Σε μια παρέα με γονείς η κουβέντα ήρθε, σχεδόν αναπόφευκτα θα έλεγα,  στην Πέππα. Ένας από τους πατεράδες μας μετέφερε μια συζήτηση με την κομμώτριά του. Η γυναίκα αυτή, γύρω στα 30-35 και μητέρα ενός παιδιού 3-4 χρονών, συζητώντας στο κομμωτήριο με το φίλο για τα βλαστάρια τους, όταν ήρθε η συζήτηση στην περίφημη Πέππα, μόνο που δεν έβαλε τις φωνές. 

Ads

Του είπε ότι, ναι μεν είναι διασκεδαστικό και μαθαίνει στα παιδιά διάφορες καταστάσεις της πραγματικής ζωής αλλά είναι απαράδεκτη ως προς το θέμα του πατέρα, του Μπαμπά Γουρουνάκη. «Τον υποτιμά τελείως, η Μαμά όλο τον απαξιώνει, η Πέππα το ίδιο, η Μαμά καταφέρνει τα πάντα λες και είναι ο Θεός … απαράδεκτο…».

Ο φίλος είχε την εντιμότητα να μας εξομολογηθεί ότι έμεινε έκπληκτος. Διπλά έκπληκτος.

Πρώτον,  διότι η «νυχού» μου, όπως την έλεγε, είχε αναλύσει το θέμα Πέππα και μάλιστα σε σχέση με τον πατέρα και μάλιστα εις βάθος. Αφ’ ετέρου , διότι όταν ξανακοίταξε μερικά επεισόδια, διαπίστωσε την αλήθεια του πράγματος, πράγμα που δεν είχε αντιληφθεί όταν τα χάζευε μαζί με το δικό του παιδί. «Κάτι έβρισκα λίγο υπερβολικό με τον “χαζούλη Μπαμπά” αλλά μέχρι εκεί είχε πάει το μυαλό μου… ».

Ads

Η συζήτηση της παρέας συνεχίστηκε με πειράγματα εις βάρος του:  «Αριστερός άνθρωπός, με σπουδές και διαβάσματα και σου ξέφυγε… », «άντε να σου βρούμε έναν καλό παιδοψύ μπας και το σώσεις το παιδί σου…».

Μέχρις εδώ όλα καλά, πλην όμως…

… «Μα να σου τη φέρει η νυχού σου…» είπε κάποια στιγμή, με ύφος, ενοχλημένος ένας από τους πιο διαβασμένους και τους πιο .. επαναστάτες της παρέας.

Η νυχού, βλέπεις, δεν μπορεί να σκέφτεται περί Πέππας και πατρικού ρόλου. Αυτό είναι δουλειά των «επαϊόντων» και της «επαναστατικής διανόησης και πρωτοπορίας»! Αλλά, έστω ότι η συγκεκριμένη νυχού σκέφτεται (κάποιοι άνθρωποι  των «κατώτερων » τάξεων έχουν αυτό το «ανώτερο » χαρακτηριστικό ). Ε, από τη στιγμή που σκέφτεται, δεν μπορεί να το κάνει, παρά μόνο για να «τη φέρνει». Στους άντρες, ιδίως. Του έπεσε βαρύ του «επαΐοντα» ότι μπορεί μια νυχού (και γυναίκα ίσως; ) να είναι απλά ένα σκεπτόμενο άτομο. Το γεγονός ό,τι επέλεξε ή αναγκάστηκε να κάνει ένα μη πνευματικό επάγγελμα, δεν σημαίνει ότι δεν διαβάζει, δε σκέφτεται, δεν εμβαθύνει και δεν τολμά να πει την άποψή της.

Η συζήτηση και, ιδίως, η αντίδραση του «επαΐοντα», μου έφεραν στο μυαλό τα «κοριτσάκια- με-το-νυχάκι-να! που κατεβαίνουν από τα Δυτικά για βόλτα στο Σύνταγμα».   Όχι στην Πλατεία  Συντάγματος ένα Σάββατο απόγευμα για βόλτα και «σόπινγκ». Όχι βέβαια… Αλλά στην Πλατεία του 2011, που ήταν « γεμάτη με το νόημα που ‘χει κάτι…».

Η κουβέντα αυτή είχε ακουστεί, τόσο αυτολεξεί όσο και έμμεσα, από αριστερούς και αναρχικούς, χαρακτηρίζοντας το αυθόρμητο και ανεξέλεγκτο πλήθος του κινήματος των πλατειών το 2011. Πλήθος ανεξέλεγκτο από τους ίδιους, εννοείται, τους αυτόκλητους εκπροσώπους της επαναστατικής «Αλήθειας » και «Πρωτοπορίας».  Ειδικά το πλήθος της πάνω πλατείας. Της πάνω πλατείας, που τόσο λοιδορήθηκε ως λίκνο της Χ.Α., ως πλήθος εθνικιστικό ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως απολίτικο.

Χαρακτηρίστηκε έτσι τόσο από αυτούς που είχαν συμφέρον να το παρουσιάσουν έτσι  (τις συστημικές δυνάμεις και τα ΜΜΕ ) ούτως ώστε να πετύχουν με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια.

Δηλαδή, από την μία να δημιουργήσουν ρήγμα στους διαδηλωτές αλλά και να απαξιώσουν το κίνημα στα μάτια της κοινής γνώμης ( αφού ένα κομμάτι του «ήταν» ακροδεξιό ). Είναι η ίδια μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και το 2018 απέναντι στα Κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία. Από την άλλη να ενισχύσουν τη Χ.Α. που σε εκείνη την περίοδο ήταν απαραίτητη εφεδρεία του συστήματος για να διοχετευθεί σε αντιδραστική κατεύθυνση η λαϊκή οργή και απαίτηση για ριζικές αλλαγές.

Αλλά οι συστημικές δυνάμεις καλώς έκαναν, αυτή είναι η δουλειά τους. Δεν θα τους ψέξουμε για το ότι την κάνουν καλά!

Το πρόβλημα ήταν και παραμένει με τους ανθρώπους και τις οργανώσεις που θέλουν την κοινωνική αλλαγή, και οι οποίοι δεν αντέχουν ούτε την λαϊκότητα, όταν αυτή εκδηλώνεται ανοιχτά, ούτε το πλήθος. 

Η περιχαράκωση της μικρής ή μεγάλης ομαδούλας και κόμματος, η εξάντληση της φαιάς ουσίας σε διαμάχες μεταξύ συγγενών απόψεων και σε αναζήτηση της Χ ή Ψ λεπτομέρειας που θα αναχθεί σε μείζον ζήτημα για διαφοροποιήσεις και διασπάσεις, ο κομματικός και προσωπικός ναρκισσισμός πάνε χέρι-χέρι με μια αδιόρατη, υποδόρια αμηχανία, φόβο έως και σιχασιά για τις λαϊκές τάξεις.

Αμηχανία και φόβο γιατί όταν έρχονται στο προσκήνιο μαζικά οι λαϊκές τάξεις, θα πρέπει οι οργανώσεις αυτές να παίξουν το ρόλο που επαγγέλλονται. Δηλαδή να προσφέρουν την τεχνογνωσία, την επεξεργασία πολιτικής για τη σύγκρουση με το σύστημα και την ανάληψη της εξουσίας.  Απλόχερα και ανιδιοτελώς. Ναι, αλλά αυτό σημαίνει ευθύνη, ρίσκο και «δάκρυα και αίμα». «Ενηλικίωση» μεταφορικά μιλώντας (όχι αυτή που έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ, φυσικά). Η αντιμετώπιση του Δεκέμβρη 2008 και του κινήματος των Πλατειών το 2011, έδειξε ότι αυτές οι οργανώσεις (και τα άτομα) άφησαν την ευκαιρία να φύγει (και να καταλήξει στο ΣΥΡΙΖΑ ή/και να μην μπορέσει να επιδράσει καταλυτικά στο ΣΥΡΙΖΑ). Έμειναν μόνο τα βαρύγδουπα λόγια και η αυτοδικαίωση.

Κοινωνική αλλαγή (είτε την ονομάσουν κάποιοι αριστερή είτε αναρχική είτε όπως θέλουν) θα γίνει με και για  τις νυχούδες  σε πρωταγωνιστικό ρόλο αλλιώς, ή δεν θα γίνει ή θα δημιουργήσει νέες νομενκλατούρες.