Ποια είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ακόμη εύθραυστη οικονομική μας ανάκαμψη; Οι κίνδυνοι αφθονούν φυσικά. Αλλά αυτόν που προσωπικά θεωρώ πιο απειλητικό είναι η διάδοση μιας καταστροφικής ιδέας: η άποψη ότι τώρα, χωρίς ακόμη να έχουμε συμπληρώσει έναν χρόνο από τη στιγμή που ξεκίνησε μια ασθενής ανάκαμψη από τη χειρότερη ύφεση που γνωρίσαμε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι η ώρα που οι διαμορφωτές της πολιτικής θα σταματήσουν να βοηθούν τους ανέργους και θα αρχίσουν να προκαλούν πόνο στην κοινωνία.

Ads

Άρθρο του Paul Krugman, για την εφημερίδα The New York Timew, μεταφρασμένο από Το Βήμα

Οταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση, η αντίδραση των περισσότερων πολιτικών ήταν σωστή- μείωσαν τα επιτόκια και μπόρεσαν να ελέγξουν τα ελλείμματα. Και κάνοντας το σωστό, εφαρμόζοντας τα μαθήματα που πήραν από τη δεκαετία του 1930, κατάφεραν να περιορίσουν τη ζημιά: ήταν τρομερό, αλλά η «Μεγάλη Υφεση» δεν επαναλήφθηκε. Τώρα όμως, εκθέσεις διεθνών οργανισμών ζητούν από τους πολιτικούς να σταματήσουν να στηρίζουν τις οικονομίες των χωρών τους και να αρχίσουν να τις «τιμωρούν». Πράγματι, η ιδέα ότι αυτό το οποίο χρειάζονται οι οικονομίες που βρίσκονται σε ύφεση είναι περισσότερα δεινά δείχνει να έχει γίνει η νέα «κοινή λογική».

Ο βαθμός στον οποίο η πρόκληση οικονομικού πόνου είναι ευρέως αποδεκτή φαίνεται από την τελευταία οικονομική έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ενός διεθνούς οργανισμού με έδρα το Παρίσι. Ο ΟΟΣΑ είναι ένας εξαιρετικά προσεκτικός οργανισμός: ό,τι λέει, όποια στιγμή το λέει, καθορίζει αυτόματα την «κοινή λογική».

Ads

Και αυτό που λέει ο ΟΟΣΑ τώρα είναι ότι οι πολιτικοί θα πρέπει να σταματήσουν να προωθούν την οικονομική ανάκαμψη και αντ΄ αυτού να αυξήσουν τα επιτόκια και να περιορίσουν τις δαπάνες. Το αξιοσημείωτο σε αυτή την εισήγηση είναι ότι μοιάζει αποσυνδεδεμένη όχι μόνο από τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας αλλά και από τους ίδιους τους οικονομικούς στόχους του οργανισμού.

Επομένως ο ΟΟΣΑ διακηρύσσει ότι τα επιτόκια στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλα κράτη πρέπει να αυξηθούν κατακόρυφα μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο για να αποσοβηθεί η άνοδος του πληθωρισμού. Ωστόσο ο πληθωρισμός είναι χαμηλός και πέφτει και οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ δεν κάνουν λόγο για κάποια πληθωριστική απειλή. Αρα γιατί να αυξήσουμε τα επιτόκια;

Η καλύτερη απάντηση που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι ο οργανισμός πιστεύει ότι πρέπει να ανησυχούμε για την πιθανότητα μήπως οι αγορές αρχίσουν να περιμένουν τον πληθωρισμό, ακόμη και αν δεν πρέπει και προς το παρόν δεν το κάνουν. Πρέπει να προσέχουμε μήπως «χαθεί ο έλεγχος των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό στις χώρες του ΟΟΣΑ, αντίθετα από αυτό που μας λένε οι προβλέψεις». Μια παρόμοια εξήγηση δίνεται και για τη δημοσιονομική λιτότητα.

Τόσο τα βιβλία των οικονομικών όσο και η οικονομική εμπειρία μάς λένε ότι η περικοπή των δαπανών όταν το ποσοστό της ανεργίας είναι υψηλό είναι κακή ιδέα- όχι μόνο επιδεινώνει την ύφεση αλλά δεν κάνει και πολλά για να βελτιώσει τις προοπτικές του προϋπολογισμού, επειδή πολλά από αυτά που εξοικονομούν οι κυβερνήσεις ξοδεύοντας λιγότερα τα χάνουν, καθώς η αδύναμη οικονομία περιορίζει τις εισπράξεις. Και ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι τα ποσοστά ανεργίας θα παραμείνουν υψηλά για χρόνια. Παρ΄ όλα αυτά, ο οργανισμός απαιτεί από τις κυβερνήσεις να ματαιώσουν τα όποια σχέδια ενίσχυσης της οικονομίας και να ξεκινήσουν τη «δημοσιονομική αποκατάσταση» μέσα στον επόμενο χρόνο.

Γιατί να γίνει αυτό; Για να δώσουν στις αγορές κάτι που δεν θα έπρεπε να θέλουν και προς το παρόν δεν το θέλουν. Αυτή τη στιγμή οι επενδυτές δεν δείχνουν να ανησυχούν καθόλου για την οικονομική φερεγγυότητα της αμερικανικής κυβέρνησης. Αλλά ακόμη και αν οι αγορές ανησυχούσαν για το δημοσιονομικό μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών, οι περικοπές των δαπανών σε μια οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες.

Αλλά πρέπει να κάνουμε περικοπές, λέει ο ΟΟΣΑ, επειδή σε αντίθετη περίπτωση «η αντίδραση των αγορών θα είναι δυσμενής». Η καλύτερη σύνοψη αυτής της άποψης που μπορώ να σκεφθώ είναι από τον Μάρτιν Γουλφ των «Financial Τimes», ο οποίος περιγράφει την τρέχουσα «κοινή λογική» ως εξής: «Το να προσφέρουμε στις αγορές αυτό που νομίζουμε ότι θα θέλουν στο μέλλον- ακόμη και αν τώρα δεν δείχνουν να επιμένουν σε αυτό- γίνεται η κυρίαρχη τάση στην πολιτική».

Αν το σκεφθούμε έτσι, ακούγεται τρελό. Και είναι. Παρ΄ όλα αυτά, είναι μια ιδέα που διαδίδεται. Και ήδη οι συνέπειες είναι άσχημες. Τα νοικοκυριά στις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη χάνουν τα επιδόματα ανεργίας, την ασφάλισή τους ή και τα δύο. Και καθώς η αγοραστική δύναμη αυτών των οικογενειών περιορίζεται, χάνονται ακόμη περισσότερες θέσεις εργασίας. Και αυτή είναι μόνο η αρχή. Η κοινή λογική λέει ότι οι άνεργοι πρέπει να υποφέρουν περισσότερο. Και ενώ το όφελος από κάτι τέτοιο θα είναι μια ψευδαίσθηση, ο πόνος θα είναι πέρα για πέρα αληθινός.

* Ο κ. Πολ Κρούγκμαν είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και κάτοχος του Νομπέλ Οικονομίας για το 2008.