Η εισαγγελική πρόταση για την απαλλαγή και την μη παραπομπή σε δίκη του 27χρονου φερόμενου ως βιαστή της Γεωργίας Μπίκα, σύμφωνα με τις μέχρι ώρα πληροφορίες, είναι φαινομενικά μία άρτια εισήγηση. Εξετάζει το διαθέσιμο αποδεικτικό υλικό, τις μαρτυρικές καταθέσεις και διέρχεται όλη την πραγματολογική βάση της υπόθεσης. 

Ads

Ωστόσο, όση «τεχνική» τεκμηρίωση και αν μετέρχεται η – γυναίκα – εισαγγελέας, αρνείται κατηγορηματικά να εξετάσει το πιο σοβαρό απ’ όλα τα στοιχεία της υπόθεσης: το τί σημαίνει, όχι για μια οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά για μια γυναίκα με την ταξική και κοινωνική καταγωγή της Γεωργίας Μπίκα, να αποφασίζει να βάλει τον εαυτό της στον λάκκο των λεόντων καταγγέλλοντας τον βιασμό της.

Η Γεωργία Μπίκα είναι μία νεαρή γυναίκα χωρίς γονείς, δηλαδή χωρίς το βασικότερο υποστηρικτικό πλαίσιο ενός ατόμου στην ηλικία της, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Ο θάνατος την χώρισε επίσης από τον σύντροφό της. Αυτά τα στοιχεία σε καμία περίπτωση δεν καθιστούν την Γεωργία «το κοριτσάκι με τα σπίρτα». Κάθε άλλο. Στη θέση της, οι περισσότερες γυναίκες δεν θα είχαν καν διανοηθεί να μπουν στην διαδικασία που εκείνη επέλεξε να μπει. Η Γεωργία είναι ό,τι ο κ.  Μητσοτάκης θα αποκαλούσε «λιγότερο προνομιούχος πολίτης». 

Εύλογα, θα αναρωτηθεί κανείς: «δηλαδή μία εισαγγελέας επιτρέπεται να επηρεαστεί συναισθηματικά από τις συνθήκες της ζωής του φερόμενου ως θύματος και τη συμπάθεια μιας μερίδα της κοινωνίας προς το πρόσωπό του; Δεν θα ήταν σφάλμα η κρίση της να καθοδηγηθεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα;».

Ads

Και βέβαια θα ήταν σφάλμα. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εισαγγελία αλλά και από το δικαστικό συμβούλιο που θα αποφασίσει για την εκδίκαση ή μη της υπόθεσης, δεν ζητείται να λυπηθούν την Γεωργία. Αντίθετα, ζητείται να αποστούν της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και των στερεοτυπικών προσεγγίσεων που αυτή καλλιεργεί. Αν και το ελληνικό #metoo επέφερε ρήξεις, μια μεγάλη μερίδα ευυπόληπτων και φιλήσυχων πολιτών ακόμα διερωτάται «τι γύρευε η πιτσιρίκα σε σουίτες πρωτοχρονιάτικα;». Δεν ακούσαμε όμως κάποιον αστυνομικό, δικαστικό ή άλλον θεσμικό παράγοντα να διερωτάται «γιατί σταμάτησαν οι κάμερες του ξενοδοχείου να λειτουργούν πρωτοχρονιάτικα;».

Κανείς δεν προσδοκά την άνευ δίκης καταδίκη οποιουδήποτε πολίτη. Η προσδοκία των δημοκρατικών πολιτών είναι, ωστόσο, ο κατηγορούμενος να δικαστεί. Τα απαλλακτικά βουλεύματα σε υποθέσεις που έχουν προκαλέσει κοινωνικούς τριγμούς, συνιστά την πλέον επονείδιστη, κοινωνικά αναίσθητη και δικαιοκρατικά οριακή πρακτική. Άλλωστε τα απαλλακτικά βουλεύματα σε τόσο σοβαρές υποθέσεις δεν εκδίδονται συνήθως για όποιον κι όποιον παρά μόνο για τα μέλη της ελίτ ή/και του οργανωμένου υποκόσμου. Στο πλάι αυτών των ομάδων στέκεται χωρίς περιστροφές η προτείνουσα εισαγγελέας.

Ο κατηγορούμενος, ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, που τελεί σε υπέρτερη θέση από την κατηγορούσα, πρέπει να δικαστεί. Αλλιώς, στην συγκεκριμένη υπόθεση, η μία πλευρά της ζυγαριάς της δικαιοσύνης θα γείρει δυσανάλογα υπό το βάρος της οικονομικής εξουσίας.

Οι δικαστικές αρχές δεν κινδυνεύουν από συναισθηματισμό. Από την όλο και διευρυνόμενη απόσταση που παίρνουν από το κοινό περί δικαίου αίσθημα κινδυνεύουν. Και αν διακινδυνευόταν απλώς η αξιοπιστία μερικών δικαστών, το κακό θα ήταν μικρό. Η διακινδύνευση αυτή αφορά κυρίως όλους και όλες εμάς. Τις αδερφές μας. Τις κόρες μας. Τις μητέρες μας. Τις συντρόφους μας και τις συζύγους μας. Τις δικές μας Γεωργίες.