Πριν δυο περίπου βδομάδες, το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε την τακτική χρηματοδότηση των ΑΕΙ για το 2021. Θα είναι μεσοσταθμικά μειωμένη κατά 13% σε σχέση με το 2020. Ενδεικτικά και για παράδειγμα: το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στο οποίο υπηρετώ, θα πάρει 390.000 ευρώ λιγότερα από πέρυσι για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του. Κι αυτό εν μέσω πανδημίας (και τα έκτακτα έξοδα που συνεπάγεται), με την ύφεση πλέον σε διψήφιο αριθμό. Υπό άλλες συνθήκες, στο Πανεπιστήμιο θα άρχιζε μια σοβαρή συζήτηση για το πού το πάει τελικά το υπουργείο. Τώρα όμως, πρέπει να βάλουμε στην άκρη τα ουσιαστικά προβλήματα για να ασχοληθούμε με κάτι άλλο.
 
Το θέαμα του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου με την πινακίδα κρεμασμένη στο λαιμό θύμιζε άλλες εποχές. Εξ ίσου ανατριχιαστική ήταν και η αντίδραση των Μητσοτάκη-Χρυσοχοϊδη, που έσπευσαν να εξαγγείλουν τη δημιουργία ειδικής φρουράς (πανεπιστημιακής αστυνομίας), για να αντιμετωπιστεί ο «αριστερός φασισμός». Πρόκειται για ανιστόρητα πράγματα, στη λογική των «δύο άκρων». Αριστερός φασισμός δεν υπάρχει, γιατί ο ένας όρος είναι απόλυτα ασύμβατος με τον άλλον. Υπάρχουν όμως «χρήσιμοι ηλίθιοι».
 
Όσοι γνωρίζουν την κατάσταση στα ΑΕΙ κουνούν μελαγχολικά το κεφάλι. Το κύριο πρόβλημα του χώρου δεν ήταν ποτέ οι ομάδες των ασυνάρτητων, που συντηρούν τον ναρκισσισμό  τους προπηλακίζοντας και απειλώντας όποιον βρεθεί μπροστά τους. Το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στη στάση της υπόλοιπης κοινότητας. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
 
Στο Πανεπιστήμιο υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αφιερωμένων και ανιδιοτελών ανθρώπων, όπως και ένα ποσοστό πολυμήχανων καθηγητών, που σαγηνεύονται από την ιδέα του «επιχειρείν». Κι οι δυο αυτές κατηγορίες διαθέτουν πραγματικά προσόντα και δουλεύουν πολύ. Οι μεν γιατί εμπνέονται από έναν ακαδημαϊκό ρομαντισμό και έχουν συνείδηση της αποστολής τους, οι δε διότι θεωρούν ότι το τερπνό της έρευνας και της διδασκαλίας θα πρέπει να συνδυάζεται με το ωφέλιμο, δηλαδή το οικονομικό κέρδος.
 
Οι βασικές αυτές «σχολές» πανεπιστημιακών εμπλουτίζονται από κάποιες, λίγο πιο σπάνιες, ποικιλίες. Για παράδειγμα, υπάρχει η «φυλή των ψωνίων». Βγήκαν (όπως κάναμε οι περισσότεροι) στο εξωτερικό, τα πήγαν σχετικώς καλά και επέστρεψαν ως σωτήρες, που θα γλυτώσουν δήθεν το Πανεπιστήμιο και την Ελλάδα γενικότερα από τη γλίτσα των «μετρίων». Ελάχιστοι δίνουν σημασία στις ιδέες μεγαλείου τους κι ακόμα λιγότεροι είναι διατεθειμένοι να τους συμπεριλάβουν στα παιχνίδια εξουσίας που παίζονται εντός και εκτός ΑΕΙ.
 
Μια άλλη ενδιαφέρουσα ποικιλία είναι εκείνοι που ζουν με τις αναμνήσεις του 1-1-4 και του Πολυτεχνείου. Μερικοί έχουν αποχαιρετήσει προ πολλού την Αλεξάνδρεια και λαθροβιούν ήσυχα και στα κυβικά τους· άλλοι όμως εξ αυτών είναι θυμωμένοι και εξανίστανται με το παραμικρό. Όχι γιατί δεν εκπληρώθηκαν τα οράματά τους, αλλά γιατί, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν τα κατάφεραν ν’ αποκτήσουν ούτε επιστημονική αναγνώριση, ούτε εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας, ούτε περιουσία.
 
Τέλος, υπάρχει κι η πιο «διάσημη» μειοψηφία πανεπιστημιακών, που την ξέρουνε πια κι οι πέτρες: οι άνθρωποι για όλες τις καταστάσεις. Το κύριο προσόν τους είναι η προθυμία τους. Πάντοτε διαθέσιμοι και χαμογελαστοί, προσφέρουν απλόχερα «τεχνογνωσία» και «μετριοπάθεια» σε όσους τις έχουν ανάγκη για να φιλοτεχνήσουν την (επικοινωνιακή) εικόνα τους.
 
Το μωσαϊκό που μόλις περιέγραψα θυμίζει επικίνδυνα το θεατρικό έργο «Μαντζουράνα στο κατώφλι, γάϊδαρος στα κεραμίδια». Εκεί, ο Γιώργος Αρμένης σκιαγραφεί τρεις νεοελληνικούς «τύπους»: τον «θείο από την Αμερική», που, έχοντας απαλλαγεί απ’ τα βαρίδια της «ψωροκώσταινας», αυγατίζει στα ξένα και επιστρέφει ζάπλουτος· τον «επαναστάτη-αναχωρητή», που καταλήγει ηττημένος και κακομοίρης· και τον τύπο του «αετονύχη», που αρπάζει τη μια ευκαιρία μετά την άλλη και ανελίσσεται εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις του με το πολιτικό κατεστημένο.  
 
Πανεπιστήμιο όμως δεν είναι μόνο το οργανικό προσωπικό. Είναι κι οι φοιτητές. Μέσα στα αμφιθέατρα (και στις οθόνες!!) παράγεται κι αναπαράγεται ιδεολογία. Οι δεκαοχτάρηδες μπαίνουν στα ΑΕΙ γαλουχημένοι από τις οικογένειες τους· αλλά σύντομα προσανατολίζονται (ομόρροπα ή αντίρροπα) προς ό,τι υπάρχει στο περιβάλλον τους. Στους επί πτυχίω φοιτητές, βλέπει κανείς «μικρούς επιστήμονες», που ανυπομονούν να τελειώσουν για να μπουν στον ντορό και να δουλέψουν· βλέπει τους πιο συγκρατημένους, που θέλουν να σκεφτούν περισσότερο πριν αποφασίσουν πώς θα πορευθούν· βλέπει «φονικά μάτια» και θεληματικά πηγούνια, που διεκδικούν πιεστικά το δέκατο της μονάδας και το πιστοποιητικό παρακολούθησης για να φτιάξουν βιογραφικό· βλέπει κι «επαναστάτες χωρίς αιτία», που δεν ξέρουν τί θέλουν (κι αν ξέρουν, άλλοτε το αντέχουν και άλλοτε όχι).
 
Όσο κι αν φαίνεται δύσκολο να το πιστέψει κανείς, οι φοιτητικές συντροφιές έχουν μεγάλη εσωτερική συνοχή και αίσθηση «συνανήκειν». Ακολουθούν τα ίδια στερεότυπα στην καθημερινή τους ζωή, τροφοδοτούν και ενισχύουν ο ένας τη στάση του άλλου και προβάλλουν τα «θέλω» τους προς κάθε κατεύθυνση. Αλλά δεν ενοχλούν όλοι το ίδιο. Την αυθαίρετη (και πρόδηλα απολίτικη) συμπεριφορά των δήθεν «επαναστατημένων» την αποστρέφονται και την καταδικάζουν όλοι, γιατί αυτό είναι εύκολο και πολιτικά αποδεκτό. Ποιος όμως ενδιαφέρεται για την παθητική-επιθετική συμπεριφορά ορισμένων άλλων, τον εγωκεντρισμό τους ή τη ροπή τους στο γλείψιμο και τη λούφα;  Ποιος νοιάζεται για το αν οι φοιτητές διαμορφώνουν στη διάρκεια των σπουδών τους μια ανθρωπιστική κουλτούρα, μια διεπιστημονική οπτική και μια κριτική ικανότητα που θα τους επιτρέψουν να εξελιχθούν, όχι μόνο σε καλούς επιστήμονες, αλλά και σ’ ενεργούς πολίτες;
 
Λένε πολλοί ότι το Πανεπιστήμιο οφείλει να εφοδιάζει τους νέους με χρήσιμες δεξιότητες· όχι να τους γεμίζει το κεφάλι με άσχετα πράγματα προσπαθώντας να τους διαπαιδαγωγήσει. Αυτά είναι άκυρα και εκ του πονηρού. Στην ανώτατη εκπαίδευση δεν χρειάζονται βέβαια παιδονόμοι ή «πνευματικοί», αλλά χρειάζεται και παραχρειάζεται το άγρυπνο μάτι, η ζεστή ανάσα κι η προστατευτική φτερούγα του δασκάλου και του επιβλέποντα. Ήτοι: διάλογος μέχρι τελικής πτώσεως, νουθεσία, προσωπικό παράδειγμα και κάπου-κάπου ένα ζόρι, γιατί ο δρόμος της Επιστήμης (και της Ζωής) δεν είναι περίπατος.
 
Όταν μια φοιτητική ομάδα υιοθετεί πρακτικές υποκόσμου, δεν έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε μόνο το έκνομο της υποθέσεως, αλλά και το καθαρά εκφυλιστικό του φαινομένου. Αλλά ποιος να το κάνει; Οι «συνεπείς» που μελαγχολούν ή τους έχουν βάλει στο περιθώριο, οι συνομιλητές και οι συνεταίροι του κάθε τυχοδιώκτη ή εκείνοι που ενδιαφέρονται μόνο για το πορτοφόλι τους; Πότε (και πώς) επιβραβεύτηκε η ακαδημαϊκή στάση, η συνέπεια, η συμβολή στον δημόσιο διάλογο, η συμμετοχή στις συλλογικές διαδικασίες; Μήπως εμμέσως «διδάσκονται» η έπαρση, η ιδιοτέλεια κι ο καιροσκοπισμός;
 
Όταν συμβαίνουν ασχήμιες και απαράδεκτα σαν κι αυτά που συνέβησαν στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, έρχεται στο μυαλό μου ο Αίσωπος: Ανθρώπων έκαστος δύο πήρας φέρει. Μόνο που για να δεις τι κουβαλάς στην πλάτη σου χρειάζονται όχι ένας, αλλά δύο καθρέφτες …