Η μνήμη περιέχει πληροφορίες που βοηθούν για να εκτελούμε διάφορες ενέργειες, «διατηρώντας» τις προσωπικές μας εμπειρίες. Η διαδικασία που ακολουθείται όταν κάποιος προσπαθεί να θυμηθεί ένα συμβάν περνάει μέσα από τρία στάδια. Στο πρώτο γίνεται η κωδικοποίηση της πληροφορίας, η οποία «εισέρχεται» στη μνήμη. Για παράδειγμα, η εμφάνιση του δράστη, «μετασχηματίζεται» σε κάτι αντιπροσωπευτικό για τον καθένα μας, αντιληπτό και κατανοητό. Στο δεύτερο στάδιο, το συμβάν αφού κωδικοποιηθεί αποθηκεύεται στη μνήμη. Μια ανάκριση που γίνεται ώρες ή ημέρες μετά από το συμβάν, οδηγεί στο τρίτο στάδιο: τότε καταβάλλεται προσπάθεια να γίνει ανάκτηση της πληροφορίας, η οποία έχει «αποθηκευτεί» στη μνήμη.

Ads

Η μνήμη αποθηκεύει ανεπεξέργαστες πληροφορίες και ένα μικρό ποσοστό από αυτές, καταφέρνει να «περάσει» στη βραχυχρόνια μνήμη. Η βραχυχρόνια αποθήκευση της πληροφορίας αφορά στην παρούσα κατάσταση της συνείδησης (τι έχουμε στο μυαλό μας, τι μας ενδιαφέρει και μας απασχολεί).

Αυτή η μνήμη είναι περιορισμένη και συνοπτική. Είναι ευαίσθητη σε εξωτερικές επιρροές και στις νέες πληροφορίες που εισέρχονται να πάσα στιγμή. Έχει όμως τη δυνατότητα να διατηρηθεί και να ανακτηθεί εάν επαναλάβουμε την εισερχόμενη πληροφορία. Μόνο ένα μικρό ποσοστό των πληροφοριών της βραχυχρόνιας μνήμης «περνάει» στη μακροχρόνια.

Τα τρία στάδια που θυμάται ο άνθρωπος ένα συμβάν είναι η κωδικοποίηση, η αποθήκευση και η ανάκτηση. Η αποτυχία μιας ανάκρισης μπορεί να αφορά σε ένα ή περισσότερα από αυτά. Οι ερωτήσεις μπορεί να μη διασφαλίζουν ότι η πληροφορία που αναζητείται έχει επαρκώς και κατάλληλα κωδικοποιηθεί. Η αδυναμία ή η έλλειψη κωδικοποίησης ενδέχεται να οφείλεται στην αδυναμία προσοχής ή ενδιαφέροντος από τον εξεταζόμενο. Ο εξεταστής οφείλει να θέτει όσο το δυνατόν περισσότερες ερωτήσεις – ειδικά «ανοικτού τύπου» – για να εξακριβώσει εάν η άρνηση απάντησης οφείλεται σε αντικειμενικά προβλήματα ανάκτησης της μνήμης ή επιχειρείται απόκρυψη της αλήθειας.

Ads

Επίσης, η αποθήκευση της πληροφορίας μπορεί να μην έχει γίνει σωστά από τον εξεταζόμενο και η ανάκτηση να είναι δύσκολη, επίπονη ή προβληματική. Αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο ξεχνάει και αδυνατεί να θυμηθεί τις πληροφορίες που διερευνώνται, με αποτέλεσμα η ανάκριση να μην επιτελεί το στόχο της. Η αποθήκευση του συμβάντος στη μνήμη είναι δεδομένη, η ανάκτησή του είναι όμως το ζητούμενο. Εάν το συμβάν είναι σημαντικό και ξεφεύγει από την καθημερινότητα και τα συνήθη βιώματα και τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του εξεταζόμενου, είτε αυτός είναι άμεσα εμπλεκόμενος ή γνώστης, είτε το συμβάν είναι εκτός ορίων νομιμότητας, τότε η ανάκτησή του γίνεται ευκολότερα.

Γενικά, δεν ξεχνάμε εύκολα ό,τι είναι ασυνήθιστο, εντυπωσιακό, βίαιο ή αιματοβαμμένο, ό,τι μας εμπλέκει ή μας αφορά άμεσα, μας φοβίζει ή μας δημιουργεί άγχη αν αποκαλυφτεί. Εάν το συμβάν που έχει βιώσει ο άνθρωπος είναι χρονικά πρόσφατο, τότε η πληροφορία που «περνάει» στη λειτουργούσα μνήμη μπορεί σχετικά εύκολα να ανακτηθεί και περιγράφεται με ακρίβεια. Εάν η πληροφορία έχει «αποθηκευτεί» στη μακροχρόνια μνήμη, τότε πρέπει να ανακτηθεί και να «επιστρέψει» στη λειτουργούσα μνήμη.

Η μνήμη επηρεάζεται από παράγοντες που έχουν να κάνουν με την κωδικοποίηση σύνθετων και περίπλοκων συμβάντων. Αυτοί είναι:

  • Η κατάσταση του εξεταζόμενου (βιολογική, πνευματική, συναισθηματική, ψυχολογική).
  • Το επίπεδο στρες του εξεταζόμενου (πόσο αγχωμένος αισθάνεται).
  • Το επίπεδο και ο βαθμός βίας που σχετίζεται με το συμβάν (το οικονομικό έγκλημα έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να ξεχαστεί από μια δολοφονία).
  • Η εμπλοκή του εξεταζόμενου (εφόσον έχει άμεση εμπλοκή τότε η πιθανότητα να θυμάται το συμβάν είναι μεγαλύτερη).
  • Το ενδιαφέρον του μάρτυρα για το συμβάν (εάν το συμβάν αφορά άμεσα τον μάρτυρα, τότε το θυμάται ευκολότερα).

Τέλος, η μνήμη επηρεάζεται στο στάδιο της ανάκτησης από το γενικό πλαίσιο αναφοράς (η μνήμη δεν αποθηκεύει τα συμβάντα, αλλά τα συσχετίζει, τα αναλύει και εάν χρειαστεί τα ανακτά σύμφωνα με το πλαίσιο αναφοράς και την αντίληψη που έχει ο καθένας για την κοινωνία και τη ζωή). Με άλλα λόγια, η μνήμη «οικοδομείται» και χτίζεται σταδιακά. Επηρεάζεται όμως και από τις συμπερασματικές διατυπώσεις, τα κοινωνικά στερεότυπα, την υποστήριξη για συγκεκριμένα άτομα, οργανώσεις, ιδέες, τα σενάρια ή τις προδιαγεγραμμένες εντολές και οδηγίες, καθώς και από συναισθηματικούς παράγοντες (άγχος, θυμός, απογοήτευση).

Κλείνοντας, ο Σεφέρης είχε γράψει ότι η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονάει. Στόχος της ανάκρισης δεν είναι να «πονέσει» η μνήμη, αλλά να «πιεστεί» και να «πειστεί» γοα να ενεργοποιηθεί, ώστε να ανακτήσει ό,τι υπάρχει «αποθηκευμένο». Η ανάκτηση μπορεί να «πονάει», αλλά δεν αφορά την ανάκριση. Αυτής της αρκεί να επιτευχθεί η ανάκτηση και η ορθή αποτύπωση του συμβάντος. Τότε η μνήμη έχει επιτελέσει τον σκοπό της.