο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας αποκτά διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, εάν ο πολλαπλασιαστής είναι πολύ μεγαλύτερος του 0,5 τότε η μεταβολή της δημοσιονομικής πολιτικής θα έχει σημαντική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, την απασχόληση, κ.λπ. Αμέσως προκύπτει ένα σοβαρό ζήτημα πολιτικής οικονομίας. Δημιουργείται ζωτικός χώρος σταθεροποιητικής και αναπτυξιακής κρατικής παρέμβασης.
Επιπλέον, αφού η δημοσιονομική πολιτική είναι αποτελεσματική, τότε η νομισματική πολιτική οφείλει να λάβει υπόψη της τη χρηματοδότηση της δημοσιονομικής πολιτικής και τις επιπτώσεις αυτής στην ενεργό ζήτηση, την απασχόληση, κ.λπ. Τέλος, εάν η δημοσιονομική πολιτική δημιουργεί εισόδημα και απασχόληση, τότε η αντιμετώπιση της ανεργίας δεν προϋποθέτει αποκλειστικά και μόνο παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας (απορύθμιση εργασιακών σχέσεων, κατάργηση κατώτατου μισθού, επιδόματος ανεργίας και εργασιακών δικαιωμάτων).
Οι προσδοκίες περί επαναδιαπραγμάτευσης
Ποιο είναι το συμπέρασμα που προκύπτει; Η παραδοχή του «λάθους» συνεπάγεται την παραδοχή του λάθους μοντέλου οικονομικής θεωρίας και οικονομικής πολιτικής και, ακόμη πιο σημαντικό, την παραδοχή της λάθους πολιτικής ιδεολογίας. Μπορούμε να περιμένουμε, λοιπόν, την επίσημη παραδοχή του «λάθους» και να δημιουργούμε προσδοκίες περί επαναδιαπραγμάτευσης του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής; Η απάντηση προϋποθέτει περισσότερη γνώση για τις εξελίξεις στη συμβατική μακροοικονομική σκέψη μετά τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2007-2009, οι οποίες πήραν δημοσιότητα μετά το κείμενο εργασίας που δημοσίευσαν οι Μπλανσάρ και Λι. Η γνώση της συζήτησης είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί τα όρια της ίσως προσδιορίζουν τα όρια των προσδοκιών που οφείλουμε να διαμορφώσουμε σχετικά με το ζήτημα του πολλαπλασιαστή και της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου.
Η απαξίωση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή δεν εξυπηρετούσε μόνο την πολιτική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Η μείωση της τιμής του κοντά στο μηδέν επιτρέπει υψηλή συσχέτιση μεταξύ δημοσιονομικής λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής. Η συζήτηση που λαμβάνει χώρα αμφισβητεί αυτήν τη συσχέτιση. Η δημοσιονομική προσαρμογή αφορά τη μείωση των ποσοστών του δημόσιου ελλείμματος και χρέους στο ΑΕΠ. Η δημοσιονομική λιτότητα είναι μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής. Η μόνη περίπτωση όπου η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να επιτευχθεί με λιτότητα είναι όταν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι πολύ μικρός. Μόνο τότε η μείωση του αριθμητή, π.χ. του δημόσιου ελλείμματος, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού του στο ΑΕΠ. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί όταν η τιμή του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή είναι υψηλή, γιατί η έκταση και το βάθος της οικονομικής ύφεσης που θα προκληθεί από τη δημοσιονομική λιτότητα είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσουν αποκλίσεις από τους επιδιωκόμενους στόχους της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την παραδοχή ότι η τιμή του πολλαπλασιαστή είναι υψηλή, ειδικά στις οικονομίες που είναι σε ύφεση.
Επιβράδυνση του ρυθμού προσαρμογής
Οι συμβατικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί συγκλίνουν στην άποψη ότι απαιτείται επιβράδυνση του ρυθμού δημοσιονομικής προσαρμογής, συνεπώς και δημοσιονομικής λιτότητας στις χώρες που έχουν δημοσιονομικές ανισορροπίες. Ωστόσο, το μείζον εξακολουθεί να είναι τα μηνύματα αξιοπιστίας και φερεγγυότητας που στέλνονται στις αγορές και που συμβάλλουν στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Η τελευταία αξιολογείται ως πολύ σημαντική για να διατηρηθεί το κόστος δανεισμού χαμηλά και να έχει η οικονομία πρόσβαση στις αγορές ομολόγων για την αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων και της ανάπτυξής της.
Επιπλέον, η πλειονότητα αυτών που υποστηρίζουν την επιβράδυνση της δημοσιονομικής λιτότητας εκτιμούν ότι όταν μια χώρα έχει απολέσει τη φερεγγυότητά της στις διεθνείς αγορές και δανείζεται με υψηλό κόστος, τότε η ορθολογική δημοσιονομική διαχείριση θα επιτευχθεί με την αύξηση του ρυθμού δημοσιονομικής λιτότητας και προσαρμογής για να μειωθεί το μακροοικονομικό ρίσκο της οικονομίας. Αυτό που προηγείται είναι οι προσδοκίες και η ψυχολογία της αγοράς ομολόγων. Σημειώνουν ότι το ρίσκο μακροοικονομικής σταθερότητας μειώνει την τιμή του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή κάτω από την τιμή που έχει όταν το εθνικό μακροοικονομικό ρίσκο είναι χαμηλό. Κυριαρχεί δηλαδή η ιδέα ότι οι αγορές διαμορφώνουν τις προσδοκίες τους βάσει της επιδιωκόμενης λιτότητας (μείωση ελλείμματος) και όχι της ύφεσης που θα προκληθεί (μείωση ΑΕΠ).
Ο νεοκλασικός κεϊνσιανισμός
Το εκπληκτικό είναι ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής καλείται ξανά να προσδιορίσει το ιδεολογικό αποτέλεσμα της υπό διαμόρφωση πολιτικής οικονομίας του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Όμως αυτήν τη φορά δεν χρησιμοποιείται για να βγάλει το κράτος από την οικονομική ανάλυση και την οικονομική πολιτική, αλλά για να το επαναφέρει. Η επαναφορά του κράτους γίνεται, όμως, με τους όρους του νεοκλασικού κεϊνσιανισμού, δηλαδή η δημοσιονομική πολιτική (ξανά)έγινε αποτελεσματική εξαιτίας της αποτυχίας της νομισματικής πολιτικής (πολύ χαμηλά επιτόκια, πιστωτική χαλάρωση) να δημιουργήσει ισχυρό σταθεροποιητικό αποτέλεσμα. Πρέπει λοιπόν να ελπίζουμε, πολύ περισσότερο να ζητάμε, επαναδιαπραγμάτευση των Μνημονίων βάσει της παραδοχής του «λάθους» του ΔΝΤ; Αν συμβεί ποια θα είναι πιθανά η κατεύθυνσή της; Πριν απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα θα ήθελα να προσθέσω ότι η περίπτωση της Ελλάδας είναι αρκετά πιο σύνθετη από εκείνην μιας χώρας που στοχεύει αποκλειστικά τη δημοσιονομική της προσαρμογή, η περίπτωση δηλαδή που απασχολεί τη συμβατική έρευνα. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο μείζονα προβλήματα, τη σχέση δημοσιονομικής λιτότητας – δημοσιονομικής προσαρμογής και τη χρηματοδότηση της εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων της. Πιο απλά, στο προαναφερόμενο πλαίσιο εξέλιξης των συμβατικών ιδεών, η τρόικα θα μπορούσε να συμφωνήσει στην επιβράδυνση της δημοσιονομικής λιτότητας μόνο εάν το μακροοικονομικό αποτέλεσμα της δεν δημιουργούσε μεγαλύτερο κενό χρηματοδότησης. Δεδομένου ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής δεν μπορεί να είναι γνωστός με ακρίβεια και, επίσης, μεταβάλλεται ανάλογα με την κυκλική εξέλιξη της οικονομίας, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εκτιμηθεί εκ των προτέρων με αξιοπιστία. Συνεπώς, το ΔΝΤ και η τρόικα θα μπορούσαν να παραδεχτούν το «λάθος» τους και να συμφωνήσουν στην επιβράδυνση της λιτότητας, μόνο εάν α) υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα που θα κρατήσουν αμετάβλητη την πρόβλεψη του πρωτογενούς πλεονάσματος, β) υπάρχει απόφαση (της Γερμανίας) για νέα χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος, γ) υπάρχει απόφαση (της Γερμανίας) για νέο κούρεμα του χρέους. Συνεπώς η παραδοχή του «λάθους» συνεπάγεται επαναδιαπραγμάτευση της Δανειακής Σύμβασης και του Μνημονίου.
Δύο πιθανά σενάρια εξελίξεων
Η τρέχουσα ιστορική συγκυρία της Ελλάδας δημιουργεί δύο πιθανά σενάρια εξελίξεων. Το πρώτο είναι η επαναδιαπραγμάτευση, εφόσον γίνει, να γίνει από την τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά ή κάποιο άλλο μόρφωμα της. Το αποτέλεσμα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα ήταν ίσως μια πιο ήπια λιτότητα, κάποιο νέο κούρεμα και ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία θα συνέχιζε το ταξίδι της στο σκοτεινό τούνελ των Μνημονίων επιβραδύνοντας το ρυθμό της λιτότητας ανάλογα με τις αντοχές και τις αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Η δεύτερη επιλογή είναι η επαναδιαπραγμάτευση να γίνει από αριστερή κυβέρνηση με κορμό πιθανά τον ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ τα πράγματα γίνονται αμέσως πιο σύνθετα. Όλη η συζήτηση για το δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή γίνεται με τους ιδεολογικούς όρους της κεντροδεξιάς-δεξιάς οικονομικής θεωρίας. Η συζήτηση κινείται μεταξύ επιχειρημάτων που πηγάζουν από το νεοκλασικό κεϊνσιανισμό μέχρι τα μακροοικονομικά της «νέας συναίνεσης». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η συζήτηση αφορά την αμφισβήτηση της επίδρασης της δημοσιονομικής λιτότητας στην οικονομική δραστηριότητα, και όχι της ίδιας της λιτότητας. Για την Αριστερά το πρόβλημα δεν είναι ή δεν θα έπρεπε να είναι ο πολλαπλασιαστής, αλλά το πρόσημο της δημοσιονομικής μεταβολής. Η δημοσιονομική λιτότητα έχει αρνητικό πρόσημο. Τα συμφέροντα που πρέπει να υπηρετεί η Αριστερά εξυπηρετούνται από θετικό πρόσημο. Για μια κυβέρνηση της Αριστεράς η γνώση του πολλαπλασιαστή είναι ένα δευτερεύον τεχνικό ζήτημα στον προσδιορισμό του μακροοικονομικού αποτελέσματος της αντι-υφεσιακής οικονομικής πολιτικής που θα πρέπει να διαπραγματευτεί με την τρόικα.
Εποχή
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >