Το «Δεκαήμερον», το εμπνευσμένο λογοτεχνικό έργο του Βοκκάκιου, το οποίο κυκλοφόρησε τον 1352, τότε που η Μαύρη πανούκλα* θέριζε ανελέητα, ίσως κρύβει την συνταγή για να βγούμε αλώβητοι μέσα από τους περίεργους καιρούς που ζούμε, με την εμφάνιση του νέου κορωνοστεφή ιού. Πρόκειται για μια συλλογή από 100 διηγήματα, τα οποία δένονται αριστοτεχνικά με ένα ακόμη, το εκατοστό πρώτο, και τα οποία δήθεν αφηγείται, μια ομάδα ατόμων κατά την διάρκεια δέκα ημερών, την περίοδο της πανούκλας. Στις ιστορίες παρουσιάζεται με κωμικό τρόπο η ζωή στην Ιταλία τον καιρό που γράφεται το «Δεκαήμερον», και καυτηριάζονται οι πρακτικές των αριστοκρατών, του κλήρου, των εμπόρων, αλλά και των κοινών θνητών. Ομοιάζουν με τα σημερινά ανέκδοτα, που κάποιοι, μάλιστα, έχουν τον τρόπο να τα διηγούνται στην παρέα και να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Ο συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε εκείνον τον καιρό στην Ευρώπη μέσα από εικόνες απόλυτης φρίκης.

Ads

«Η φτώχεια ή κάποια αόριστη απαντοχή κρατούσε τους περισσότερους στα σπίτια τους. Δεν ξεμάκραιναν καθόλου από την γειτονιά και κάθε μέρα έπεφταν άρρωστοι κατά χιλιάδες. Δίχως καμία βοήθεια, δίχως καμιάς λογής εξυπηρέτηση, πέθαιναν, σαν να λέγαμε ανελέητα. Μερικοί ξεψυχούσαν, νύχτα μέρα μες στον δρόμο και πολλοί άλλοι αν και πέθαιναν στο σπίτι τους, ανάγγελλαν στους γείτονες τον θάνατο τους με την μπόχα που ανέδιναν οι αποσυντεθειμένες σάρκες τους. Η πόλη ξεχειλίζει από τούτα τα πτώματα και από τα πτώματα άλλων που πέθαιναν παντού…»

Αυτή η μακάβρια, σοκαριστική εισαγωγή είναι το προανάκρουσμα για ένα βιβλίο που εξυμνεί την ζωή, την χαρά και τον έρωτα. Εφτά νέες κοπέλες και τρεις νέοι άντρες συναντιούνται σε μια εκκλησία στην Φλωρεντία, αποφασισμένοι να πάρουν άμεσα μέτρα ώστε να ξεφύγουν από τον μαύρο θάνατο. Πηγαίνουν λοιπόν σε ένα εξοχικό σπίτι, μακριά από τον πόνο και την φρίκη που επικρατεί γύρω τους και κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό, βυθισμένοι μέσα στο πράσινο, περνάνε τις μέρες τους τραγουδώντας, χορεύοντας και εξιστορώντας ιστορίες κωμικές, ερωτικές, τραγικές κλπ.

Ο Βοκκάκιος είναι κατανοητός, είναι ξεκάθαρος. Οι χαρακτήρες του δεν βασανίζονται από θρησκευτικές, ηθικές αναστολές και ενδοιασμούς. Ζωγράφοι και έμποροι, καλόγριες και παπάδες, όλοι τους όμοιοι, με τις συνήθειές τους, με τα πάθη τους, με τις ερωτικές επιθυμίες, με τις αστοχίες τους…

Ads

Σε μία από της ιστορίες, μια νεαρή μοναχή πιάνεται επ’ αυτοφώρω με τον εραστή της και την νύχτα η ηγουμένη την καλεί ώστε να την επιπλήξει. Η μοναχή τότε παρατηρεί πως η ηγουμένη, στο κεφάλι της, δεν φοράει το ειδικό καπέλο αλλά το παντελόνι του εραστή της. Μόλις αντιλήφθηκε την γκάφα που έκανε, αισθάνθηκε ντροπή, «άλλαξε τόνο και τελειώνοντας εντελώς διαφορετικά απ’ ότι είχε αρχίσει, κατέληξε στο συμπέρασμα πως είναι αδύνατον να αντισταθεί κανείς στα κεντρίσματα της σάρκας και πως τέλος πάντων όπως και στο παρελθόν μπορούσαν, όποτε είχαν την ευκαιρία να γεύονται διακριτικά τις ηδονές του έρωτα. Όταν η ηγουμένη άφησε ελεύθερη την νεαρή καλόγρια, ξαναγύρισε η ίδια να κοιμηθεί με τον παπά της… Και οι καλόγριες που δεν είχαν εραστή βολεύτηκαν όπως όπως μεταξύ τους, στα κρυφά».

Σε άλλη ιστορία, μία συντροφιά τριών αντρών πείθει τον φίλο τους, τον Καλαντρίνο (ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε κληρονομήσει διακόσιες ασημένιες λίρες) πως είναι έγκυος. Εκείνος πανικοβάλλεται και ρίχνει το φταίξιμο στην σύζυγό του, καθώς η ίδια επιθυμεί κατά την διάρκεια της ερωτική πράξης να βρίσκεται από πάνω. Τότε οι φίλοι του φωνάζουν έναν γιατρό (που ήταν και αυτός μέσα στο κόλπο) και ο Καλαντρίνο του δίνει όλα του χρήματα ώστε να τον βοηθήσει να ρίξει το παιδί. «Οϊμέ, γιατρέ μου, εμπρός για την αγάπη του Θεού. Έχω διακόσιες λίρες και θα ήθελα να αγοράσω μ’ αυτές ένα κτηματάκι. Κι ολόκληρο το ποσό αν χρειαστεί πάρ’ το, φτάνει να μην έχω γεννητούρια. Πως θα τα καταφέρω; Ακούω τις γυναίκες να στριγγλίζουν σαν έρθει η ώρα τους. Και ακόμη, αυτές έχουν ένα όργανο φαρδύ γι αυτή την δουλειά. Αν είναι να υποφέρω και εγώ το ίδιο, σίγουρα θα πεθάνω πριν προφτάσω να γεννήσω». Έτσι ο γιατρός τσεπώνει τις λίρες και διοργανώνει ένα τσιμπούσι μαζί με τους υπόλοιπους μπαγαπόντηδες.

Μέσα από τις ιστορίες του Βοκάκιου αναπνέουμε έναν φρέσκο αέρα ζωής, που μας διδάσκει πως οι άνθρωποι μπορούν να βρουν τρόπο να είναι δημιουργικοί και χαρούμενοι, ακόμη και αν ζούνε σε παράξενες εποχές, κλεισμένοι στα σπίτια τους, όπως αυτές τις ημέρες που ο κορωνοιός κυκλοφορεί ανενόχλητος, αφού δεν βρέθηκε ακόμη το όπλο της καταπολέμησής του.

Ο Βοκκάκιος είναι ο μεγαλύτερος «παραμυθάς» της Ιταλίας, αυτός που με τα έργα του άνοιξε νέους ορίζοντες για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Θαύμασε και μιμήθηκε τον Δάντη, αφοσιώθηκε στον Πετράρχη με πολύ δυνατή φιλία, ύμνησε την Φιαμέτα του ως άλλη Βεατρίκη ή Λάουρα, μελέτησε την αρχαία και την μεσαιωνική λογοτεχνία, στάθηκε πηγή έμπνευσης για λογοτέχνες των επόμενων αιώνων, όπως ο Σαίξπηρ, έγραψε σπουδαία ποίηση και, κυρίως, τα πρώτα έντεχνα ιταλικά μυθιστορήματα. Νόθος γιος του πλούσιου εμπόρου Boccaccio di Chellino από μια άγνωστη κοπέλα ταπεινής καταγωγής, γεννήθηκε ίσως στην Φλωρεντία το 1313. Ο πατέρας του τον αναγνώρισε και τον υιοθέτησε, και το 1327 τον πήρε μαζί του στη Νάπολη, όπου τον οδηγούσαν τα επαγγελματικά του σχέδια. Ο Βοκάκιος δεν άντεξε ούτε τα μυστικά του εμπορίου, ούτε τις αναγκαστικές σπουδές στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο και το 1334 άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του έργα. Η μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε γύρω στο 1340 τον υποχρέωσε να επιστρέψει στην Φλωρεντία. Λίγο αργότερα, καθώς η επιδημία του Μαύρου Θανάτου ξεκλήριζε την πόλη, γνώρισε και τον Πετράρχη (1350), ο οποίος ολοκλήρωσε το αριστούργημά του, το «Δεκαήμερο». (Το 1346, εμφανίζεται η δεύτερη πανδημία πανώλης, ο Μαύρος Θάνατος, και σε τρία χρόνια σαρώνει την Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Σύμφωνα με υπολογισμούς οδήγησε στον θάνατο το 1/3 του πληθυσμού της Ευρώπης). Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αφοσιωμένος στις ανθρωπιστικές του μελέτες και στο γράψιμο, ταξίδεψε πολλές φορές, παρακολουθώντας κυρίως τις μετακινήσεις του Πετράρχη, και έσβησε καταπονημένος από μακρόχρονη αρρώστια ένα χρόνο μετά το θάνατο του πολυαγαπημένου του φίλου και δασκάλου, το 1375.

Ο Βοκκάκιος είναι ένας παρεξηγημένος για πολλούς λογοτέχνης, καθώς μέσα από τον καυστικό και σατιρικό τρόπο των αφηγήσεών του, με πολύ χιούμορ και οξύνοια, σχολιάζει χωρίς συναισθηματισμούς όλους τους τύπους των ανθρώπων, από όποια κοινωνική τάξη και αν προέρχονται. Ξεσκεπάζει τ’ ανθρώπινα πάθη που κυοφορούνται σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες, από τους βασιλιάδες ή τις πριγκίπισσες μέχρι τους ζητιάνους, από τους κληρικούς ή τους καλόγερους μέχρι τις πόρνες και από τους μεγαλέμπορους και τους χωρικούς μέχρι τους τοκογλύφους και τους αυλικούς.

*Στην ελληνική λαογραφία, ο λαός προσωποποιώντας την πανούκλα, την φαντάστηκε σαν μια τυφλή μαυροφορεμένη γριά να κρατά στο χέρι ρόπαλο και να περιφέρεται στην επαρχία σκοτώνοντας όποιον συναντά στο δρόμο της αλλά και όποιον αγγίξει. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας πίστευαν πως οι Πανούκλες ήταν τρεις γριές που η μια κρατάει το «κατάστιχο», η άλλη το «ψαλίδι» και η τρίτη το «σάρωμα», δοξασία που ασφαλώς παραπέμπει στις Γραίες ή Μοίρες της Ελληνικής Μυθολογίας. Προστάτες των ασθενών και διώκτες της πανούκλας θεωρούνταν ο Άγιος Χαράλαμπος και η Αγία Παρασκευή, ενώ για την καταπολέμησή της χρησιμοποιούνταν διάφορα μαγικά γιατροσόφια. Στις κοινές εκφράσεις η πανούκλα απαντάται και ως βρισιά («μωρή Πανούκλα!»).

Στην λαογραφία της Δύσης η πανούκλα αποδόθηκε με την παράσταση του δρεπανηφόρου θανάτου, σε απεικόνιση ζωντανού σκελετού, που περιφέρεται κρατώντας μία κόσα, ένα μακρύ κοντάρι που καταλήγει σε δρεπάνι.

Για τον Κορωνοϊό μας δίνονται έτοιμες οι εμπνεύσεις μέσω τηλεόρασης, οπότε η σκέψη περιορίζεται στα έτοιμα και η φαντασία ατροφεί. Ίσως, μόνο τα παιδιά μας δώσουν κάτι καινούριο και ευφάνταστο.