Στην πρόσφατη ομιλία στο συνέδριο του κόμματός της η Καγκελάριος Μέρκελ υποστήριξε την πολιτική της για τους πρόσφυγες λέγοντας πως υπήρχε «μια ανθρωπιστική προσταγή» στην κορύφωση της κρίσης (τον Αύγουστο του 2015).

Ads

Προφανώς η Κα Μέρκελ ως ηγέτης της Γερμανίας, αισθάνθηκε πως η χώρα αυτή είχε την ανθρωπιστική προσταγή και η ίδια ως ηγέτης όφειλε να την πραγματώσει αποφασίζοντας να δεχτεί όλους όσους από την Τουρκία εισέρρεαν στην Ελλάδα και εκείθεν ομαδικά στην Γερμανία. Από τις αρχές του 2015 ένα εκατομμύριο άνθρωποι έφτασαν στη Γερμανία, δηλαδή το 1,3% του πληθυσμού της. Γιατί η Γερμανία αισθάνθηκε αυτή την ανθρωπιστική προσταγή και όχι η Γαλλία, η Αγγλία, η Ιταλία, η Ισπανία; Γιατί χώρες όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Κροατία, η Σλοβενία, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Πορτογαλία δεν αισθάνονται την ίδια ανάγκη να βοηθήσουν τους πρόσφυγες με την προθυμία της Γερμανίας ; Γιατί η Κα Μέρκελ και όχι οι ηγέτες αυτών των χωρών;

Προφανώς υπάρχουν λόγοι, οι οποίοι δεν είναι μόνο ανθρωπιστικού περιεχομένου, αλλά είναι βέβαιο πως η Γερμανία δεν μπορεί να έχει το μοναδικό προνόμιο της ανθρωπιστικής ευαισθησίας στην Ευρώπη γιατί αυτό θα αναιρούσε αυτομάτως το «κοινό μας σπίτι ή τις κοινές μας αξίες». Ο ανθρωπισμός δεν είναι γερμανικό φαινόμενο. Άρα υπάρχει ένας συνδυασμός από λόγους οι οποίοι απέτρεψαν άλλα κράτη να κάνουν την κίνηση της Γερμανίας.

Στη συνέχεια όμως του λόγου της η Καγκελάριος είπε: «πως ήρθε η ώρα να μειώσουμε σημαντικά τον αριθμό των προσφύγων». Αυτομάτως λοιπόν έθεσε ως παράγοντα της «ανθρωπιστικής προσταγής» το πλήθος των προσφύγων. Έχει η ανθρωπιστική προσταγή αριθμητικά όρια και πότε τα απέκτησε, πριν ή μετά τον Αύγουστο; Αν η ανθρωπιστική προσταγή έχει αριθμητικά όρια αυτό σημαίνει πως έχει όρια τα οποία υπόκεινται σε μετρήσιμους τρόπους αντιμετώπισης και τα οποία μπορεί να είναι πραγματοποιήσιμα ή μη: δηλαδή χρήματα, χώρους, υπηρεσίες και συμπεριφορές για να εκπληρωθούν ικανοποιητικά.

Ads

Είναι προφανές, έως εδώ πως η απόφαση του Αυγούστου ήταν μια «ανθρωπιστική προσταγή» με άγνωστες ή αντιφατικές αιτίες, και όχι μια απόφαση η οποία είχε ήδη αναλύσει τις δυνατότητες ή μη του εγχειρήματος. Ήταν μια στιγμιαία συναισθηματική έκρηξη μπροστά στο δράμα των προσφύγων ταυτόχρονα με την παραδοχή πως η Γερμανία είναι μεγάλη και ισχυρή χώρα και μπορεί να λύσει αυτό το ανθρωπιστικό πρόβλημα; Ήταν μια υπολογισμένη κίνηση να απορροφήσει φτηνό εργατικό δυναμικό και να εμφανιστεί ταυτόχρονα ως η καλοκάγαθη Γερμανία σε αντιδιαστολή με την Χιτλερική απανθρωπιά;  Ήταν η Γερμανία που επέβαλε την λιτότητα αλλά μπορεί να σκέφτεται ανθρωπιστικά μετά από το φιάσκο της ελληνικής οικονομικής διάσωσης;

Δίχως να προχωρήσουμε την ανάλυση πέραν το όσων εγράφησαν πρέπει να συνεχίσουμε με το λόγο της Καγκελαρίου. Είπε: «όποιος ζητά άσυλο σε μας πρέπει να σεβαστεί τους νόμους μας και τις παραδόσεις μας και να μάθει γερμανικά. Η πολυπολιτισμικότητα δημιουργεί παράλληλες κοινωνίες, η πολυπολιτισμικότητα είναι ένα ψέμα.»

Πέραν λοιπόν των αριθμητικών ορίων που τώρα εμφανίζονται ως παράγοντες και συντελεστές της όποιας «ανθρωπιστικής προσταγής» υπάρχουν και άλλοι όροι για να επιτύχει αυτή προσταγή: ενσωμάτωση. Όσοι ζητούν άσυλο και θέλουν να έρθουν στη Γερμανία πρέπει να ζουν και να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους γερμανικούς νόμους και παραδόσεις. Ποιοι είναι οι γερμανικοί νόμοι και παραδόσεις; Η ανάλυση είναι μακρά και ίσως περιττή. Το εμφανές είναι πως οι πρόσφυγες έρχονται από χώρες με διαφορετική γλώσσα, έθιμα, παραδόσεις και θρησκεία, κατά πλειοψηφία είναι μουσουλμάνοι.

Η Καγκελάριος υποθέτει λοιπόν πως όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι που θα ακολουθήσουν θα ενσωματωθούν με το γερμανικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς και δεν θα δημιουργήσουν μια παράλληλη κοινωνία με αποκλεισμούς και απαιτήσεις για ιδιαίτερη νομική μεταχείριση, δηλαδή πολιτική αντιμετώπιση   ορμώμενη από τη διαφορετική τους ταυτότητα.

Ποια είναι ακριβώς η σχέση της αρχικής θέσης της Καγκελαρίου με αυτό το τμήμα του λόγου της ενώπιον του κόμματός της; Άφησε τα σύνορα ανοιχτά για να σώσει ανθρώπους των οποίων κινδύνευε η ζωή τους αλλά και ταυτόχρονα με την προϋπόθεση πως ήθελαν να ενσωματωθούν στο γερμανικό τρόπο ζωής; Υπέθεσε η Κα Μέρκελ πως οι ευεργετιθέντες πρόσφυγες θα εξέφραζαν της ευγνωμοσύνη τους ως εθελοντές για τον νέο γερμανικό αιώνα; Πίστεψε η Καγκελάριος πως οι μάζες των μουσουλμάνων προσφύγων θα ενσωματώνονταν στο γερμανικό γίγνεσθαι πιο εύκολα από ότι οι Τούρκοι εργάτες της δεκαετίας του 50, και του 60;

Δεν μπορεί κανείς να απαντήσει εύκολα σε αυτές τις ερωτήσεις. Είναι αμφίβολο αν μπορεί ακόμα να απαντήσει ή ίδια η καγκελάριος. Ως πολιτικός μπορεί να έχει πολλές οδούς διαφυγής, πολλούς τρόπους να καλύψει τα ίχνη παραλείψεων, και λάθη υπολογισμών. Εμείς ως δέκτες των αποφάσεων των πολιτικών ηγετών μας πρέπει να αποφασίσουμε πως η λογική ή τουλάχιστον η αντίληψη των γεγονότων από τη μεριά τους δεν σχετίζεται με αυτή των απλών ανθρώπων ή και των αναλυτών. Βέβαια οι πολιτικοί διαθέτουν χρήματα και μπορούν να προσλάβουν συμβούλους οι οποίοι είτε θα αποφανθούν σύμφωνα με τη γνώμη του εργοδότη τους, είτε θα προσπαθήσουν να πουν τα πιο ακατανόητα αλλά πρωτότυπα πράγματα που μπορούν να διατυπωθούν. Πως άλλωστε θα θεωρούντο ειδικοί;!

Το συμπέρασμα που βγαίνει από όλα αυτά είναι πως η ηγέτης της Γερμανίας βρίσκεται στην κατάσταση γνωστή στην ψυχολογία ως γνωστικής παραφωνίας (cognitive dissonance). Είναι μια νοητική κατάσταση στην οποίαν βρίσκονται οι περισσότεροι ηγέτες της Δύσης σήμερα.  Οι προσδοκίες τους και η εμπειρία απέχουν πολύ και βρίσκονται σε καθαρή αντίφαση.

Δεν είναι εύκολο να εξισορροπήσει αντιφάσεις πίστεων όταν κάποιος παίρνει αποφάσεις για ολόκληρα έθνη ή συμμαχίες, όπως η ΕΕ. Δυστυχώς οι προσωπικές παρορμήσεις, τα ψυχολογικά σύνδρομα, οι προκαταλήψεις και η αδυναμία εφαρμογής της αρχής της λογικής συνέπειας των πίστεών μας, κυρίως όταν παίρνονται πολιτικές αποφάσεις οι οποίες προωθούν την ισχύ και την εξουσία προσώπων ή ομάδων,  οδηγούν την ιστορία σε μοναδικότητες όπως αυτή που συμβαίνει τώρα στην ΕΕ.      

Ο λόγος της Κας Μέρκελ, επισφράγισε το μανιφέστο του κόμματός της το οποίο λέει ότι: «είμαστε αποφασισμένοι να μειώσουμε τη εισροή των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο με αποτελεσματικά μέσα».

Ποια είναι άραγε αυτά τα μέσα; Η φύλαξη των Ελληνικών συνόρων και η καλή θέληση των Τούρκων να σταματήσουν τους πρόσφυγες να περνούν προς την Ελλάδα ή ένα από το δύο; Στην πραγματικότητα χρειάζονται και τα δύο. Δυστυχώς δεν θα συμβεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η Καγκελάριος, έκανε ένα από τα πλέον ιστορικά λάθη που θα μπορούσε να κάνει ένας ηγέτης μια σημαντικής(;) χώρας: δήλωσε υποταγή σε έναν ηγέτη με απολυταρχικά χαρακτηριστικά και θεώρησε πως θαλάσσια σύνορα μπορούν να φυλαχτούν δίχως συγκρούσεις μεταξύ φυλάκων και προσφύγων με αιματηρά αποτελέσματα.

Η Κα Μέρκελ πήγε στην Τουρκία πριν από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου και ζήτησε από τον Πρόεδρο Ερντογκάν τη συνδρομή του στο να μειώσει την πλημμυρίδα των προσφύγων οι οποίοι είχαν επιπέσει επί της Γερμανίας. Ο Τούρκος Πρόεδρος υποσχέθηκε, με το αζημίωτο ως καλός ανατολίτης έμπορος, να κάνει το κατά δύναμιν και βέβαια πήρε ό,τι ζήτησε: και τις εκλογές και τα χρήματα και τα ανοίγματα για την εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ.

Πέραν λοιπόν του αρχικού σφάλματος της παραφωνίας μέσων και σκοπών, (καλές δημόσιες σχέσεις ή φτηνό εργατικό δυναμικό από τη μία και περιορισμένοι πόροι και κοινωνική αναταραχή, δηλαδή μείωση εκλογικής επιρροής από την άλλη) η Κα Καγκελάριος προχώρησε για να ξεφύγει από την μέγγενη του λάθους της στο να το επαυξήσει βάζοντας την Τουρκία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ΕΕ. Ταυτόχρονα παρέβλεψε την άθλια κατάσταση της δημοκρατίας στην Τουρκία (φυλακίσεις, κλείσιμο εφημερίδων, και ένας αυξανόμενος φόβος εμφυλίου με το κουρδικό στοιχείο). Το χειρότερο είναι πως απογοήτευσε τους Τούρκους δημοκράτες και απολογητές ενός κοσμικού κράτους οι οποίοι βλέπουν με δέος τη χώρα τους να μετατρέπεται σε ισλαμική δημοκρατία. Η πλήρης αποδοχή του φαινομένου Ερντογκάν θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες για την ίδια την Τουρκία αλλά και για την αξιοπιστία της ΕΕ.

Ήδη αυτή η αξιοπιστία και η πίστη σε «ευρωπαϊκές αξίες» έχει διαβρωθεί από τα γεγονότα στην Ουκρανία. Η ελπίδα πως ο Ερντογκάν θα σταματήσει την πλημμυρίδα των προσφύγων θα οδηγήσει σε επί πλέον λάθη σε σχέση με την Τουρκική ατζέντα στη Μ. Ανατολή, λάθη τα οποία μπορεί να οδηγήσουν την Τουρκία σε ανεξέλεγκτες πράξεις επιθετικότητας όπως αυτή με το ρωσικό αεροπλάνο.

Αλλά υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα στο λόγο της Κας Μέρκελ. Είπε: «η ταυτότητα της χώρας μας είναι να πετυχαίνουμε μεγαλύτερα πράγματα» και ανέφερε το παράδειγμα του Αντενάουερ, του Έρχαρτ, και του Κόλ οι οποίοι πέτυχαν να βάλουν τη Γερμανία στη μεταπολεμική Ευρώπη να πετύχουν το γερμανικό οικονομικό θαύμα και να επανενώσουν τις δύο Γερμανίες μετά την πτώση του Τείχους. Μόνο που σε όλα αυτά είχαν βρει αρωγό τις ΗΠΑ και τον φόβο της ΕΣΣΔ. Σήμερα η Γερμανία, όπως η ίδια η Καγκελάριος παραδέχτηκε χρειάζεται τη βοήθεια της Τουρκίας και άρα δεν εναπόκειται μόνον σε αυτήν να πετύχει μεγαλύτερα πράγματα! Επιπλέον χρειάζεται την συμφωνία των άλλων 27 για να επιτύχει η διασπορά των εισερχομένων. Η Γερμανία λοιπόν δεν είναι μια μεγάλη χώρα η οποία μόνη μπορεί να εκπληρώσει μια ανθρωπιστική προσταγή.

Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε δεν θα μειωθεί αλλά αντιθέτως θα αυξηθεί και μάλιστα δραματικά. Η Συρία . το Ιράκ, η Λιβύη, το Αφγανιστάν και η Υεμένη δεν υπάρχουν ως οργανωμένες κρατικές οντότητες. Το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές με μεγάλους πληθυσμούς βρίσκονται σε εσωτερική αναταραχή. Η Ευρώπη είναι ένας τόπος επιβίωσης για δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων από Μ. Ανατολή και Αφρική. Το κύμα που χτύπησε τις ακτές του Αιγαίου θα συνεχίσει να τις χτυπάει για χρόνια. Ποιος θα δεχτεί αυτό τον όγκο των ανθρώπων;

Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και θα υποστεί, ήδη υφίσταται τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις από αυτή την ιστορική κίνηση των λαών. Κανείς στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία δεν θέλει να μιλήσει για το εύρος και βάθος του προβλήματος. Η ίδια η Τουρκία δεν έχει τη θέληση και τη διάθεση να μεταβληθεί σε αποθήκη ανθρώπων. Ούτε η ίδια μπορεί να εξυπηρετήσει εκατομμύρια μεταναστών τη στιγμή που έχει να αντιμετωπίσει έναν εμφύλιο πόλεμο με το κουρδικό στοιχείο και ένα εξωτερικό πρόβλημα με το ΙΚ. Η Γερμανία μέσω της Καγκελαρίου παραλογίζεται νομίζοντας πως η Τουρκία και η Ελλάδα μπορούν να κάνουν κάτι για αυτό το πρόβλημα.  

Η ΕΕ ουδέποτε είχε τις δομικές δυνατότητες να αντιμετωπίσει με ενιαίο τρόπο το ζήτημα της μετανάστευσης γενικά και το ιστορικό πρόβλημα των προσφύγων από τη Μ. Ανατολή. Το ίδιο ανέτοιμη ήταν και για την πτώχευση της Ελλάδος, τραπεζών, και των οικονομικών συμπληγάδων άλλων μελών της Ευρωζώνης. Το ίδιο πρόβλημα έχει με το ζήτημα της φύλαξης των συνόρων, μια και η ΕΕ ήταν ένα μόρφωμα δίχως σύνορα. Ποια ελληνικά σύνορα θα φυλάξει η Ευρώπη όταν η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τα ελληνικά θαλάσσια σύνορα; Πως θα θεμελιωθεί το δικαίωμα μιας διακρατικής δύναμης να φυλάξει σύνορα ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών. Στην πραγματικότητα το ζήτημα των προσφύγων από την Μ. Ανατολή και αλλαχού θέτει το πρόβλημα της οντολογίας της ΕΕ επί τάπητος. Τι είδους πολιτειακό και πολιτικό μόρφωμα είναι η ΕΕ; Ποιες είναι οι συνθήκες για να διατηρηθεί στο μέλλον και με ποιες ιδιότητες;

Την ίδια στιγμή που η Γερμανία ανοίγει αυτό το θέμα η Καγκελάριος δηλώνει πως η Γερμανία αρνείται την πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων! Και εδώ βλέπουμε πως η γνωστική παραφωνία συνεχίζεται. Από τη μία θέτουμε ζήτημα κοινής γραμμής, συνόρων και κοινής δύναμης παρέμβασης και από την άλλη θεωρούμε πως σε θέματα οικονομίας η Γερμανία θα ήταν καλύτερα να κάνει μόνη της το αφεντικό στο σπίτι της. Είναι προφανές πως για την υπόθεση των προσφύγων η Κα Μέρκελ προβάλει το συναίσθημα της υπερηφάνειας του να είσαι Γερμανός και από την άλλη τη λογική της Γερμανικής φοβίας για την οικονομική πρακτική των άλλων «σπάταλων και απροσάρμοστων» ευρωπαίων. 

Κλείνοντας θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως το λάθος ή η ανικανότητα της Κας Μέρκελ να επεξεργαστεί τις επιπτώσεις και τους κινδύνους της απόφασής της τον Αύγουστο του 2015 είναι κάτι που για πολλούς θα πρέπει να καλυφθεί με κάθε εύσχημο τρόπο από το υπόλοιπο πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης. Η Καγκελάριος, εάν και εφόσον γίνει κατανοητό στη γερμανική κοινή γνώμη, το μέγεθος του παραλογισμού της μπορεί να πέσει, όπως έπεσε η Μ. Θάτσερ. Η πτώση της Μέρκελ θα είναι όμως το ίδιο με τις μεγάλες τράπεζες, it is too big to fail. Η Ευρώπη θα υποστεί σοβαρό πλήγμα και ίσως μετά την πολυετή κρίση δεν αντέξει ως Ευρωζώνη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το 2016 είναι έτος δημοψηφίσματος στην Μ. Βρετανία για την έξοδό της ή μη από την ΕΕ. Η πτώση της Μέρκελ και η έξοδος της Μ. Βρετανίας είναι ανατροπές με ακαθόριστες συνέπειες παγκοσμίως. Άλλωστε και τα δύο γεγονότα είναι αλληλένδετα και αλληλεξαρτόμενα. Βέβαια, με κάποια δόση κακεντρέχειας, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Κα Μέρκελ έχρισε παράγοντα της σταθερότητας της Ευρώπης τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογκάν.
Sic transit gloria mundi.  

* Ο Νικόλαος Α. Μπινιάρης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός, οικονομικά και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Βοστόνης και Βιρτζίνια. Έχει διδάξει φιλοσοφία και πολιτική θεωρία, καθώς και διεθνείς σχέσεις. Η μελέτη της Ιστορίας αλλά και η οικονομία υπήρξαν θέματα που τον απασχόλησαν σε όλη του τη ζωή. Ταυτόχρονα, έχει ασχοληθεί με επιχειρήσεις σε διάφορους τομείς σε Ελλάδα, Αμερική, Αγγλία και Γερμανία. Τα τελευταία χρόνια τα ενδιαφέροντα του έχουν στραφεί στο πρόβλημα του περιβάλλοντος και της συμβατότητάς του με την επιστήμη και την τεχνολογία. Έχει δημοσιεύσει μελέτες πάνω στην οικονομία και τις διεθνείς σχέσεις.