Η τεράστια μεταβολή που συνέβη τους 3,5 τελευταίους αιώνες στην κοινωνική πρόσληψη της παιδιού, απόλυτα αναγκαία και όμως απόλυτα χειριστική, δεν άφησε, φυσικά, ανεπηρέαστη την μητρότητα.

Ads

Εάν το παιδί δεν είχε κανένα ιδιαίτερο κοινωνικό στάτους τους προηγούμενους αιώνες, νοούμενο ως ένας μικρόσωπος ενήλικας, η ιεροποίηση του, όπως έχει αποκαλέσει το φαινόμενο η κοινωνιολογία της παιδικής ηλικίας, δημιούργησε πρωτόγνωρες δυναμικές και κοινωνικές απαιτήσεις γύρω του, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αφορούσε τις μητέρες.

Η εκτεταμένη παιδική κακοποίηση που θεωρούνταν δυστυχώς αυτονόητη όλους τους προηγούμενους αιώνες, απέκτησε νέες διαστάσεις κατά την εκβιομηχάνιση, με την παιδική θνησιμότητα να αγγίζει τα επίπεδα θνησιμότητας των νεογέννητων αδέσποτων ζώων σήμερα.

Τα παιδιά της εργατικής τάξης, που αποτελούσαν και την συντριπτική πλειοψηφία, ήταν αφημένα στους δρόμους από την νηπιακή, κυριολεκτικά, ηλικία, καθώς η μητέρες εργάζονταν 18ωρα, ήταν υποσιτισμένα, και ‘εύκολα χαμένα μα και αναπληρώσιμα’, μιας και μέθοδοι αντισύλληψης ουσιαστικά δεν υπήρχαν. 

Ads

Η ανάδειξη του παιδιού ως ενός συμβόλου που κυοφορούσε την ‘ιδέα’ της παραβιασμένης από την εκβιομηχάνιση φύσης, καθρεφτισμένη σε πλήθος λογοτεχνικών βιβλίων και εικόνων που στόχευαν στο να σοκάρουν την αδιάφορη μεσαία τάξη των βιομηχανικών χωρών, τους έδωσε ένα πρωτοφανέρωτο στάτους  που ακολουθήθηκε από την ‘χρήση του παιδιού’ από τις πολιτικές ή θρησκευτικές ρητορικές. Το παιδί, ιδίως αρχικά το αγόρι, μετατρεπόταν πια στην ‘δάδα του μέλλοντος’, σύμβολο της καπιταλιστικής ή κομμουνιστικής λίγες δεκαετίες αργότερα προόδου.

Οι απαιτήσεις για την μόρφωση και την υγιεινή του πολλαπλασιάστηκαν, μέσα από κρατικές πολιτικές που όμως δεν έπαυαν να εξατομικεύουν την ευθύνη στο πρόσωπο των μητέρων, οι οποίες, μαζικά, αποσύρονταν, σε αντίθεση με τις προγενέστερες  φεουδαλικές κοινωνίες, από τους δημόσιους χώρους της «παραγωγής» για να αφοσιωθούν στην ανατροφή του. Η αγορά ακολούθησε παράλληλα. Ιδίως οι φαρμακοβιομηχανίες και οι βιομηχανίες τροφίμων, χρησιμοποιούσαν την δική του εικόνα καταχρηστικά, για να παγιώσουν το νέο καταναλωτικό ήθος, με την πυρηνική, σιγά σιγά, οικογένεια ως το χαμηλότερο σκαλοπάτι μιας κοινωνικής ιεραρχίας που έφτανε ως ψηλά. Η κρίση για την «μητέρα του έθνους» ήταν πια πολύ αυστηρή, αλλά οι συνθήκες καλύτερες.

Ωστόσο, οι διαφημίσεις σε περιοδικά ανέκαθεν έπαιζαν με την ενοχή και την πίεση που αισθάνονται οι γυναίκες για τις αποτυχίες τους στο μητρικό τους ρόλο με κάποιο τρόπο, είτε αφορά τις φυσιολογικές ανάγκες του παιδιού, όπως φαίνεται να συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 παράλληλα με τις εξελίξεις στο πλαίσιο ενός πολιτικά ανταγωνιστικού κόσμου, ή επιπρόσθετα στις ψυχολογικές, συναισθηματικές και εκπαιδευτικές τους ανάγκες όπως εκφράζονται σε περιοδικά από τη δεκαετία του 1940 μέχρι σήμερα.

Μια διαφήμιση στο Women’s Weekly το 1929 για ένα σιρόπι σύκων κατά της δυσκοιλιότητας το καταδεικνύει αυτό με μια φωτογραφία ενός μικρού αγοριού με χλωμό πρόσωπο και άθλια έκφραση και τη λεζάντα δίπλα της που αναφέρει «Το καταλαβαίνει η μητέρα του; Υγειονομικό ήθος! Οι συνετές μητέρες θα δράσουν αμέσως…».

Ομοίως, μια διαφήμιση για ένα ρόφημα με βιταμίνες στα 1977,  σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα, αναφέρει «το να κρατάς μια οικογένεια σε φόρμα και ευεξία είναι το νόημα του να είσαι μαμά». Η επιστήμη ακολουθούσε σε αρκετές περιπτώσεις την πολιτική και την αγορά. Ή μάλλον το αντίστροφο. Ο Δρ Κινγκ πχ το 1927, στο πλαίσιο ενός ραγδαία αυξανόμενου μιλιταρισμού,  υποστήριξε μια «Γερμανικού» ή «Σπαρτιατικού» τύπου κλινικά αποστασιοποιημένη στάση στην ανατροφή των παιδιών, με αυστηρά σχήματα διατροφής και ύπνου και περιορισμένη σωματική επαφή.

Μεταπολεμικά, όμως, καθώς οι οικονομικοκοινωνικές ανάγκες είχαν μεταβληθεί στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, το εκκρεμές είχε αντιστραφεί με μελέτες όπως το Baby and Childcare του Μπ. Σποκ, που υποστήριζαν μια πιο ευγενική, πιο ενστικτώδη προσέγγιση χωρίς άκαμπτα χρονοδιαγράμματα και επιδείξεις σωματικής στοργής. Το βάρος,  φυσιολογικά σε έναν βαθμό, έπεφτε στις μητέρες.

Η ενοχή

Παρά τις καταφανείς διαφορές των εποχών, αφού η (ανύπαρκτη) «τέλεια μητρότητα» περισσότερο επηρεάζεται και λιγότερο επηρεάζει, η ατομική ευθύνη και η ενοχή των μητέρων, είτε στο να μιμηθούν την πατρική αυστηρότητα, είτε να την «γιατρέψουν» με «μητρική αγάπη», είχε παγιωθεί.

Στην εποχή μας όμως η ενοχή, όπως έρευνες δείχνουν, αυξάνεται ραγδαία, σχηματίζοντας λες έναν αναπόδραστο κύκλο στον οποίον η μη προσωπική ικανοποίηση παραμένει στις πιο διαφορετικές για τις γυναίκες συνθήκες, αφού οι οικονομικοπολιτικές προσαρμογές δρουν συχνά εις βάρος τους. Σε συζητήσεις ερευνητών με μητέρες ηλικίας 30-44 ετών, η ενοχή ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα που όλες ανέφεραν ότι το βίωναν «αρκετά» ή «πολύ». Οι συμμετέχουσες είπαν ότι ένιωθαν ένοχες που επέστρεψαν στη δουλειά, ένοχες που περνούν τόσο χρόνο εκεί, ένοχες εάν δεν δουλεύουν, ένοχες σε περιπτώσεις που το απολάμβαναν.

Η ενοχή απέναντι στο/στα παιδί/ά συνοδεύεται από ένα στρεψόδικο συναίσθημα ότι έχουν λιγότερο «προσωπικό χρόνο» λόγω των πιέσεων της δουλειάς στην εποχή των αναλώσιμων εργαζόμενων του νεοφιλελευθερισμού, των παιδιών που χρειάζονται περισσότερη επίβλεψη καθώς οι απαιτήσεις για τον γραμματισμό και την υγιεινή σε ένα όλο και πολυπλοκότερο περιβάλλον αυξάνονται αλματωδώς, και των μεγαλύτερων κοινωνικών πιέσεων σε εποχή κοινωνικής αποσάρθρωσης  να είναι «ενεργές μητέρες».

Όπως έρευνες κατέγραψαν οι ευκαιρίες για «προσωπικό χρόνο» ήταν λιγότερες μεταξύ των μητέρων στην ηλικιακή ομάδα 25-34 ετών (33 λεπτά την ημέρα) και οι υψηλότερες στην ηλικιακή ομάδα 45-64 (58 λεπτά την ημέρα) πιθανώς αντανακλώντας τις ηλικίες των παιδιών τους. Αυτό σε ένα γενικότερο περιβάλλον οικιακής μόνωσης κι ενός παιδιού. Όπως σχολίασε μια μητέρα: «ήμουν η μικρότερη από 4 αδέρφια, οπότε παίζαμε μεταξύ μας. Υπήρχε ένα πολύ μεγάλο κοινοτικό δίκτυο, θυμάμαι να παίζουμε κρυφτό στους κήπους γειτόνων, να πηδάμε πάνω από φράχτες, να κρύβομαι στο σκοτάδι. Δεν θα το διανοούμουν σήμερα».

Παρά τις ευκολίες των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών μηχανημάτων η γενικότερη τάση που καταγράφεται είναι οι σύγχρονες μητέρες  να διαβιούν χειρότερα από τις δικές τους μητέρες όσον αφορά τον διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο, αφού κάθε  «συμμετοχική προσαρμογή» δείχνει να χειραγωγείται υπέρ μεταμφιεσμένων οικονομικών κανιβαλισμών αλλά και παραδοσιακών ρόλων, και όχι υπερ της ανθρώπινης δημιουργικότητας που είναι πυλώνας ψυχικής και άρα κοινωνικής υγείας.

Η σχέση αυτής της πραγματικότητας με την κοινωνική παθογένεια που φυτεύεται από παλιά έως σήμερα μέσα σε ‘αγίες οικογένειες’ ίσως καταγράφεται στην εξαιρετικά πυκνή φράση του Κ. Γιουνγκ, ότι η μεγαλύτερη τραγωδία των οικογενειών (αδιάφορο αν αφορά επιτυχίες που σύμφωνα με το κοινωνικό πρότυπο  «έπρεπε να επιτευχθούν» όπως στους άνδρες ή επιτυχίες που «έπρεπε να αποφευχούν» όπως στις γυναίκες) είναι «οι ζωές που οι γονείς δεν μπόρεσαν να ζήσουν».

Η μητρότητα ως καταναλωτικό προϊόν

Όμως ένας νέος παίκτης, σε ένα παλιό γήπεδο, θα έπαιζε σύντομα ρόλο στον μεταπολεμικό κόσμο.

Εάν η «πολεμική» δεκαετία του 40 διαφήμιζε στις μητέρες μέσα από περιοδικά το σύνθημα «φτιάχνω, κάνω και επιδιορθώνω» (κι αν αυτό το σύνθημα έχει επανεμφανιστεί ως η ιδέα «να κάνουμε περισσότερα με λιγότερα», όσον αφορά τις «συνταγές για την οικογένεια», όπως ανακύκλωση ρούχων και παιχνιδιών, φέρνοντας στην επιφάνεια μια συνεχιζόμενη τάση καθώς τα μέτρα λιτότητας των κυβερνήσεων παγκοσμίως επηρεάζουν περαιτέρω στις οικογενειακές μονάδες), τα κρατικά σπόνσορ ενοχής δεν σταμάτησαν ποτέ να συμβαδίζουν με (και να ντύνουν ιδεολογικά) μεταβολές πολύ πέρα από την ουσιαστική μητρότητα την ίδια.

Μεταπολεμικά, εκτός από την κάλυψη των σωματικών αναγκών του παιδιού, η μητέρα γίνεται ξαφνικά η κύρια υπεύθυνη και για την ψυχολογική ανάπτυξη του. Ολόκληρες στρατιές γύριζαν με αυτό που αποκαλέστηκε «μεταπολεμικό τραύμα» αλλά οι μητέρες έπρεπε να κατηγορηθούν για τα απότοκα ενός πολέμου –επιτομή της συστημικής ικανότητας να βρίσκει διέξοδο στην βαρβαρότητα- που δεν είχαν προκαλέσει.

Τα γραπτά του ψυχολόγου John Bowlby που όλη η επιστημονική κοινότητα γνωρίζει πια ότι ήταν στις έρευνες του ένας κοινός απατεώνας παρουσιάζοντας κι αναλύοντας ανύπαρκτα περιστατικά, «συνέπεσαν» με την εποχή όπου οι άνδρες επέστρεφαν στο σπίτι για να βρουν στις προηγούμενες δουλειές τους γυναίκες που είχαν στηρίξει δομές, κοινωνίες και εργασιακούς τομείς όσο εκείνοι πολέμαγαν. Ωστόσο, αν και η μετάβαση των γυναικών στο εργασιακό πεδίο ήταν γεγονός, οι σελίδες με συμβουλές ασχολούνταν πολύ περισσότερο με θέματα παραδοσιακής μητρότητας αποφεύγοντας εργατικά προβλήματα και δυνατότητες.

Η αναμενόμενη επιστροφή των γυναικών αποκλειστικά στο σπίτι το 50 συνέπεσε και με άρθρα που μιλούσαν για τους κινδύνους της βοήθειας των γιαγιάδων στην ανατροφή των παιδιών, καταγγέλλοντας το alloparenting αιώνων. (Ενδιαφέρον είναι ότι τώρα που οι κοινωνικές δομές καταρρέουν παρουσιάζονται έρευνες για το πόσο είναι ευεργετικό).

Παράλληλα με μια αξιοσημείωτη αύξηση  της ικανότητας δαπανών της μέσης οικογένειας λόγω μεταπολεμικής ευμάρειας,  η απόκτηση υλικών και οικιακών «εργαλείων» διαφημίστηκε ως δείγμα καλής γονεϊκότητας, βάζοντας σημαντικές αξίες όπως την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και πράξης σε 2η μοίρα. Η ενοχή των γονιών απέναντι στα παιδιά λόγω του κοινωνικού στάτους των τελευταίων και ενός περιβάλλοντος στο οποίο η υπερκατανάλωση είχε αναδειχθεί στην ύψιστη κοινωνική δικαίωση, δεν φαίνεται πουθενά όσο στην ιστορία της κούκλας «Μπάρμπι». Κούκλα «με βυζιά και γκόμενο» (τον Τζον Τζον) δεν είχε ξαναϋπάρξει στην παιδική κουλτούρα. Οι γονείς απάντησαν με ένα ηχηρό όχι στην έρευνα αγοράς.

Αλλά η Mattel, όπως ο παλιός παίκτης (η αγορά) προσελάμβανε τους καλύτερους κοινωνικούς αναλυτές για να παίξει στο «παλιό χωράφι» , είχε εντοπίσει την αλλαγή των δυναμικών. Το παιδί δεν έβγαζε λεφτά αλλά ήλεγχε συναισθηματικά το πορτοφόλι. Η έρευνα αγοράς απευθύνθηκε στα ίδια τα παιδιά που χειραγωγημένα ως καταναλωτές απάντησαν με ένα ηχηρό «ναι». Από τον πατέρα αφέντη, όπως σημειώνει η κοινωνιολογία, περνούσαμε στο παιδί δικτάτορα. Και τα «θέλω του» ώστε «να μην είναι στερημένο κι άρα ψυχολογικά σταθερό», είχαν για κύριο αποδέκτη την μητέρα. Κάθε όχι την γέμιζε ενοχή. Η περίφημη Ελεν Κέλυ επινόησε τον όρο ’οικονομική φροντίδα’ για το παιδί. Και μέρος αυτής έπρεπε να είναι δική της ικανότητα κόπος κι ευθύνη.

Η sexy Μητρότητα

Οι μητέρες αναμενόταν να συμμορφώνονται πια με μη ρεαλιστικές εικόνες που ενσωματώνουν την αισθητική της Μπάρμπι στην ρημαγμένη τους καθημερινότητα. Η έννοια της “Yummy Mummy”, όρος κυρίως του 20ου αιώνα, προβάλλεται από «λαμπερές» διασημότητες σε εξώφυλλα  περιοδικών.

Οι διάσημες μητέρες με τον υλικό πλούτο και τα συστήματα υποστήριξής, όπως η νταντά που συχνά δεν αναφέρονται στις συνεντεύξεις τους, αποπλαισιοποιούν κοινωνικά, ταξικά, πολιτιστικά, την ρεαλιστική εμπειρία της μητρότητας της πλεοψηφίας και ασκούν πρόσθετες πιέσεις στις μητέρες να ασχολούνται «και με τον εαυτό τους αγοράζοντας καλλυντικά και υπηρεσίες ομορφιάς», παράλληλα με τις συναισθηματικές, εκπαιδευτικές και σωματικές ανάγκες των παιδιών και την οικονομική βοήθεια στο σπίτι και στο κράτος.

Απέναντι σε πολιτικούς και ειδικούς που κουνούν το δάχτυλο για χαμηλή τεκνογονία και ανεπαρκή επιμέλεια, μην αναγνωρίζοντας ότι η μητρότητα δεν ήταν ποτέ ένα μοναχικό ή πυρηνικό  εγχείρημα. Αλλά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό (κυρίως) της ανθρώπινης φυλής που ενέπλεκε και την (αποσυρόμενη στον καιρό της «δημόσιας μόνωσης» του υπερτεχνολογικου νεοφιλελευθερισμού) ευρύτερη κοινότητα. Αλλά φαίνεται πως η κριτική δεν ζητά «ουσιαστικά καλές» μητέρες που είναι σημαντικό και δίκαιο αίτημα. Αλλά, καθώς η επιλόχια κατάθλιψη κι η κατανάλωση ψυχοφαρμάκων αυξάνεται, τον Τσακ Νόρρις με ποδιά.

*Διαβάστε επίσης το 1ο μέρος: Η δύσκολη μητρότητα