Αμέσως μετά την είδηση για την ενδοοικογενειακή επίθεση και βία που, ομολογημένα πια, προερχόταν από γνωστό θαμώνα εκπομπών – τηλεδικείων, γέμισαν τα μέσα με οργανωμένες αναφορές που έλεγαν περίπου ότι «με το νόμο Φλωρίδη συνελήφθη ο γνωστός ποινικολόγος».

Ads

Ο Φλωρίδης είναι γνωστό ότι ως προς τις αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες έχει ταυτιστεί με τις ακραίες αυστηροποιήσεις.

Όταν, όμως, όλοι λέγαμε ότι δεν είναι οι αυστηρές ποινές που αντιμετωπίζουν εν γένει το έγκλημα, αλλά παρεμβάσεις στην κοινότητα, κατά της κουλτούρας της βίας ή η ανάληψη άλλων μέτρων υποστηρικτικών των θυμάτων και της καταγγελίας αυτού που έχουν υποστεί, με εκπαίδευση του προσωπικού, με υποδομές, με πρωτόκολλα κλπ, λοιδορούμασταν από τον Υπουργό. Ακολούθησε, λοιπόν, παντού την αντίθετη τακτική από εκείνη που του πρότεινε όλη η νομική κοινότητα.

Στο πεδίο της ενδοοικογενειακής βίας, άλλωστε, τα εγκλήματα πάντοτε διώκονταν αυτεπάγγελτα, αλλά κι εκτός του ενδοοικογενειακού πλαισίου η τέλεση τέτοιου κακουργήματος βίας πάντα σε αυτεπάγγελτη δίωξη θα οδηγούσε.

Ads

Έτσι, το νέο που εισηγήθηκε εν προκειμένω ο σημερινός Υπουργός είναι το ακαταδίωκτο των γιατρών που καταγγέλλουν τέτοια περιστατικά.

Δηλαδή να μην μπορεί να υποβληθεί μήνυση εναντίον τους.

Αλλά και πάλι κι αυτό δεν είναι συνολικό, αφού η «εν γνώσει» κατάθεση «ψευδούς αναφοράς» για ορισμένο περιστατικό εξαιρείται από το ακαταδίωκτο.

Τι δεν διώκεται;

Περίπου η αμελής, βιαστική αναφορά. Γιατί βασικά αυτά ακριβώς τα στοιχεία (της εν γνώσει ψευδούς αναφοράς) είναι που πάντα θα συμπεριλαμβάνει μια μήνυση ενός ύποπτου ως δράστη ενδοοικογενειακής βίας εναντίον ενός γιατρού που θα τον καταγγείλει.

Το ακαταδίωκτο, βέβαια, είναι θεσμός έτσι κι αλλιώς συνταγματικά προβληματικός, αλλά εδώ είναι κι αναποτελεσματικός όταν εντέλει δεν θα μπορεί να φιλτράρει παρά λίγα πράγματα, και δεν είναι, πάντως, νομοτεχνικά επαρκής τρόπος να ρυθμίσεις το ζήτημα, γιατί ένας εισαγγελέας μπορεί να κηρύξει την αντισυνταγματικότητα και να ασκήσει τη δίωξη του καταγγέλλοντος γιατρού ακόμη και εκεί που αυτή φαίνεται κατά κανόνα να υποχωρεί.

Πάντως το μερικό ακαταδίωκτο που εισήχθη, όσα προβλήματα κι αν έχει, δεν συνιστά αυστηροποίηση και δεν συνεπάγεται κανέναν αυτοματισμό στη σύλληψη του δράστη. Άρα, με το πρόσφατο συμβάν ούτε δικαιώνεται η πολιτική των αυστηροποιήσεων, αλλά ούτε και υπήρξε καμία σύλληψη που δήθεν έγινε δυνάμει και εξαιτίας του νέου νόμου, όπως γράφεται.

Για αυτό εν γένει χρειάζεται ακόμα, και πάλι, να υπάρχει η δύναμη και το θάρρος του θύματος και η υποστήριξή του με ειδικά μέτρα. Χρειάζεται ο επαγγελματισμός και η δεοντολογία, η εκπαίδευση και το ενδιαφέρον του γιατρού για να έχουμε την υποβολή της (τεκμηριωμένης) αναφοράς και ενεργά πρωτόκολλα διαχείρισης τέτοιων περιστατικών, λ.χ.εδώ το ότι δεν άφησε να εισέλθει ο συνοδός μαζί με το θύμα στην εξέταση ήταν κλειδί στην αντίδρασή του. Αντίθετα έχουμε δει γυναικοκτονία έξω από αστυνομικό τμήμα ακριβώς οφειλόμενη στη διαφαινόμενη κακή διαχείριση του περιστατικού.

Αν λειτούργησε εν προκειμένω κάτι εγώ το βλέπω, λοιπόν, σε αυτούς τους ανθρώπους, στο θύμα και στον γιατρό του και στην αντίδρασή τους. Δεν λειτούργησε καμιά αυστηροποίηση -ίσα ίσα εδώ, σε αυτό το έγκλημα δεν υπήρξε τελευταία αυστηροποίηση, παρότι πολλοί τη ζητούσαν, μεταξύ αυτών και ο καθ’ομολογία δράστης…

Το ότι βάσει κάποιων οργανωμένων προσπαθειών ειδησεογραφικών σελίδων ο Φλωρίδης καρπώνεται την αντίδραση που επέδειξαν το θύμα κι ο γιατρός του, επειδή ψήφισε κάποιον μαγικό νόμο – με τον γιατρό ενδεχομένως να μην γνωρίζει καν το νόμο – είναι μέρος μιας θλιβερής προσπάθειας ξεπλύματος του ιδίου που παρέμεινε Υπουργός παρότι εκφραστής της πιο παράλογης – και θα αποδειχθεί κι αποτυχημένη – επίθεσης στο κράτος δικαίου και μιας προσπάθειας ξεμπαζώματος της πολιτικής του που στο κέντρο της δεν έχει την πρόληψη του εγκλήματος ή την πρόνοια και την αρωγή του θύματος, αλλά τις αντεγκληματικά άγονες αυστηροποιήσεις των ποινών.

*Ο Γιώργος Σάρλης είναι δικηγόρος – Από τον λογαριασμό του στο Facebook