OΕμανουέλ Μακρόν είναι ένας άνθρωπος με μεγάλες ιδέες για την Ευρώπη. Από την εκλογή του το 2017 δεν έχει χάσει ευκαιρία να ξεδιπλώσει το όραμά του για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον – σε μεγάλο βαθμό επαναλαμβάνοντας τον εαυτό του. Στην πρόσφατη συνέντευξη του στον βρετανικό Economist έδωσε στο κάλεσμά του για ευρωπαϊκή ενότητα έναν επιπλέον τόνο κατεπείγοντος: Το ΝΑΤΟ είναι «εγκεφαλικά νεκρό», η ήπειρος βρίσκεται «στο χείλος του γκρεμού» κι αν δεν ξυπνήσει «δεν θα έχει τον έλεγχο του πεπρωμένου της».

Ads

Και μπορεί ο Πρόεδρος της Γαλλίας να διακηρύσσει την προσήλωσή του στο ευρωπαϊκό ιδεώδες, σε τελική ανάλυση όμως δεν παύει να είναι πάνω από όλα ο Πρόεδρος της Γαλλίας. Είναι λογικό να φιλτράρει την ευρωπαϊκή του πολιτική μέσα από το πρίσμα των προτεραιοτήτων, των αναγκών ή και των φόβων της χώρας της οποίας ηγείται. Στο κάτω κάτω, η επανεκλογή του δεν εξαρτάται από την έγκριση των Γερμανών, των Ιταλών ή των Ελλήνων πολιτών αλλά των Γάλλων.

Δεν θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που η Γαλλία επιδιώκει να ντύσει με έναν ευρωπαϊκό μανδύα τη δική της διεκδίκηση για την ηγεσία της Ευρώπης, για να συντηρήσει την αύρα του γαλλικού grandeur. Από αυτή την άποψη, η γαλλική διπλωματία αποδεικνύεται περισσότερο αποτελεσματική όταν ενεργεί υπό την τρικολόρ και σαφώς λιγότερο όταν τυλίγεται στην κυανή σημαία με τα δώδεκα χρυσά άστρα. Η κοντόφθαλμη κίνηση του Μακρόν να μπλοκάρει την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα ευρωπαϊκό φιάσκο στα Βαλκάνια, το οποίο πρέπει να διορθωθεί σύντομα, πριν προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά.

Από την άλλη, του πιστώνεται ως επιτυχία η ανακοίνωση ότι το «σχήμα της Νορμανδίας» –η άτυπη ομάδα επαφής, με τη συμμετοχή των ηγετών Γαλλίας, Γερμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, που επιδιώκει την εξομάλυνση της κρίσης στην ανατολική Ουκρανία– θα ενεργοποιηθεί εκ νέου στο Παρίσι, για πρώτη φορά από το 2016.

Ads

Η φιλοδοξία του Μακρόν να αναλάβει ηγετικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα είναι εύλογη – ίσως και θεμιτή. Όμως ούτε ο ίδιος είναι Ντε Γκωλ (ή Μιτεράν), ούτε η Γαλλία έχει το ειδικό βάρος που είχε τις δεκαετίες του 1960 και του 1980. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι η αποχώρηση της Βρετανίας δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη ανισορροπία υπέρ του έτερου εταίρου του γαλλογερμανικού άξονα, κάτι που η Γαλλία δείχνει απρόθυμη να συνειδητοποιήσει, επιλέγοντας να βλέπει το Brexit σαν ευκαιρία για βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Η πραγματικότητα είναι ότι καμία από τις προτάσεις του Μακρόν δεν θα είχε την παραμικρή πιθανότητα να προχωρήσει χωρίς το πράσινο φως από το Βερολίνο, το οποίο δεν δείχνει να μοιράζεται τον ενθουσιασμό του για ένα μεγάλο ευρωπαϊκό άλμα προς τα εμπρός.

Αυτό είναι προβληματικό όχι μόνο για την ίδια τη Γαλλία αλλά και για κάθε χώρα της Ευρώπης που θα επιθυμούσε έναν αυξημένο ρόλο για το Παρίσι, ως αντίβαρο στη γερμανική πρωτοκαθεδρία. Σε αυτό το σημείο όμως εντοπίζεται το θεμελιώδες σφάλμα στη λογική του Μακρόν: Η ευρωπαϊκή πολιτική παραμένει ζήτημα (αν) ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Το ευρωπαϊκό μοντέλο σήμερα θυμίζει μάλλον τον 19ο αιώνα, παρά το δεύτερο μισό του 20ού.

Ο Γάλλος Πρόεδρος δείχνει να το αντιλαμβάνεται, αλλά η δική του απάντηση είναι μια παθιασμένη πρόσκληση να βάλουν τα ευρωπαϊκά κράτη το «κοινό ευρωπαϊκό καλό» πάνω από το, με τη στενή έννοια του όρου, εθνικό τους συμφέρον. Ωστόσο, δεν απαντάει στο ερώτημα ποιο ακριβώς είναι αυτό το κοινό ευρωπαϊκό καλό ή γιατί όλες οι ευρωπαϊκές χώρες θα έδιναν την ίδια ερμηνεία στη φράση ή με ποιον μαγικό τρόπο θα ξεπεραστεί η αλλόκοτη τάση των ηγετών των ευρωπαϊκών κρατών, της Γαλλίας συμπεριλαμβανομένης, να έχουν ως προτεραιότητα το συμφέρον της χώρας τους.

Αυτό που επιδιώκει ο Μακρόν είναι, στην ουσία, η ενεργοποίηση του εν υπνώσει γαλλογερμανικού άξονα, με ερέθισμα το Brexit, ως κινητήρια δύναμη για μια ευρωπαϊκή πολιτική ένωση, την οποία, εν τούτοις, δεν δείχνει να επιθυμεί διακαώς κανείς άλλος. Το όραμα του Μακρόν δεν προσφέρει κάποια ιδιαίτερα ρηξικέλευθη ή πρωτότυπη ιδέα, όσο κι αν ο ίδιος θα ήθελε να της προσδώσει τον αέρα της ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης. Δεδομένης εξάλλου της αδυναμίας τόσο του ίδιου (και όχι μόνο λόγω των Κίτρινων Γιλέκων) όσο και της Μέρκελ στο εσωτερικό των κρατών τους, θα ήταν ασφαλές να εικάσει κανείς ότι οι ελπίδες για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον, είναι από ισχνές έως ανύπαρκτες.

Το πιθανότερο είναι ότι η ΕΕ θα συνεχίσει με βήμα σημειωτόν στη σημερινή της μορφή, χωρίς να πηγαίνει κάπου, αλλά επιβιώνοντας μόνο και μόνο επειδή οι εναλλακτικές, είτε πρόκειται για περαιτέρω ολοκλήρωση είτε για διάλυση, είναι ουτοπικές στην πρώτη περίπτωση, επώδυνες στη δεύτερη. Σημαίνει αυτό ότι δεν έχει νόημα η περαιτέρω συζήτηση για το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, πέρα και πάνω από την ΕΕ; Ασφαλώς όχι. Ωστόσο, χρειάζεται να πάψει το ευρωπαϊκό πολιτικό κατεστημένο να αναφέρεται στην «Ευρώπη» σαν κάτι που δεν είναι και δεν πρόκειται να γίνει και να ξεπεράσει την τάση του να την κατασκευάζει άνωθεν, ερήμην των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Ο ίδιος ο Μακρόν δίνει μια καλή βάση συζήτησης, στο τμήμα της συνέντευξής του στον Economist όπου καταπιάνεται με τις προκλήσεις της Ευρώπης στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο του 21ου αιώνα: Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα, τα οποία είναι προς το συμφέρον τους να αντιμετωπίσουν με συνεργασία, όχι με ανταγωνισμό. 

* Γιάννης Γούναρης, Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ