Υπάρχει μια ιστορία που αφηγείται πως ένα χαμένο Στραντιβάριους βρέθηκε, όταν συγχρονίστηκε με τον ήχο από ένα επίσης αυθεντικό Στραντιβάριους. Έτσι και στην πολιτική, οι αυθεντικές ταυτίσεις γίνονται με αυθεντικά εργαλεία σε πραγματικά επίδικα.

Ads

Τις τελευταίες ώρες παρατηρείται μια δυσφορία και μια έκπληξη για την στάση του ΚΙΝΑΛ στο νομοσχέδιο του Χρυσοχοϊδη και υπάρχουν “δημοσιογραφικού” χαρακτήρα εκτιμήσεις για το ποια upper πολιτική δύναμη έπεισε το ΚΙΝΑΛ ν’ αλλάξει στάση, σε ποια γραφεία έλαβαν τις αποφάσεις και άλλα τέτοια. Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι πιο απλή και ταυτόχρονα πιο σύνθετη για αναλύσεις. Το ΚΙΝΑΛ επί του θέματος ταυτίζεται με την εκλογική του βάση και το ακροατήριο για το οποίο ενδιαφέρεται. Δεν χρειάζεται κανείς να βλέπει το μένος των εκπροσώπων του εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς τις συμπεριφορές των εκπροσώπων του ΚΙΝΑΛ στον συνδικαλισμό ή στην αυτοδιοίκηση, αρκεί να διαβάζει τις δημοσκοπήσεις.

Ένα 60% από εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά ως κεντρώοι και ένα 50% από εκείνους που υποστηρίζουν πως ο διαχωρισμός “αριστερά – δεξιά” δεν έχει πια σημασία δηλώνουν πως συμπαθούν/μάλλον συμπαθούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη και κρίνουν θετικά/μάλλον θετικά τη διακυβέρνησή του. Αυτό το δείγμα είναι ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ ή το κοινό στο οποίο απευθύνεται.

Έτσι φαίνεται ότι το ΚΙΝΑΛ (ως ηγεσία και ως πολιτικός οργανισμός) είναι σε απόλυτη ταυτοποίηση με το κοινό του. Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, σε αντίθετη κατεύθυνση δηλαδή, είχε το ΚΙΝΑΛ πολλές ευκαιρίες να το δείξει και στο πρόσφατο παρελθόν με κορυφαία στιγμή τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά δεν ένιωσε καμία πίεση από την εκλογική του βάση, το αντίθετο συμβαίνει. Και αυτό γιατί από το 2009 μέχρι το 2020 (κανονικά από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα) αυτό το κόμμα έχει μετατοπιστεί μαζί με τους ψηφοφόρους που του έχουν απομείνει και δεν έχουν καμία σχέση (πολιτικά και πολιτισμικά) με το φαντασιακό για τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο.

Ads

Τα δύο κοινά που προαναφέρθηκαν και ως ταυτότητες και ως όγκος αποτελούν τον ιδεολογικό πυρήνα του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου, το οποίο παραμένει σε ισχύ και εκτείνεται από τη δεξιά μέχρι την αριστερά. Όποιος ενδιαφέρεται να μειώσει την επιρροή του προχωρά σε επιχείρηση για να αποκολλήσει δύο πλάκες:

α. Τα αριστερά ακροατήρια, μ’ ένα αριστερό πολιτικό σχέδιο που θα διαπερνά οριζόντια όλους τους τομείς με ριζοσπαστικές τομές.
β. Τις υποτελείς τάξεις, μ’ ένα σχέδιο που θα στηρίζει την εργασία, θα διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και θα αποκαθιστά το λαϊκό αίσθημα με εχθρότητα απέναντι στις ελίτ, δηλαδή πάλι ριζοσπαστικά.

Και οι δύο επιχειρήσεις έχουν ως απαραίτητες προϋποθέσεις: αυτοκριτική, αξιοπιστία, ειλικρίνεια, συνέπεια.

Προφανώς τα μαζικά υποκείμενα δεν οριοθετούν, δεν περιορίζουν και δεν αστυνομεύουν το συναίσθημα και την επιθυμία των ανθρώπων. Η κοινωνική διάχυση όμως δεν γίνεται χωρίς περιεχόμενο γιατί τότε οδηγεί σε ρευστοποίηση όχι μόνο του μηνύματος, αλλά του ίδιου του υποκείμενου. Ούτε συγκροτούν ρεύμα ή κύμα ad hoc προοδευτικά ιδεάκια.

Ένα από τα προβλήματα της (ελληνικής) αριστεράς είναι ότι θεωρεί την έννοια του ριζοσπαστισμού σώνει και καλά με αριστερό πρόσημο. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημά της είναι ότι θεωρεί πως τα πάντα κινούνται εντός των μεγάλων αφηγήσεων. Αρνείται ν’ αναγνωρίσει ασυνέχειες και σχάσεις, οι οποίες απελευθερώνουν δυναμικές, δημιουργούν νέες ταυτότητες και παράγουν αποτελέσματα όχι στιγμιαία (ως εκλογικό αποτέλεσμα και μόνο), αλλά για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.

Ακόμα και όταν προτάσσει την ηθική και την αισθητική, τις αντιλαμβάνεται ως μια αδιαίρετη κληρονομιά από τα έτοιμα της οποίας ζουν αι γενεαί πάσαι.

Αντίθετα (και η ελληνική) δεξιά μπορεί να αφομοιώνει τα “καινούρια” ρεύματά της και να τα ενοποιεί σε συνεκτικό και πιο ανθεκτικό αφήγημα. Στο σύνολο της ευρωπαϊκής δεξιάς, και στη Νέα Δημοκρατία, συνυπάρχουν αποτελεσματικά ακροδεξιοί, alt right, παραδοσιακή λαϊκή δεξιά και ακραίοι νεοφιλελεύθεροι. Κι αυτό γιατί παρά τις αντιφάσεις προέρχονται από κοινή παράδοση και εκφράζονται μέσα από ένα μεγάλο “κόμμα του κράτους”. Κι αν πάλι οι συγκυρίες το απαιτούν, απελευθερώνει τα πιο ριζοσπαστικά και τα ακτιβίστικα, τα οποία εν τέλει βρίσκονται σε μια ταραχώδη, αλλά αποτελεσματική σχέση με τις παραδοσιακές ελίτ (under construction πολιτικό σχέδιο και στην Ελλάδα, αλλά της επόμενης διετίας).

Στις εκλογές του 2019 υπήρξε δεξιά παλινόρθωση από τις πιο σκληρές μάλιστα, όμως μ’ ένα καθοριστικό τμήμα του εκλογικού σώματος να επιλέγει την αποχή. Ο μεγάλος φόβος της τρέχουσας πολιτικής περιόδου είναι, αν θα μετατοπιστεί το σύνολο του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά (η δεκαετία του ‘90 έχει υπάρξει πολύ διδακτική για το πόσο καταστροφική είναι μια τέτοια προοπτική και για τις κοινωνίες και για πολιτικά υποκείμενα). Το στοίχημα της τρέχουσας περιόδου έτσι είναι, αν η κοινωνική αγανάκτηση που θα προκαλέσει η νέα κρίση, θα εκφραστεί στο πλαίσιο της συντηρητικής αναδίπλωσης ή θα απελευθερωθούν δυνάμεις προς χειραφέτηση.

Πάντως ούτε μέτωπα, ούτε κύματα μπορούν να δημιουργηθούν στο πλαίσιο της συστημικής ενσωμάτωσης με συμψηφισμούς και σχετικοποιήσεις. Αντίθετα τα πολιτικά σχέδια χωρίς ηγεμονισμούς, τα θεματικά δίκτυα ανθρώπων και τα ανοιχτά κοινωνικά φόρουμ διαλόγου, θα μπορούσαν.