Το Σάββατο 23/11, και έπειτα από σχετική δικαστική απόφαση, επιχειρήθηκε ένα παιδί 9,5 χρονών να απομακρυνθεί από τη μητέρα του και να ζήσει πλέον με τον πατέρα του, με τον οποίο δεν είχε μέχρι τούδε συνοικήσει μόνιμα ποτέ.

Ads

Ως ουσιώδης λόγος για την απόφαση αυτή αναφέρεται η καταγγελία από τη μητέρα του παιδιού της υπόνοιας ότι το κακοποιούσε ο πατέρας του, έπειτα από σχετικές αναφορές του ίδιου του παιδιού, μια καταγγελία η οποία όμως απορρίφθηκε από το δικαστήριο που την εξέτασε.

Το αποτέλεσμα ήταν τα γνωστά πλέον από τον Τύπο και τα σχετικά δημοσιεύματα: το παιδί –το οποίο έκλαιγε και αρνιόταν να ακολουθήσει τον πατέρα του όταν εκείνος κατέφθασε με την αστυνομία για να εφαρμόσει τη δικαστική απόφαση– να οδηγηθεί μαζί με τη μητέρα του στο οικείο αστυνομικό τμήμα, όπου ύστερα από ώρες αφέθηκε να επιστρέψει στο σπίτι του συνοδευόμενο από τη γιαγιά του, ενώ ανταλλάχθηκαν μηνύσεις ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα του.

Παράλληλα, μαζί με τη μητέρα αρχικώς κρατήθηκαν και ορισμένες αλληλέγγυες στη μητέρα, τις οποίες μήνυσε ο πατέρας του παιδιού, αν και αφέθηκαν ελεύθερες τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής.

Ads

Η δε ενθαρρυντική αρχικώς πρωτοβουλία της εισαγγελίας τις επόμενες ημέρες να καλέσει το παιδί και τους γονείς του προς εξεύρεση λύσης χωρίς τέτοια τραυματικά για το παιδί γεγονότα τελικώς δεν εξελίχθηκε και έμεινε χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενδεχομένως και λόγω ερμηνείας της προαναφερθείσας δικαστικής απόφασης ως δεσμευτικής. Μέχρι την ώρα που γράφεται αυτό το σημείωμα, η εξέλιξη της υπόθεσης είναι ακόμα άδηλη και μάλλον δυσοίωνη για το τι επιφυλάσσει το μέλλον σε αυτό το παιδί….

Όλο αυτό είναι σοκαριστικά τραγικό: ένα παιδί επί ώρες γίνεται αντικείμενο μιας διελκυστίνδας ανάμεσα σε γονείς και υπηρεσίες οι οποίες, αν και εντεταλμένες τυπικά να το προστατέψουν, το εξέθεσαν σε άνευ προηγουμένου ψυχικό τραυματισμό. Όποια και αν είναι η διαμάχη, ότι και να είναι οι εμπλεκόμενοι ενήλικοι γονείς του παιδιού αυτού, ετούτη εδώ η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνει τη βιβλική αφήγηση για τη σολομώντεια λύση του χωρισμού ενός μωρού στα δυο ή του μπρεχτικού «Κύκλου με την Κιμωλία».

Η χώρα, για ακόμα μια φορά, μοιάζει να αγνοεί τις σχετικές οδηγίες του ΟΗΕ που απαγορεύουν την πολύωρη εξέταση παιδιών κάτω των 10 ετών, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο εμπίπτει στον ορισμό του βασανιστηρίου οποτεδήποτε συμβαίνει σε παιδιά τόσο νεαρής ηλικίας.

Πέραν όμως τούτων, ερωτήματα δημιουργούνται και από την ίδια τη δικαστική απόφαση κατ’ εφαρμογή της οποίας έγινε ό,τι έγινε. Δηλαδή η αναφορά υπόνοιας κακοποίησης-παραμέλησης ενός παιδιού από οποιοδήποτε μέρος (γονέας, επαγγελματίας κ.ο.κ.) μπορεί, αυτή και μόνη, να επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στον αναφέροντα, αν τυχόν δεν επιβεβαιωθεί στην πορεία της δικαστικής της διερεύνησης; Δηλαδή ο κάθε γονέας (ή και ο κάθε επαγγελματίας κατ’ επέκταση) πρέπει να διενεργήσει πρώτα μόνος/η προανάκριση ή ανάκριση και μετά να καταγγέλλει; Κάτι τέτοιο δεν θα αποθαρρύνει τις αναφορές τέτοιων περιστατικών; Αντιθέτως με αυτά, στις σχετικές διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες όλων των συναφών οργανισμών το βέλτιστο μοντέλο αντιμετώπισης περιστατικών κακοποίησης-παραμέλησης παιδιών θεωρείται εκείνο το οποίο έχει συγκριτικά πολύ χαμηλότερο ουδό, «κατώφλι» για την αναφορά τέτοιων περιστατικών από πολίτες ή επαγγελματίες (έτσι ώστε περιστατικά να αναφέρονται στις Αρχές με μεγάλη ευκολία ακόμα και με χαμηλό σχετικά βαθμό βεβαιότητας για την όποια υπόνοια), και πολύ υψηλότερο για την επιβεβαίωση-υποστασιοποίηση των όποιων υπονοιών από τις αρμόδιες προς τούτο προανακριτικές και ανακριτικές αρχές.

Αν λοιπόν ως κοινωνία θέλουμε να συμβαδίζουμε με τις σύγχρονες κατευθύνσεις προστασίας των παιδιών, τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε πως η αναφορά δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση για όποιον αναφέρει, ανεξαρτήτως της έκβασης της διερεύνησης της αναφοράς από τις αρμόδιες προς τούτο Αρχές. Αν πάλι θέλουμε να συμβαδίζουμε με τις σύγχρονες κατευθύνσεις για την προστασία των παιδιών, τότε οφείλουμε αντιθέτως να λάβουμε συγκεκριμένα μέτρα για να περιοριστεί ουσιωδώς η αλληλουχία μηνύσεων για «συκοφαντική δυσφήμιση», «ψευδή καταμήνυση» και άλλα τέτοια που στερεοτυπικά πλέον υποβάλλονται οποτεδήποτε αναφέρεται στις Αρχές μια υπόνοια κακοποίησης παιδιού. Αυτός ο πολλαπλασιασμός της «νομικής ύλης» σε τελική ανάλυση δεν ωφελεί κανέναν: ούτε την απόδοση δικαίου ούτε τους εμπλεκόμενους και σίγουρα ούτε τα παιδιά που μπαίνουν στη μέση αυτών των αντιδικιών όπου μία και μόνη υπόθεση δίνει αφετηρία για πολλαπλές δικαστικές διαμάχες με ό,τι αυτό συνεπιφέρει.

Επιπλέον, η απόφαση για την κατοικία και την όλη ρύθμιση των όρων ζωής ενός παιδιού δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζεται ως επιβράβευση ή τιμωρία οποιουδήποτε τρίτου (ακόμα και του γονέα του), αντιθέτως πρέπει να αποφασίζεται με πρώτιστο γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Συνεπώς αποφάσεις όπως π.χ. η αλλαγή του τόπου κατοικίας κ.λπ. ενός παιδιού, οι οποίες από μόνες τους συνιστούν μια τραυματική συνθήκη για ένα παιδί, οφείλουν να αποφασίζονται μόνο σε περιστάσεις όπου αυτό κρίνεται απολύτως απαραίτητο για την προστασία του ίδιου του παιδιού, φέρ’ ειπείν σε περιστάσεις επικινδυνότητας του γονεϊκού περιβάλλοντος και μόνο για ανάλογες αιτίες. Δεν είναι επιβράβευση ούτε τιμωρία κανενός. Αφορά το συμφέρον του παιδιού αποκλειστικά. Και ως εκ τούτου το πώς φέρεται και ποιος εκ των γονέων του παιδιού (ή όποιος άλλος εμπλεκόμενος ενήλικας), αν είναι «συνεργάσιμος» ή όχι, θα πρέπει να πάψει να διαμορφώνει καθοριστικά την κρίση για το πού πρέπει να μείνει ένα παιδί. Η κρίση αυτή αφορά το δικό του βέλτιστο συμφέρον και όχι των γονέων του ή, πολύ περισσότερο, την απρόσκοπτη λειτουργία των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.

Σε μια ευνομούμενη, δημοκρατική κοινωνία τίποτα δεν μπορεί να είναι υπεράνω κριτικής- ακόμα και οι δικαστικές αποφάσεις που υποβάλλονται στην κρίση του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Το ερώτημα που εγείρεται αυτόματα είναι: θα σκεφτεί κανείς κάποτε σε αυτή την χώρα πρώτα και κύρια τα δικαιώματα του παιδιού σε τέτοιες υποθέσεις; Ή θα εξακολουθούν τέτοιες υποθέσεις να κρίνονται κατά βάση με γνώμονα τα συμφέροντα των εμπλεκομένων ενηλίκων; Με δυο κουβέντες: θα επιλέξουμε ως κοινωνία να πάμε προς τα πίσω, ολοταχώς προς πρακτικές που πιστεύαμε ότι είχαμε ξεπεράσει; Ή θα πάρουμε αποφασιστικές θεσμικές πρωτοβουλίες για να προστατευτούν τα παιδιά και να μην ξαναζήσουμε τέτοιες ακρότητες;

*Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι Ψυχίατρος, Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού