Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να συζητήσουμε για την εικόνα της Ελλάδας σχετικά με τον πολιτισμό και τα Μέσα. Θα μου επιτρέψετε στο ξεκίνημα της συνάντησης να κάνω μια πολύ σύντομη και απλουστευτική αναφορά στην εικόνα, στην δύναμη της εικόνας όπως την εκφράζει ένας αρχαίος μύθος, ο μύθος του Ναρκίσσου:

Ads

Όταν ο Νάρκισσος  μας λέει ο μύθος είδε για πρώτη φορά την εικόνα του χωρίς να ξέρει ότι είναι  δική του, την ερωτεύτηκε. Έκανε δηλαδή την πρώτη επένδυση στην ζωή του. Και για να κρατήσει την επένδυση αυτή ακόμα και όταν κατάλαβε ότι η εικόνα δεν ήταν παρά το είδωλό του δεν την εγκατέλειψε, μένοντας δίπλα της μέχρι το τέλος. Το τέλος της εικόνας και του εαυτού του. Της εικόνας που ήταν ο εαυτός του.

Της εικόνας που ήταν η σκιά και το φάντασμα του εαυτού του. Η σχέση μας με την εικόνα είναι θεμελιακή. Μέσα από αυτήν αντιλαμβανόμαστε το σώμα μας, την υπόσταση μας, την σχέση μας με τον άλλο,  με τον άλλο που ενεδρεύει μέσα μας, και τον άλλο που υπάρχει απέναντι μας. Μπορεί να πεθάνει κανείς για μία εικόνα. Ή να σκοτώσει. Ακόμα και όταν η εικόνα αυτή είναι άπιαστη, πλαστή, κατασκευασμένη. Ή για να το πούμε αλλιώς, Μια εικόνα μπορεί να σώσει. Αλλά μπορεί επίσης και να απειλήσει, να υποσκάψει και να σκοτώσει όχι μόνο συμβολικά αλλά κάποτε και κυριολεκτικά.

Η έρευνα σχετικά με την εικόνα της Ελλάδας στον Πολιτισμό και τα Μέσα που θα παρουσιαστεί σήμερα καλύπτει τέσσερα χρόνια από το 2010 μέχρι και το 2013. Με άλλα λόγια αφορά ένα σημαντικό μέρος της περιόδου κατά την οποία εκδηλώθηκε η οικονομική, πολιτική  και  σε μεγάλο βαθμό πολιτισμική κρίση ως μέρος αλλά και ως ακραίο σύμπτωμα της παγκόσμιας. Της περιόδου επίσης κατά την οποία οι Έλληνες συνειδητοποίησαν με τραυματικό τρόπο ότι η εικόνα τους ως συνόλου και όχι απλώς ως μεμονωμένων προσώπων δεχόταν μια ισχυρή και αναπάντεχη μάλλον επίθεση από το εξωτερικό και όχι μόνον, έτσι που βασικά πολιτισμικά της στοιχεία να αμφισβητούνται και να κατεδαφίζονται.

Ads

Η κοινωνία μας μπορεί να μην έχει μια πλήρη εποπτεία όλων των φαινομένων και των επί μέρους γεγονότων που περιλάμβανε η επίθεση αυτή. Ωστόσο, σε μεγάλη μερίδα του λαού μας, εδραιώθηκε, με εμπειρικό έστω και αποσπασματικό τρόπο η πεποίθηση ότι η επίθεση αυτή ήταν ένα φαινόμενο  αναπάντεχο και αν όχι πρωτοφανές τουλάχιστον πολύ σπάνιο  για την επιμονή, την συστηματικότητα και την αγριότητά του. Και επίσης κάτι που από την μια περιλάμβανε μια ευρύτατη γκάμα εκδηλώσεων του πνευματικού και του υλικού πολιτισμού των Ελλήνων και από την άλλη συμπλήρωνε την οικονομική και πολιτική επίθεση που δεχόταν η χώρα και που είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση και τον εξευτελισμό ενός ολόκληρου λαού. Γεγονός είναι ότι η ψήφος κατά τις τελευταίες εκλογές κρίθηκε, πέρα από τους λοιπούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, και από την συλλογική αντίδραση που αυτή και άλλες καταστάσεις είχαν προκαλέσει,  κάνοντας την οργή να νικήσει την ώρα της κάλπης τον φόβο.

Είναι αναμενόμενο να τείνει κανείς να αποδώσει την επίθεση εναντίον της εικόνας της Ελλάδας αποκλειστικά σε κάποιο οργανωμένο σχέδιο. Η απλουστευτική κατά την γνώμη μου αυτή άποψη έχει  ωστόσο  υπέρ της ένα απλό οικονομικό επιχείρημα: Όποιος θέλει να εξαγοράσει σε εξευτελιστική τιμή μια εταιρεία, ένα ακίνητο, ένα οικόπεδο επιδιώκει να αμαυρώσει την εικόνα του κάνοντας ισχυρότερη την διαπραγματευτική του θέση. Η άποψη έχει βάση, αλλά μια χώρα και ένας πολιτισμός δεν είναι απλώς οικόπεδα. Παρεμβαίνουν, η ιστορία, η πολιτική, οι συνειδητές και ασύνειδες αντιδράσεις των ατόμων και των συνόλων που καθιστούν τα φαινόμενα πιο σύνθετα. Ας επιχειρήσουμε να δούμε από την άποψη αυτή σε ένα μεγαλύτερο βάθος χρόνου και πολιτικών συνθηκών το ζήτημα της εικόνας της Ελλάδας και του πολιτισμού της στα Μέσα και όχι μόνο.

Ας αρχίσουμε με κάποιες αυτοκριτικές παρατηρήσεις, οι οποίες προσπαθούν χωρίς διάθεση αυτομαστίγωσης να δουν την θλιβερή, ηθελημένη είτε και αθέλητη συμβολή ελληνικών παραγόντων στις επιθέσεις κατά της εικόνας της Ελλάδας. Το πρώτο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση και τα Μέσα υποβάθμισαν, απώθησαν θα λέγαμε με ψυχαναλυτική ορολογία τις τεκμηριωμένες ανησυχίες που είχαν ήδη εκφραστεί από περισσότερες πλευρές  για την κατάσταση της οικονομίας μας μέσα στην παγκόσμια κρίση και για τις συνολικές πολιτικές και άλλες συνέπειες της για την χώρα.

Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με κομβικά πολιτικά ζητήματα, την στάση στην κρίση της Γιουγκοσλαβίας και την εισβολή του ΝΑΤΟ στην χώρα το 1999 και ακόμη την αρνητική στάση Ελλάδας και Κύπρου στο σχέδιο Ανάν. Στάσεις που όσο και αν μπορεί να θεωρηθούν  δικαιωμένες  τοποθετούσαν την Ελλάδα απέναντι στα συμφέροντα των ισχυρών της Ευρώπης και της Δύσης, που φημίζονται για την μακρά τους μνήμη και ακόμη που μοιάζουν να δικαιώνουν την θεωρία του Χάντιγκτον περί της Ελλάδας ως «ανωμαλίας» στο Δυτικό στρατόπεδο. Η ελληνική πολιτική τάξη είχε με άλλα λόγια σε ένα τουλάχιστον βαθμό επιδείξει ένα στρουθοκαμηλισμό απέναντι σε ενδεχόμενες ή βέβαιες απειλές που σωρευόταν από καιρό στον ορίζοντα. Ενώ συγχρόνως  πρότεινε  στον  ελληνικό λαό  ένα καταναλωτικό μοντέλο ζωής βασισμένο στο πλαστικό χρήμα. 

Πλάι σε αυτά τα στοιχεία η πρώτη μνημονιακή κυβέρνηση της Ελλάδας, αυτή του Γιώργου Παπανδρέου κινήθηκε στα άλλο άκρο από αυτό της απώθησης, περνώντας με μια διπολική συμπεριφορά, από το «λεφτά υπάρχουν» στις παρομοιώσεις του ναυαγίου της χώρας  με αυτό του Τιτανικού και στην διαπίστωση, εν συνεχεία δημοφιλέστατη στα χείλη των συστηματικών ξένων της κατηγόρων, ότι η χώρα είναι διεφθαρμένη.

Οι παρατηρήσεις ωστόσο αυτές δεν μπορούν να θεμελιώσουν την άποψη ότι η επίθεση κατά της εικόνας της Ελλάδας και του πολιτισμού της στα ευρωπαϊκά Μέσα αποφασίστηκε και υλοποιήθηκε κατά κύριο λόγο με την βούληση είτε έστω εξ αιτίας των λαθών Ελλήνων. Οι λόγοι που μας οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό δεν είναι κάποιος ανεδαφικός πατριωτισμός, αλλά μια σειρά από στοιχεία που επιβεβαιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την έρευνα που παρουσιάζεται σήμερα. Το πρώτο στοιχείο είναι η ένταση, η διακρατική έκταση  και η επιμονή της επίθεσης σε στερεότυπα, όπως η διαφθορά, η ασυνέπεια, η αναξιοπιστία, η τεμπελιά, ο ανώριμος, ο μη ευρωπαϊκός χαρακτήρας των Ελλήνων, ακόμα και οι διατροφικές τους συνήθειες. Το δεύτερο στοιχείο είναι ο βαθμός της οργάνωσης της επίθεσης όχι μόνον στο στενά μεντιατικό επίπεδο αλλά και σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε επιστημονικό ή επιστημονικοφανές.

Για να παραχθούν για παράδειγμα άρθρα σαν αυτό που δημοσίευσε το περιώνυμο περιοδικό Focus, περισσότερο γνωστό για την χυδαιότητα που περιλάμβανε το άλλο του δημοσίευμα με το δαχτυλάκι της Αφροδίτης,  απαιτήθηκε οπωσδήποτε η δουλειά ιστορικού ή ιστορικών  που διάβασαν, όπως αυτοί εννοείται ήθελαν, το σύνολο της ελληνικής Ιστορίας. (2.000 χρόνια παρακμής). Στο κείμενο αυτό παρελαύνουν από τον Φαλμεράιερ και το «εκφυλισμένο» γένος των Ελλήνων, μέχρι τον Σπένγκλερ και τα της επιβεβαίωσης του σχήματος του περί  «παρακμής», αλλά και τα περί πνευματικής φτώχειας, αφού η Ελλάδα δεν έχει καλλιτέχνες/ποιητές  πάρα μόνον  αυτούς που ποιούν τα  ψευδή οικονομικά  μεγέθη  και εν τέλει  δεν έχει έστω ούτε καν το στοιχειώδες που έχουν όλοι οι λαοί: μια καλή κουζίνα.  

Οι πολιτικές και μεντιατικές αυτές παραμορφωτικές οπτικές περί των Ελλήνων και του πολιτισμού τους υπακούουν σε ένα ρητορικό δίπτυχο του οποίου και οι δύο εκδοχές ανήκουν σε ένα ευρύτερο κυριαρχικό σχήμα με αποικιοκρατική ή/ και ρατσιστική καταγωγή. Η πρώτη οπτική για τους Έλληνες εκφράζεται  στα λεγόμενα πολλών  αξιωματούχων όταν λένε ότι οι Έλληνες πρέπει να μάθουν, να μελετήσουν κλπ.  το μάθημά τους, ώστε, θα λέγαμε, να προαχθούν στην επόμενη τάξη, αυτή των Ευρωπαίων με πλήρη δικαιώματα. Είναι μια μετεξέλιξη της πιο ανθρωπιστικής με πολλά εισαγωγικά αποικιοκρατικής άποψης που βλέπει τους ιθαγενείς, Οτεντότους, αλλά και Μεξικάνους Ινδούς και Κινέζους με τους χιλιόχρονους και άκρως σύνθετους πολιτισμούς τους ως παιδιά που χρήζουν διαπαιδαγώγησης που φυσικά περιλαμβάνει και αυστηρές τιμωρίες. Η δεύτερη οπτική  θεωρεί ότι  οι σημερινοί  Έλληνες – αδιάφορο αν ανήκουν σε ένα μεγάλο πολιτισμό που παρήκμασε αναπότρεπτα ή αν σχετίζονται με αυτόν μόνον κατ’ όνομα- είναι ξένα σώματα και έστω και αν δεν αποτελούν μια καταραμένη φυλή- όπως ξέρουμε ότι έβλεπαν οι Ναζί τους Εβραίους-  είναι ένα μίασμα και μια μόλυνση που πρέπει να εξωσθεί από το υγιές ευρωπαϊκό σώμα. Τα πολιτισμικά στερεότυπα είναι επίμονα γιατί έχουν βάθος χρόνου και εμφανίζονται σε περιόδους κρίσης ως μία επιστροφή του απωθημένου.

Υπάρχει ένα αναγκαίο δεύτερο μέρος ως απάντηση  στα παραπάνω: Ο εντοπισμός  ενός  πνευματικού και επικοινωνιακού  οπλοστασίου, που να αποτελεί σύνθεση κληρονομιάς και εύρεσης, επιστήμης,  δημιουργίας και πολιτικής σκέψης και δράσης, και που πρέπει να αξιοποιήσει η Ελλάδα για να βελτιώσει την αντίληψη των ξένων αλλά και την αντίληψη των ίδιων των ελλήνων για της εικόνα του πνευματικού και του υλικού πολιτισμού τους. Τόποι όπου μια τέτοια προσπάθεια πρέπει να εξελιχθεί είναι η παιδεία, η έρευνα  και η πολιτιστική δημιουργία αλλά επίσης η επικοινωνία και ένας τομέας στον οποίο εργαζόμαστε, εμείς και κάποιοι άλλοι έλληνες συνάδελφοι, και που πρέπει να αξιοποιηθεί άμεσα: Ο τομέας της πολιτιστικής διπλωματίας στου οποίου την  συζήτηση  ελπίζουμε  να αφιερώσουμε ένα επόμενο στάδιο της δουλειάς μας.

Ελπίζω να καταφέρουμε να έχουμε και εδώ αποτελέσματα όχι κατόπιν εορτής προσπαθώντας να διορθώσουμε ζημίες που έχουν ήδη γίνει, αλλά ανοίγοντας έγκαιρα εναλλακτικούς είτε συμπληρωματικούς δρόμους και επενδύοντας  σε έργα πολιτισμού. Το να ξαναφτιάξεις μια εικόνα στραπατσαρισμένη  δεν  είναι εύκολη υπόθεση. Δεν σημαίνει μία ακόμη επιστροφή  σε στερεότυπα. Αλλά μία προσπάθεια αυτογνωσίας. Και  θέλω να σημειώσω  επίσης ότι η εικόνα της Ελλάδας και του πολιτισμού της στα Μέσα και οι στρατηγικές βελτίωσής της είναι κάτι που ναι μεν συνδέεται άμεσα με την σημερινή δραματική συγκυρία αλλά ταυτοχρόνως την υπερβαίνει. Ακόμη και όταν θα καταφέρουμε να έχουμε ένα σοβαρό και οργανωμένο πολιτικό διάλογο με τις χώρες που περιλαμβάνονται π.χ. στο ακρωνύμιο BRICS, Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική ή όποιες άλλες θα καταλάβουμε ότι και σε αυτούς τους χώρους η εικόνα της Ελλάδας χρειάζεται υποστήριξη και εμβάθυνση που εννοείται ότι δεν μπορεί να προέλθει παρά από την παράλληλη βαθύτερη κατανόηση της εικόνας του άλλου.

Μια τέτοια προσπάθεια κατανόησης της εικόνας μας στα μάτια των άλλων και των άλλων μέσα από την δική μας και την δική τους ματιά είναι και η  έρευνα αυτή που σχεδιάσαμε στο Εργαστήρι Τεχνών και Πολιτιστικής Διαχείρισης και πραγματοποίησαν οι πέντε σημαντικοί νέοι έλληνες και ελληνίδες επιστήμονες που θα  την παρουσιάσουν. Τους συγχαίρω και τους ευχαριστώ καθώς επίσης και τον καθηγητή Μιχάλη Σταθόπουλο που με την ευγενική του χορηγία βοήθησε αυτήν και άλλες έρευνες του Τμήματος ΕΜΜΕ να γίνουν πραγματικότητα.       

* Η Πέπη Ρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

** Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισήγηση της Πέπης Ρηγοπούλου κατά την παρουσίαση της έρευνας: Η εικόνα της Ελλάδας σε Γερμανικά και Βρετανικά Μέσα και η προβολή της σε Ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης: Σε αναζήτηση Πολιτισμικών  Στερεοτύπων. Η έρευνα παρουσιάστηκε  κατά την  Διημερίδα του Εργαστηρίου Τεχνών και Πολιτιστικής Διαχείρισης με θέμα: Η εικόνα της Ελλάδας: Πολιτισμός και ΜΜΕ.