Έχουμε ποτέ αναρωτηθεί πόσες φορές οι σχέσεις μας από τις πιο στενές ως τις πιο τυπικές, γίνονται μέσο άσκησης μεγάλης ή μικρής εξουσίας δικής μας πάνω σε κάποιον ή κάποιου πάνω μας; Έχουμε μήπως σκεφθεί πως η ανάγκη για επιβεβαίωση και κυριαρχία συχνά καταλήγει σε βία όχι απαραίτητα φανερή, αλλά υπόγεια και συναισθηματική, γι’ αυτό και περισσότερο επικίνδυνη, αφού μας καθιστά αδύναμους και ανυπεράσπιστους απέναντι της;

Ads

Σαφώς όταν μιλάμε για βία, το μυαλό μας πηγαίνει σε όλη τη γνωστή γκάμα της έκδηλης βίας που ξεκινά από τη λεκτική και φθάνει ως την ωμή σωματική κακοποίηση ή στην εκβιαστική «σεξουαλική παρενόχληση». Κι όμως, η έμμεση βία που οι ειδικοί ονομάζουν «ηθική» βρίσκει εφαρμογές πολύ συχνά σε ανεπαίσθητα περιστατικά της καθημερινής μας ζωής: όπως στα ενοχοποιητικά προς το δέκτη πολιτικά μηνύματα του τύπου «μαζί τα φάγαμε…», στα λανθάνοντα προπαγανδιστικά μηνύματα από τα media, στον καλυμμένο ψυχικό εκφοβισμό στο χώρο δουλειάς και το σχολείο, στις «ευγενείς» επιθέσεις από άτομα του φιλικού και του οικογενειακού περιβάλλοντος και βεβαίως στην ερωτική ζωή. Επειδή κινείται τις περισσότερες φορές σε επίπεδα παραγλωσσικά (περιφρόνηση, απαξίωση, αδιαφορία, αποσιωπήσεις, υπαινιγμοί, μορφασμοί και βλέμματα αποδοκιμασίας και μίσους, προσβλητικές παρατηρήσεις, κακεντρεχή σχόλια κ.λπ), δε γίνεται πάντοτε αντιληπτή ούτε μπορεί να στοιχειοθετήσει από νομικής πλευράς μια σοβαρή καταγγελία σε βάρος του διαπράττοντος.

Ωστόσο, ψυχιατρικά κατατάσσεται στις διαστροφές και οι συνέπειες για τους στόχους- θύματα μπορεί να είναι πολύ οδυνηρές. Η συνεχής έκθεση σε αυτού του είδους την «ηθική εξαπάτηση», γιατί περί αυτού εντέλει πρόκειται, μας αποσταθεροποιεί και ανοίγει το δρόμο σε κάθε λογής παραβιάσεις. Στην πιο ακραία μορφή της εκδηλώνεται είτε με τη διάλυση της προσωπικότητας μεμονωμένων ατόμων (character killing) είτε με τη μαζική πλύση εγκεφάλου σε πολιτικά ακροατήρια.

Η «Βασίλισσα της καρδιάς», επίσημη υποψηφιότητα της Δανίας για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, που παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες το τελευταίο διάστημα, πραγματεύεται ακριβώς αυτό το θέμα.

Ads

Είναι μια ταινία που συνεχίζεις να την σκέφτεσαι για μέρες, αφού την δεις. Θίγει σχεδόν με μπεργκμανική δεξιοτεχνία και προσοχή στις λεπτομέρειες, την ανηλεή διαστροφική σαγήνη που απορρέει από την εκάστοτε θέση ισχύος και τη διάθεση επιβολής. Η εκδήλωση σεξουαλικού ενδιαφέροντος της ώριμης και επιτυχημένης οικονομικά μητριάς προς τον ανήλικο έφηβο, γιο του συζύγου της από προηγούμενο γάμο, δεν αποτελεί ένα ανάλαφρο θεματικό κλισέ ερωτικής μύησης, αλλά μια πράξη συνειδητής χειραγώγησης τόσο στην αρχή της σχέσης όσο και στη λήξη της από την ίδια, κινούμενης από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης απέναντι στις κοινωνικές συμβάσεις. Το παιδί καταντά άθυρμα στα χέρια πρώτα του πατέρα του και μετά εκείνης, που διαδοχικά το κατακτά πνευματικά και ερωτικά, το διαψεύδει, το απορρίπτει και κυριολεκτικά το εξοντώνει.

Το επιβαρυντικό στοιχείο της ηρωίδας δεν είναι γιατί αφέθηκε στην ερωτική παρόρμηση με τον ανήλικο Γκούσταβ, άλλωστε η αντίληψη περί σεξουαλικής απελευθέρωσης που έχουμε σχηματίσει (λαθεμένα μάλλον) για τη σκανδιναβική κοινωνία σε συμπεριφορές- ταμπού, το δικαιολογεί. Επί της ουσίας, το εγκληματικό ατόπημά της βρίσκεται στο ότι, αν και  επαγγελματίας με αντικείμενο την προστασία των εφηβικών δικαιωμάτων, αφήνεται στην αίγλη της διαστροφικής βίας και κάνει χρήση της καταλυτικής της δύναμης. 

Βρίσκεται στο ότι παραγνωρίζει τις ψυχοπνευματικές ιδιαιτερότητες και ευαισθησίες της ηλικίας και δη ενός νέου, όπως ο συγκεκριμένος, που τον χαρακτηρίζουν η πατρική αποστροφή, η έλλειψη ομαλής οικογενειακής ζωής, η ρετσινιά του παραβατικού και η αυτοκαταστροφική διάθεση.

Η πνευματική και ηθική εξόντωση μέσω της επιρροής  βρίσκει έδαφος σε δυσλειτουργικές σχέσεις, σε περιπτώσεις ανισότητας, ευάλωτου ψυχισμού και γενικευμένης ανασφάλειας.

Προϋποθέτει επιστράτευση όλων των γνωστών τρόπων πειθούς, στοχεύοντας ταυτόχρονα στη λογική παγίδευση και στη συναισθηματική εξάρτηση του υποκειμένου. Στο πλαίσιο της ναρκισσιστικής αυτής σαγήνης, το θύμα δύσκολα συνειδητοποιεί την κατάσταση ανελευθερίας στην οποία εισέρχεται, χάνει την εικόνα της πραγματικότητας και του εαυτού του και σχεδόν «συνεργεί» δια της παθητικότητάς του από ένα σημείο και μετά στη διαιώνιση της καταπίεσής του. Συνήθως δε μιλά γι’ αυτό που του συμβαίνει σε κανέναν, βιώνοντας το φόβο της απομόνωσης, της απόλυσης, του χωρισμού, του στιγματισμού του ως τρελού ή μυγιάγγιχτου. Ποιος θα πιστέψει κάτι που δεν περιγράφεται εύκολα με λόγια, κάτι που δεν είναι χειροπιαστό, αλλά μια φευγαλέα αίσθηση, έστω κι αν συμβαίνει κατ’ εξακολούθηση;

«Αρκεί μια εύστοχη λέξη για να σκοτώσεις, να ταπεινώσεις ή να αιχμαλωτίσεις κάποιον χωρίς να λερώσεις τα χέρια σου…». Ας μας προβληματίσει λίγο αυτή η φράση του Pierre Desproges. Μήπως εκατοντάδες από εμάς στις συναντήσεις μας με τους άλλους ανθρώπους στη διάρκεια της ζωής μας το έχουμε ήδη πράξει ή θα το πράξουμε ή θα το υποστούμε κάποια στιγμή, μπαίνοντας εναλλάξ στο ρόλο της Άννε και στο ρόλο του Γκούσταβ; Βλέπετε, ο νόμος του ισχυρού, η εγωιστική ικανοποίηση των επιθυμιών μας και ο σιωπηλός πόνος δεν κάνουν διακρίσεις…

*Η Δέσποινα  Ράπτη είναι εκπαιδευτικός