Η πόλη δεν μαθαίνεται με εγχειρίδιο. Η πόλη βιώνεται. Μέσα από την παρατήρηση. Γνωρίζοντας τους ανθρώπους της. Μοιραζόμενος τις πτυχές της ζωής τους. Εκεί βρίσκονται οι πληροφορίες, αυτός είναι ο οδηγός. Οι ιστορίες τους, τα αδιέξοδά τους, οι ελπίδες τους, η καθημερινότητά τους, όσα αγαπούν, όσα τους ενοχλούν, τα οράματα της εποχής τους. Έτσι κατανοούνται και τα αιτήματά τους. Μόνο αν τα νιώσεις άρρητα, αν τα συναισθανθείς μπορείς να αγαπήσεις την πόλη. Τότε μπορείς να την κάνεις καλύτερη.

Ads

Έτσι γνώρισα την Αθήνα, έτσι την περιέγραψα στα κείμενά μου. Αυτές οι εικόνες, αυτές οι εμπειρίες, με παρακίνησαν να συμμετάσχω για να εισφέρω την ματιά μου για να προσεγγίσουμε ένα ένα τα μεγάλα ζητήματα της πόλης, κάποια εκ των οποίων χειροπιαστής πρακτικής υφής, όπως η διαχείριση των απορριμμάτων και η συγκρότηση εναλλακτικών λύσεων για την επίλυση του κυκλοφοριακού προβλήματος και άλλα που έχουν να κάνουν με μια διάχυτη αίσθηση τέλματος: ότι σε αυτήν την πόλη τίποτα δεν αλλάζει.

Μιλώντας στις γειτονιές με τους κατοίκους συχνά εισπράττω γενικευμένη την δυσπιστία απέναντι στους πολιτικούς εκφραστές, προφανώς απόρροια της χρόνιας κακοδαιμονίας της Αυτοδιοίκησης που την εξέθρεψε. Συζητώ μαζί τους, μοιράζομαι την σκέψη ότι ο Νάσος Ηλιόπουλος και η «Ανοιχτή Πόλη» στέκονται διαφορετικά απέναντι στα προβλήματα. Ο Νάσος δεν είναι περαστικός από την Αθήνα. Είναι άνθρωπος της πόλης, φέρει τα ίδια βιώματα. Οι δυσπραγίες δεν πρέπει να καταστούν μόνιμοι φόβοι. Απεναντίας, πρέπει να μετουσιωθούν σε μια πορεία με δημοκρατική και προοδευτική διέξοδο. Με προσήλωση στον δίκαιο διαμοιρασμό των υπηρεσιών του Δήμου στις γειτονιές και πίστη ότι ασφαλείς γειτονιές είναι οι ζωντανές γειτονιές.

Στόχος η Αθήνα να χαμογελάσει ξανά.

Η Αθήνα που γνώρισα μέσα από το βιβλίο μου «Τι έχουν πάθει οι λέξεις; Συναρμολογώντας την εποχή»:

Ads

Το πορτρέτο της πόλης

…Αν κάποιος ζωγράφος ήθελε να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της Αθήνας θα ξεκινούσε με μία χειμωνιάτικη περιπλάνηση στο ιστορικό της κέντρο. Θα γνώριζε το παρελθόν της, θα ένιωθε και θα αποκωδικοποιούσε τους ρυθμούς του παρόντος της, θα έκανε προβλέψεις για το μέλλον της. Θα φύλαγε στο νου του στιγμιότυπα και θα τα κλείδωνε για πάντα στο χρόνο.

Θα ’βλεπε ράκη να σέρνονται και να διαπραγματεύονται καθημερινά τη ζωή τους. Σκαμμένα πρόσωπα της μελαγχολίας να στέκονται «αγκυλωμένα» στο ίδιο πάντα σημείο και να μονολογούν, επινοώντας μίαν άλλη ιστορία και αναπλάθοντάς την ξανά και ξανά σε μία δραματική απόπειρα να αποσχιστούν από το σκληρό τους πλαίσιο. Δρόμους αφιλόξενους στα παιδικά μάτια, γκρίζους, όπου μόνο ο ήλιος, ως μέγας ευεργέτης, έρχεται να φωτίσει τις λιγοστές, κρυφές, χρωματιστές γωνιές τους. Σκορπισμένα φέιγ βολάν και ποτήρια μίας χρήσης από καταστήματα εστίασης να φωνάζουν ότι αυτή η πόλη δεν αγάπησε ποτέ τον εαυτό της. Θα ’βλεπε βρωμιά σε ένδειξη παρακμής και μοιρολατρικής εγκατάλειψης κάθε ελπίδας. Θα σκεφτόταν, ίσως, ότι τα σκούρα ρούχα αυτής της εποχής συμπτωματικά συνθέτουν ένα σαν από μαύρη κωμωδία εμπνευσμένο πένθιμο σκηνικό…

Μα, ο καλλιτέχνης, ευαίσθητος και παρατηρητικός, θα πρόσεχε ότι στη μεγάλη αυτή πόλη λάμπει ένας ήλιος ξεχωριστός. Ένας ήλιος διττός, παραπλανητικός. Ήλιος νωχελικής λήθης και απλόχερα δοσμένης ελπίδας. Εκείνης της λήθης που υποθάλπει όλα τα προβλήματα. Εκείνης της αβάσιμης αλλά ζωτικής ελπίδας. Και έχει την υπομονή να περιμένει μέσα από τις συννεφιές που παρεμβάλλονται, να φωτίσει ξανά στο μπαλκόνι της πόλης, ανάμεσα στα απλωμένα σεντόνια της, ένα χαμόγελο…

Η Ευρωπαία της Αχαρνών

Επί της Αχαρνών βρίσκεται η Ευρωπαία. Σχεδόν γωνία με Ιθάκης. Το όνομά της διόλου τυχαίο. Η Ευρωπαία βρίσκεται στην ακτίνα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Του άλλοτε αριστοκρατικού κέντρου, που συμβόλισε την επιθυμία για πολιτιστική άνθηση και αντικατόπτρισε τον κοσμοπολιτισμό μιας χώρας όπου η Ευρώπη κάποτε φάνταζε μακρινή, απρόσιτη, άπιαστη, σχεδόν ονειρική. Μια χώρα που πάντα λάτρευε το ξένο, με υπερβολή, πολλές φορές σε βαθμό μανίας, αλλά που είχε δίκαια κληρονομημένο πόθο να νιώθει και να διεκδικεί να είναι Ευρωπαία. Να καμαρώνει για αυτό.
Δεν γνωρίζω την ιστορία της, όμως η Ευρωπαία της Αχαρνών φαίνεται να είναι παλιά. Πουλάει υφάσματα. Υφάσματα που ίσως μια εποχή – φτιάχνω μία τελείως αυθαίρετη, δική μου, εικόνα – απευθύνονταν στις κυρίες του κέντρου και που έντυσαν με την αίγλη και την αισθητική τους όλο το μακρύ και δύσβατο όνειρο της μετάβασης από τη μετεμφυλιακή πληγωμένη χώρα σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή, με σαλόνια και εσπερίδες. Η πίστη ότι η Ελλάδα ανήκε φύσει στην Ευρώπη είχε πλέον καταστεί και γεγονός…

Αθήνα, 1281

…Η κεντρική εικόνα, που ο άγνωστος καλλιτέχνης έφερε στο προσκήνιο – «ανεβάζοντάς» την μάλιστα σε υπερυψωμένη θέση της δημόσιας σκηνής – μου φάνηκε γνώριμη. Τη συναντούμε στους δρόμους της πόλης, είμαστε βουβοί παρατηρητές της. Η ανθρώπινη φιγούρα που διακρίνεται, περισσότερο από το σημείο του κεφαλιού και χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμένο χαρακτηριστικό, απεικονίζεται γυρτή, σαν να πλαγιάζει στη γη, στην άσφαλτο, στο πεζοδρόμιο, που αποτυπώνεται ως μια απέριττη ευθεία γραμμή. Η εικόνα συνοδεύεται από μόλις τρεις χαρακτήρες και μερικά αριθμητικά ψηφία, που ενισχύουν την ερμηνεία της. Τα τρία γράμματα ATH, με παραπέμπουν στα διεθνή αρχικά της Αθήνας, ενώ ο αριθμός 1281, με την αντιστροφή των δύο μεσαίων ψηφίων, παραπέμπει στην επέτειο του 1821 και αστραπιαία μας αποκόβει από κάθε εθνική υπερηφάνεια, τοποθετώντας μας στον Μεσαίωνα. Η Αθήνα στον Μεσαίωνα, μια εικόνα χθεσινή στο σήμερα…

Παιδιά στα στενά

…η πόλη μαζεύεται σιγά – σιγά στο σπίτι της για να ξεκουραστεί. Είναι εκείνες οι ώρες που, διασχίζοντας τα στενά του κέντρου της, η Αθήνα μοιάζει με καταφύγιο. Είναι εκείνη η ώρα που στα στενά πεζοδρόμια περπατούν οι μυρωδιές. Είναι εκείνοι οι δρόμοι που αφηγούνται ιστορίες ανθρώπων. Τέτοια ήταν η ώρα εκείνης της μεσημεριανής διαδρομής. Πατησίων, στροφή αριστερά στην Καραβία, ευθεία έως την Αχαρνών. Δυο παιδιά με μια μπάλα ποδοσφαίρου, μπροστά από ένα εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό, απέναντι από μια μεταλλικά περιφραγμένη αλάνα. Κλωτσούν τη μπάλα, δίχως συγκεκριμένο στόχο. Ούτε υπάρχει τέρμα. Απλά τρέχουν ακολουθώντας την πορεία της. Ό,τι κάνουμε άλλωστε όλοι μας, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Μοιάζουν ευτυχισμένα. Ξέγνοιαστα και αποκομμένα από το περιβάλλον και όσα συμβαίνουν γύρω τους. Και όπως ρίχνει ο ήλιος γενναιόδωρα τις αχτίδες του στην πόλη, νομίζεις ότι τις χαρίζει μόνο σε εκείνα…

Όταν τα μπαλκόνια μιλούν

…Η κοινή έκβαση απέναντι στο άγνωστο γεννά εγκαρδιότητα.
Τα λόγια γίνονται επουλωτικά.
Τέτοιες μελαγχολικές στιγμές, τα λόγια γίνονται μαγικά.
Όταν τα λόγια γίνονται μαγικά, τα παιδιά μιλάνε ποιητικά.
Όπως η μικρή του διπλανού διαμερίσματος.
Πίσω από τον διαχωριστικό τοίχο των μπαλκονιών, με καλεί σε συζήτηση. Έχουμε αναπτύξει μια φιλία. Περισσότερο μια συμπάθεια στο βλέμμα.
Έχει μία ενδιαφέρουσα πληροφορία, όπως με προϊδεάζει, να μου μεταφέρει.
Την σηκώνει ο πατέρας της, με άρρητη χαρά και περηφάνια, τη βάζει να πατήσει σταθερά στην καρέκλα, ώστε να μπορεί να ξεπροβάλει το κεφαλάκι της από το χαμηλότερο σημείο του τοίχου.
«Πριν που έβρεχε, έκλαιγε η τέντα».
Ματιά από παιδικό παράθυρο και ταυτόχρονα εικονοπλαστική περιγραφή του περιρρέοντος αισθήματος μιας εποχής, μοιάζει βγαλμένη από χείλη σύγχρονου ποιητή. Αξιοποιεί τα εκφραστικά μέσα της πόλης.
Έπειτα, ρίχνει μια κλεφτή ματιά «κατανόησης» στην τριανταφυλλιά – που προσπαθεί να δεθεί στο σχοινί της και να μεγαλώσει – και σαν να γνωρίζει καλά τούτη τη διαδρομή, συμπληρώνει με ύφος σιγουριάς και ωριμότητας: «Αυτό ήθελα μόνο να σου πω»…

* Η Μαρία Μπουτζέτη είναι υποψήφια δημοτική σύμβουλος με την Ανοιχτή Πόλη.