Ένα πλήθος εθνογραφικών, ψυχολογικών και κοινωνιολογικών μελετών έχει επισημάνει τα τελευταία χρόνια τη μεταβαλλόμενη φύση της γονεϊκότητας, ιδίως της μητρότητας, στη νέα εποχή, καθιστώντας την πιο δύσκολη από ποτέ τους 2 τελευταίους αιώνες.

Ads

Το εξελισσόμενο αυτό φαινόμενο σχετίζεται τόσο με την γήρανση του πληθυσμού, όσο όμως και με σύνθετα και θεμελιώδη φαινόμενα στον χώρο της κοινωνίας, της οικονομίας και του πολιτισμού που επηρεάζουν άμεσα την ψυχική υγεία και την κοινωνική παθογένεια. Στην παρούσα μελέτη θα εξετάσουμε σταχυολογικά κάποιους από τους σπουδαιότερους παράγοντες, με την ελπίδα αυτό να προξενήσει τόσο συζήτηση, όσο και να οδηγήσει στην αναζήτηση πρακτικών που θα το αντιμετωπίσουν, ή έστω θα το απαλύνουν.

1. Από την συλλογική στην εξατομικευμένη μητρότητα

Η μητρότητα, όπως και κάθε άλλο κοινωνικο/πολιτισμικό φαινόμενο, παρά τις χειριστικές προσπάθειες να νοηθεί ως ακίνητη,  έχει μεταβληθεί στη διάρκεια των αιώνων. Η κοινωνική ανθρωπολογία έχει δείξει πόσο η μητρότητα συνέβαλλε στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού από την εμφάνιση του Homo Erectus κι έπειτα.

Ads

Σε αντίθεση με τους χιμπατζήδες και τους γορίλες, οι πρώτες ανθρώπινες μητέρες ξεκίνησαν ένα νέο στυλ ανατροφής των μικρών τους, επιτρέποντας σε άλλους κι άλλες να βοηθούν στη σίτιση και τη φροντίδα των βρεφών. Ήταν μια αλλαγή που, σύμφωνα με την ανθρωπολόγο Sarah Hrdy, είχε τον πιο σημαντικό αντίκτυπο στην μετέπειτα ανθρώπινη εξέλιξη. Ένας λόγος για αυτή την αλλαγή ήταν το γεγονός ότι τα ανθρώπινα βρέφη εξαρτώνται πολύ περισσότερο από κάθε άλλου είδους ζώο, για την επιβίωση στα πρώτα τους χρόνια.

Ο νεαρός και η νεαρή άνθρωπος, για παράδειγμα, χρειάζεται περίπου 13 εκατομμύρια θερμίδες επί πολλά χρόνια πριν γίνει διατροφικά ανεξάρτητος/η. Σε αυτές τις συνθήκες οι μητέρες χρειάζονταν κάποια βοήθεια. Επομένως, σε κάθε γνωστή ανθρώπινη κοινωνία από τη μέση Πλειστόκαινη περίοδο, βρίσκουμε ένα φαινόμενο γνωστό ως Alloparenting («αλλογονικό»;) – δλδ τη συμμετοχή της ευρύτερης οικογένειας και κοινότητας στην πρώιμη ανατροφή και φροντίδα των παιδιών.

Η θέση της μητέρας της μεταξύ των φροντιστών παρέμεινε βέβαια κεντρική για την ανάπτυξή των παιδιών. Σε όλη την εξέλιξή μας, λοιπόν, η μητρότητα έχει τοποθετηθεί σε υποστηρικτικά κοινωνικά πλαίσια – επιτρέποντας στις μητέρες να αναπτύξουν τους βασικούς πρωταρχικούς δεσμούς με τα βρέφη και τα παιδιά τους, αλλά και επιτρέποντάς τους να είναι επιπλέον παραγωγικά μέλη των ομάδων στις οποίες ζούσαν, καθώς οι συλλέκτριες τροφίμων ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβίωση αφού το κυνήγι δεν μπορούσε να συνεισφέρει τροφή αρκετή σε καθημερινή βάση.

Η κατανομή σημαντικού μέρους των ευθυνών της παιδικής μέριμνας ήταν αυτό που επέτρεψε αυτή την προσαρμοστική ρύθμιση να ανθίσει.

Κάτι που διατηρήθηκε έως και το 2ο μισό 20ο αιώνα, ιδίως σε αγροτικές περιοχές και λαϊκές συνοικίες, αφού στις αστικές είχε ήδη εμφανιστεί από τον 18ο αιώνα ακόμη η επ’ αμοιβή ή φιλοξενία νταντά και η τροφός. Όμως, η έγερση και καθιέρωση της πυρηνικής οικογένειας κυρίως από το 2ο μισό του 20ου και σίγουρα στον 21ο αιώνα, ανάγκασε τις κοινότητες να παραιτηθούν από αλλογονείς (ή αντίστοιχες) γονεϊκότητες (ιδίως μητρότητες) παρόλο που οι μητέρες έχουν τις ίδιες «πρωταρχικές» ανάγκες για υποστήριξη στο ρόλο τους ως “πρωταρχικοί εγγυητές του μέλλοντος του ανθρώπινου είδους” που είχαν πάντα.

2. Η αύξηση της εγκληματικότητας

Όπως το κοινωνικό κράτος μα και οι συλλογικότητες καταρρέουν, και παράλληλα με την συρρίκνωση της δυνατότητας για παιδικούς σταθμούς και των αγριότερων συνθηκών και ωραρίων εργασίας, έρευνες στην Βρετανία πχ δείχνουν ότι μεταξύ 2000 και 2005 ο χρόνος που αφιερώθηκε στη φροντίδα των παιδιών από τις μητέρες αυξήθηκε κατά 14%. Για τους πατέρες, ωστόσο, αυξήθηκε κατά 36% σε σχέση με το προηγούμενο ποσοστό τους, δυσκολεύοντας και τον δικό τους ρόλο, παρόλο που παραμένει εξαιρετικά ανισομερής σε σχέση με τις μητέρες.

Αυτό το φαινόμενο δεν καταγράφεται ως ‘αποτροπή’ της ενασχόλησης με το παιδί, κάτι που είναι και αναγκαίο και θετικό, αλλά για να επισημανθεί η επίδραση που έχει το ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό ‘τοπίο’ στην γονεϊκότητα, καθώς η αύξηση της εγκληματικότητας και η συρρίκνωση των κοινωνικών δομών, πολλαπλασιάζει τον χρόνο εγκλεισμού των παιδιών στο σπίτι. Ενώ οι γιαγιάδες, οι παππούδες κι οι γονείς μας μπορούσαν να αφήνουν τα παιδιά να εκτονώνονται σε γειτονιές και πλατείες, παίζοντας μεταξύ τους επί ώρες (κάτι πολύτιμο για την παιδική ηλικία), τώρα αυτό θεωρείται, και δικαιολογημένα στα αστικά κυρίως κέντρα, ως ‘έκθεση σε κίνδυνο’ και ‘ελλιπή επιμελητεία’. Σε αυτό συμβάλλει και η κοινωνική πρόσληψη της παιδικής ηλικίας αφού επί αιώνες τα παιδιά γνώριζαν την ‘παιδική καθήλωση’ με διάφορους τρόπους, (είτε σφιχτά δεμένα με πανιά ως βρέφη, είτε με την πατρική –κυρίως- αυστηρότητα ως τις αρχές του προηγούμενου αιώνα) ενώ τώρα (και σωστά όταν δεν φτάνει σε ακρότητες) θεωρούνται ως πλάσματα με δική τους θέληση και προσωπικότητα.

Πάντως σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί γίνεται σαφές ότι πολύ περισσότερες μητέρες πιστεύουν ότι πλέον περνούν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους σε σύγκριση με τις μητέρες τους και όχι λιγότερο. Παρά την ανάγκη για είσοδο ή παραμονή των γυναικών σε μία ιδιαίτερα άγρια ‘αγορά εργασίας’ που ήδη φορτώνει τους ανθρώπους ανεξάρτητα από φύλο πολύ, σημαντικές αλλαγές έχουν καταγραφεί μεταξύ 2000 και 2005 σε σχέση με την γονεϊκότητα και ιδίως την μητρότητα. Μέσα σε αυτό το εξαντλητικό περιβάλλον, η «φυσική φροντίδα και επίβλεψη» για τις μητέρες αυξήθηκε κατά 14,7 ώρες την εβδομάδα σε σύγκριση με 5,0 για τους πατέρες, ενώ είναι σημαντικό πως η αύξηση αυτή έχει και ποιοτικά χαρακτηριστικά, αφού αφορά την πρωταρχική ευθύνη για την καθημερινή φροντίδα και ανατροφή των παιδιών στο σπίτι που περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από την ευχάριστη ενασχόληση του ‘παιχνιδιού με το παιδί’, παράμετρο που αφορά κυρίως τους πατέρες.

3. Η επιρροή του νεοφιλελευθερισμού

Αυτά τα ‘υπόγεια’ ποιοτικά χαρακτηριστικά συνδέονται εμβληματικά με το κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο. Όχι μόνο εξαντλητικά ωράρια σε καθεστώς απόλυτης ανάγκης για την μεγάλη πλειοψηφία να δουλεύουν κι οι δυο γονείς, δουλειές (και όχι εργασίες) στα όρια μιας μηχανικής της αγοράς που δεν προσφέρει ικανοποίηση, κατάρρευση δομών και συστημάτων υγείας και παιδείας παγκόσμια, προσπαθούν να αντιμετωπιστούν με διευρυμένα ωράρια στη νηπιακή εκπαίδευση, και όχι με πιο ουσιαστικές αλλαγές.

Εάν αυτό που χαρακτηρίσθηκε ως «υστερία» της νοικοκυράς και της μητέρας τους προηγούμενους αιώνες (ψυχολογιοποιώντας με έμφυλα χαρακτηριστικά ένα κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο), δημιούργησε  το είδος του ανθρώπου που σιδέρωνε μέχρι τελικής πτώσης σεμεδάκια ώστε να νιώθει πως δημιουργεί, κι αν έβγαζε αυτήν την ψυχο-κοινωνική καταπίεση στα παιδιά, αγόρια και κοριτσια, συχνά ευνουχίζοντάς τα ασυνείδητα,  τώρα το αίτημα που εγέρθηκε μέσα από τους αγώνες των γυναικών (και ανδρών συμμάχων τους) για συμμετοχή στη δημιουργική εργασία ως προαπαιτούμενο ψυχικής ισορροπίας, δείχνει να έχει μετατραπεί (και για τα 2 φύλα αλλά με δεδμένες τις δυσκολότερες συνθήκες για τις μητέρες) σε υποχρέωση και δουλεία.

Ήδη σημαντικές μελέτες όπως το “Of Woman Born” (Γέννημα Γυναίκας) της εμβληματικής Άντριαν Ριτς, είχαν καταγράψει από πριν την δυσκολία να δημιουργείς πχ κάτι στον ακαδημαϊκό (και όχι μόνο) χώρο, όπου κάθε σκέψη και κάθε λέξη παραγόταν σε συνθήκες απίστευτης εξάντλησης, αφού οι συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών ήταν «περισσότερες από ό,τι μπορούσε να ικανοποιήσει κάθε άνθρωπος, εκτός από το να αγαπούν συνεχώς, άνευ όρων, από την αυγή μέχρι το σκοτάδι και συχνά στη μέση της νύχτας».

Μάλιστα, κι ενώ ένα πλήθος ηλεκτρικών συσκευών εξοικονομούν συγκριτικά με το παρελθόν χρόνο, οι μητέρες, στο σύνολο του προηγούμενου αιώνα, έκαναν τα τρία τέταρτα όλων των οικιακών εργασιών, κατά μέσο όρο 18,5 ώρες την εβδομάδα, σε σύγκριση με 6 ώρες την εβδομάδα για τους άνδρες. Tα δεδομένα για τις ‘κοινωνικά φιλελεύθερες’ μετά τα κοινωνικά κινήματα του 60 δεκαετίες του 1970 και του 1980 δείχνουν ότι οι ώρες που δαπανώνται για οικιακές εργασίες, συμπεριλαμβανομένης της φροντίδας των παιδιών, αυξήθηκαν κατά 24% μεταξύ 1974 και 1987. Οι συνεισφορές των ανδρών κατά τη δεκαετία του 1970/1980 διπλασιάστηκαν, αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλότερες από αυτές των μητέρων.

Η τάση αυτή συνεχίζεται σε ένα πλαίσιο οικιακής απομόνωσης των παιδιών, που με δεδομένο πως πολλές οικογένειες έχουν μόνο ένα παιδί ή είναι μονογονεϊκές λόγω των ευρύτερων συνθηκών, δημιουργεί το διαρκές αίτημα για ενασχόληση μαζί τους. Ο υπολογιστής, που αντικαθιστά το παλιό, δημιουργικό παιχνίδι στις αλάνες και μετατρέπεται στην ηλεκτρονική νταντά, ή στο ηλεκτρονικό συνομήλικο, της νέας εποχής, δεν απαντά ούτε στην ανάγκη για σωματική κίνηση/εκτόνωση, ούτε στην ανάγκη για ουσιαστική επικοινωνία. Η επαφή των παιδιών με το χαοτικό ηλεκτρονικό περιβάλλον, παρόλο που γυμνάζει εγκεφαλικούς νευρώνες αφού τίποτε δεν είναι μονοσήμαντο, τα εξακοντίζει από την άλλη ακόμη βαθύτερα σε ένα περιβάλλον μαζικής κουλτούρας και κατανάλωσης που οριοθετεί την ‘παιδική κουλτούρα’, με ήρωες και ηρωίδες όπως η «Ντιάνα και ο Ρόμα». Αλλά αυτό εξελίσσεται σε μία εποχή που τόσο η κοινωνική πρόσληψη της παιδικής ηλικίας όσο και η «ενοχή» κυρίως των μητέρων αλλάζει ραγδαία τη γονεϊκότητα.

Η μητρότητα παραμένει σπουδαία κι όμως μεταβάλλεται και κυοφορεί περίεργες όπως θα δούμε στο 2ο και τελευταίο μέρος, δυναμικές και για τα άτομα και για το σύνολο. Σύνολο που δρώντας με ανύπαρκτα αυτονόητα, και ηγεμονευόμενο από αντικοινωνικές ιδεολογίες και νοοτροπίες, αρνείται, δρώντας εις βάρος του, να αντικρύσει.