Η κρίση της τουρκικής οικονομίας συνοδεύεται και από κλιμάκωση της κρίσης της ´Αγκυρας με τη Δύση και ειδικά με τις ΗΠΑ.

Ads

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομία της Τουρκίας είχε ως βασικό μαγνήτη προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων την αγορά γης και τις κατασκευές, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα.

Επίσης, η κυβέρνηση Ερντογάν επέμενε σε χαμηλά επιτόκια, προκειμένου να τροφοδοτεί τους μεγάλους δείκτες ανάπτυξης, να κρατά την ανεργία χαμηλά και την κατανάλωση ψηλά.

Αυτά τα στοιχεία ενίσχυαν τη δημοφιλία του Ερντογάν, αφού συνέδεαν το τουρκικό οικονομικό «θαύμα» με τη δική του πολιτική παντοκρατορία και οδηγούσαν τα μεσαία και τα φτωχά στρώματα στην ερντογανική κάλπη.

Ads

Πολλοί αναλυτές είχαν, εδώ και μια δεκαετία περίπου, εκφράσει φόβους για πιθανή κερδοσκοπική «φούσκα» στην αγορά γης και τις κατασκευές, που αν έσκαγε θα είχε πολύ οδυνηρές συνέπειες.

Η ποσοτική χαλάρωση στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη έδωσε τη δυνατότητα κερδοσκοπικής τοποθέτησης δυτικών κεφαλαίων στην τουρκική αγορά.

Η σημαντική πτώση του ευρώ έναντι του δολαρίου και η πτώση στις ασιατικές αγορές δείχνουν τη μεγάλη έκθεση ασιατικών και ευρωπαϊκών τραπεζών στην τουρκική οικονομία, ειδικά ισπανικών, ιταλικών και γαλλικών.

Τα πολιτικά χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης συνδέονται περισσότερο με την εξωτερική πολιτική. Δεν υπάρχει πρόβλημα εσωτερικής πολιτικής αστάθειας ή κάποιας επαναστατικής ασυνέχειας στην οικονομική πολιτική που να «τρομάζει» ή να «αιφνιδιάζει» τις αγορές. Θα έλεγε κανείς πως, όσο σταθεροποιείται η πολιτική κατάσταση με την ενίσχυση του ερντογανικού καθεστώτος, τόσο κλιμακώνεται η οικονομική κρίση.

Επίσης, η εσωτερική κατάσταση ασφαλείας σε σχέση με το κουρδικό κίνημα είναι σαφώς καλύτερη για το καθεστώς απ’ ό,τι πριν από δύο χρόνια. Και, βέβαια, οι αγορές δεν έχουν δημοκρατικές ευαισθησίες για να ενοχληθούν από τις απηνείς διώξεις αντιφρονούντων.

Αυτό που έχει αλλάξει άρδην προς το χειρότερο είναι οι σχέσεις του ερντογανικού καθεστώτος με τις ΗΠΑ. Ο Ερντογάν εκτίμησε ότι το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση, με τις ΗΠΑ να χάνουν έδαφος έναντι της Κίνας και της Ρωσίας.

Η Ουάσινγκτον φαινόταν αδύναμη να διευθετήσει περιφερειακές κρίσεις, όπως ο συριακός εμφύλιος.

Ο Τούρκος ηγέτης θεώρησε, ως πολιτικός κερδοσκόπος, ότι αυτή ήταν η στιγμή να παίξει ηγετικό ρόλο στη Μέση Ανατολή και τον ισλαμικό κόσμο, ακόμη και εναντίον των δυτικών συμφερόντων, ακόμη και έξω από το πλαίσιο των συμμαχιών των οποίων η Τουρκία θεωρείτο, ως τώρα, δεδομένο μέρος.

Οι κακές σχέσεις με το Ισραήλ, η προσέγγιση με τη Ρωσία και η επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στο Ιράν ήταν τα τρία στοιχεία που έφεραν την Αγκυρα αντιμέτωπη με την αμερικανική πολιτική.

Σε αυτές τις κινήσεις θα πρέπει να προστεθεί και ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο. Η πεποίθηση του Ερντογάν, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ότι η Ουάσινγκτον επιθυμεί να τον ρίξει από την εξουσία με κάθε μέσο.

Αυτή η πεποίθηση τον κάνει ιδιαίτερα καχύποπτο απέναντι σε οποιαδήποτε διαπραγματευτική πρωτοβουλία.

Η αμερικανική υποστήριξη στους Κούρδους της Συρίας ενδυναμώνει περισσότερο την πεποίθηση του Ερντογάν, αλλά και σημαντικού μέρους της τουρκικής κοινωνίας, ότι οι ΗΠΑ επιθυμούν να αποδυναμώσουν και ίσως και να διαλύσουν την Τουρκία.

Σε αυτά τα στοιχεία πρέπει να αποδοθεί και η προσέγγιση Ερντογάν προς τον Πούτιν και τη Ρωσία.

Η προσέγγιση αυτή παίρνει τρεις βασικές μορφές: η μία είναι η περαιτέρω ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, η δεύτερη είναι η επανεκκίνηση του μεγάλου προγράμματος για τη δημιουργία εργοστασίου πυρηνικής ενέργειας στο Ακουγιού με ρωσική τεχνική και οικονομική στήριξη, το οποίο θα καλύψει το 10% των ενεργειακών αναγκών της χώρας, και η τρίτη είναι η στρατιωτική συνεργασία με την πιθανή προμήθεια των πυραυλικών συστημάτων S400.

Η ακλόνητη πεποίθηση Ερντογάν για τη στάση των Αμερικανών απέναντί του κάνει τη ρωσική προσέγγιση περισσότερο μια εναλλακτική στρατηγική, παρά απλά ένα διαπραγματευτικό χαρτί.

Απέναντι σε αυτήν την τουρκική πολιτική, η Ουάσινγκτον σκέφτεται εναλλακτικές οδούς μερικής υποκατάστασης του ρόλου της Τουρκίας, με μεταφορά βάσεων και στρατιωτικών διευκολύνσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Σημαντικά think tanks της Ουάσινγκτον σχεδιάζουν τέτοιες εναλλακτικές λύσεις, στην περίπτωση που η Τουρκία αποκλίνει χωρίς επιστροφή από τις δυτικές συμμαχίες.

Επανέρχεται με πολύ διαφορετικό τρόπο και τηρουμένων όλων των αναλογιών ένα νέο «Ανατολικό Ζήτημα». Στον 19ο αιώνα, Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία ήθελαν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά δεν συμφωνούσαν για το τι θα την αντικαταστήσει και κυρίως ποιος θα ελέγχει τη διάδοχη κατάσταση.

Σήμερα, η ερντογανική Τουρκία αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για τις δυτικές δυνάμεις και μια εξαιρετική ευκαιρία για την αύξηση της παγκόσμιας επιρροής της Μόσχας.

Η γεωπολιτική θέση, το μέγεθος και η ισχύς της χώρας καθιστούν σχεδόν αδύνατη την αντικατάστασή της.

Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να στηρίξει τη σοβαρά πληγωμένη τουρκική οικονομία.

Η πρόταση Ερντογάν για διμερείς συναλλαγές με το εθνικό νόμισμα και παράκαμψη του δολαρίου έτυχε μάλλον συγκρατημένης υποδοχής από τη Μόσχα.

Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ διαμορφώνει ένα νέο σκληρό παιχνίδι πόκερ, αναμειγνύοντας ανοικτά οικονομικά και πολιτικά θέματα, γνωρίζοντας ότι, εκεί κατά το ξημέρωμα, κερδίζει συνήθως αυτός που έχει τα πιο πολλά λεφτά.

* O Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, cemmis.edu.gr

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών