Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr
Ο Γιώργης ήρθε στο ραντεβού μας στην Τασκένδη με το κασκετάκι του, λίγο κουρασμένος από το πάτημα των σταφυλιών για το κρασάκι της νέας σοδειάς. Όπως ένα παλιό καλό κρασί μπορεί να ξετυλίξει το βίωμα των πιο δυνατών αναμνήσεων, έτσι ακριβώς άρχισε να ρέει η διήγησή του, που στις δραματικές της κορυφώσεις οδηγούσε σ’ έναν κόμπο που γινόταν δάκρυα, σαν αυτά που κι εγώ με δυσκολία προσπαθούσα να συγκρατήσω.
Ο πατέρας του είχε έλθει στην Ελλάδα με την ανταλλαγή πληθυσμών σε ηλικία 10 ετών και ορφανός, από το μακρυνό Καρς της Ανατολικής Τουρκίας, όπου έτυχε να βρίσκεται το ποντιακό χωριό του, σε αντίθεση με άλλα που ήταν από την μεριά της Αρμενίας. Το δεκάχρονο αγόρι ρίχτηκε στο αγώνα της επιβίωσης και μία κυρά το λυπήθηκε και το βοήθησε τόσο, ώστε αργότερα να τον παντρέψει με την κατά 12 χρόνια νεότερή του κόρη της, την μάνα δηλ. του Γιώργη.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος, αυτός μόλις είχε βγάλει την πρώτη τάξη και, όταν οι δύο γονείς του ανέβηκαν στο βουνό, έμεινε πίσω με ένα δίχρονο αδελφάκι του. Μαζί με άλλα παιδιά και με την μάνα ενός εξ αυτών οδηγήθηκαν στο Μπούλκες. Στο ώμο του έβαλαν ένα δισάκι με μια φέτα ψωμί και κάτι ψίχουλα που τους έδιναν για να τα ξεγελάσουν ώστε να μην κλαίνε, διότι στα υψώματα γύρω από το πέρασμα που ακολουθούσαν μαίνονταν οι μάχες και αντιβοούσε το κροτάλισμα των όπλων.
Όταν ο Τίτος, όπως τον λέει ο Γιώργης, έκλεισε τα σύνορα, τα παιδιά ξέμειναν από εκεί, απ’ όπου κάποια στιγμή οδηγήθηκαν, με την βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί, μπήκαν σε καλοοργανωμένους παιδικούς σταθμούς, όπου διδάσκονταν ως πρώτη γλώσσα τα ελληνικά, δεύτερη τα τσέχικα και ως ξένη γλώσσα τα ρωσικά. Με νοσταλγία θυμάται τον εαυτό του να μαθαίνει να παίζει χόκεϊ και τένις.
Ο Γιώργος Βαρεμένος με τον Γιώργη Μιχαηλίδη
Οι γονείς του, που είχαν χαθεί μέσα στην αχλύ των ατέλειωτων μαχών, βρέθηκαν μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στην Αλβανία και από εκεί στα αμπάρια των πλοίων που τους οδηγούσαν μέσω Οδησσού στην μακρινή Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Σε λίγο βρέθηκαν στην συνοικία 12, μία απ’ τις πολλές που κατακλύσθηκαν από τους 32.000 περίπου αντάρτες. Αναζήτησαν τα παιδιά τους, τα οποία μετά από διαδικασίες κατέφθασαν με την εντύπωση ότι πάνε σε μία νέα Τσεχοσλοβακία ή και καλύτερα, διότι, όπως λέει ο Γιώργης, σύμφωνα με την προπαγάνδα της εποχής, η Σοβιετική Ένωση ήταν παντού παράδεισος. Νά όμως που τα παιδιά βρέθηκαν σ’ έναν άλλο κόσμο, φιλόξενο μέν, απολύτως διαφορετικό δε. Η δραματικότητα των σκηνών όταν σταμάτησε το τραίνο, με μανάδες που δεν αναγνώριζαν τα παιδιά τους, και μ’ ένα παιδί που έστεκε αμήχανο μπροστά στη γυναίκα που του σύστησαν (και όντως ήταν) σαν την μάνα του, δεν μπορεί ίσως να αποδοθεί ούτε απ’ τον καλύτερο σκηνοθέτη.
Τα παιδιά δυσκολεύθηκαν να προσαρμοσθούν και κάποια στιγμή ξεσηκώθηκαν ζητώντας να γυρίσουν στην Τσεχοσλοβακία. Τότε οι αρχές αποφάσισαν να ιδρύσουν πενταετείς επαγγελματικές σχολές για αγόρια και κορίτσια, μεταξύ των οποίων νεαρές πρώην αντάρτισσες. Αυτές οι σχολές ήταν για όσους δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τον δρόμο του Πανεπιστημίου.
Διαβάστε επίσης: Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ταμερλάνος και οι εκλογές στο Ουζμπεκιστάν
Ο Γιώργης έγινε μαραγκός και δούλεψε μεγαλώνοντας την οικογένειά του. Ο πατέρας του, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου του εμφυλίου πολέμου, δούλεψε στην ανοικοδόμηση, ως την στιγμή που, επιδιορθώνοντας ένα κτίριο στο οποίο βρίσκονταν χημικά, τινάχθηκε στον αέρα όταν ένας συνάδελφός του αφαιρέθηκε και πέταξε το αναμμένο τσιγάρο του.
Η μάνα του αξιώθηκε να γυρίσει στην Ελλάδα, στην Θράκη. Αυτή που στα 24 της κουβαλούσε το πολυβόλο, στα 82 της έσπρωχνε ένα καρότσι, θέλοντας να κάνει ορισμένα μερεμέτια στην περίφραξη του σπιτιού της. Έπεσε αποκτώντας ένα κάταγμα, που δύο χρόνια μετά την οδήγησε στο τέλος.
Ο Γιώργης, που στις τρεις κουβέντες του οι δύο είναι Ελλάδα, θυμάται πάνω απ’ όλα τη συλλογική ζωή, τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, τις Σπαρτακιάδες και ό,τι άλλο κρατούσε τους Έλληνες κοντά στην πατρίδα. Γυρνάει και μου λέει: «Αν κάτι μας κράτησε, Γιώργο μου, να μην τρελαθούμε απ’ την νοσταλγία, είναι ο Καζαντζίδης, ο Νταλάρας, το τραγούδι δηλαδή.» Κάποια στιγμή τον ρωτάω για τα γεγονότα της Τασκένδης: ο ίδιος τα εισέπραξε ως μία διχόνοια εισαγόμενη από την διαμάχη κορυφής μεταξύ σταλινικών και χρουστσωφικών και δεν καταλαβαίνει ακόμη και τώρα γιατί ο πατέρας του, που ήταν με την πλευρά του Ζαχαριάδη, υπέστη αντίποινα.
Βαλίτσες από το ταξίδι των πολιτικών προσφύγων προς την Τασκένδη
Όλα αυτά τα κατατάσσει στα μικρά και θεωρεί πως, αν κάτι μεγάλο κρύβεται στον τάφο του πατέρα του στην Τασκένδη, αυτό είναι η έντιμη πορεία του και ό,τι πίστεψε και δεν αφορούσε τα στενά του συμφέροντα, αλλά γενικότερα τον άνθρωπο.
Στα 81 του χρόνια, αυτός που νοσταλγεί αφόρητα την Ελλάδα, την οποία εγκατέλειψε αναγκαστικά στα 6 του, μάχεται για την ανασύσταση των υπολειμμάτων του Συλλόγου Προσφύγων ως ένα κύτταρο πολιτισμού και διατήρησης της ιστορικής κληρονομιάς, που γίνεται χάρη και στις τιτάνιες προσπάθειες του προέδρου του Κώστα Πολίτη.
Ως ελάχιστη ένδειξη τιμής τραγούδησα μαζί τους σε μία πρόβα το άσμα Δεν έχει δρόμο να διαβώ …..
* Ο Γ. Βαρεμένος είναι βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας και αναπληρωτής τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >