Το κεντρικό μήνυμα των πρόσφατων ευρωεκλογών αναμφίβολα είναι η πρωτοφανής αποχή. Αφού για πρώτη φορά στην ιστορία αυτοί που απείχαν από τις εκλογές, ήταν πολύ περισσότεροι από εκείνους που συμμετείχαν και τελικά ψήφισαν.

Ads

Συγκεκριμένα, από τα 9,6 εκατομμύρια εγγεγραμμένων ψηφοφόρων στη χώρα, ψήφισαν μόνον τα 3,9 εκατομμύρια. Καταγράφτηκε, δηλαδή, μια τεράστια αποχή 5,7 εκατομμυρίων ψηφοφόρων, που σε ποσοστό αντιστοιχεί περίπου στο 60% επί του συνόλου των εγγεγραμμένων.

Η θλιβερή αυτή πραγματικότητα, όσον αφορά στη συμμετοχή στις εκλογές, διαμορφώνει μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Σύμφωνα με την οποία όλες οι συγκρίσεις των ποσοστών που έφεραν τα κόμματα σε αυτές τις εκλογές, με τα αντίστοιχα ποσοστά τους σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, να μην έχουν κανένα νόημα.

Εξ αιτίας δηλαδή της πολύ μεγάλης αποχής που καταγράφτηκε, τα ποσοστά των κομμάτων δεν είναι συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα ποσοστά προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων.

Ads

Κι αυτό επειδή η βάση σύγκρισης, ο συνολικός δηλαδή αριθμός των ψηφοφόρων, είναι για πρώτη φορά τόσο διαφορετικός σε σχέση με το παρελθόν.

Μόνος ασφαλής δείκτης της επίδοσης των κομμάτων σε αυτές τις ευρωεκλογές δεν είναι, συνεπώς, τα ποσοστά που έλαβαν, αλλά ο απόλυτος αριθμός των ψήφων τους.

Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα, η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη έχασε περί το ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους σε σχέση με τις περσινές εκλογές.

Ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι οι οποίοι έφυγαν από τη ΝΔ, αλλά δεν πήγαν σε κανένα άλλο κόμμα. Με μόνη εξαίρεση την ακροδεξιά Ελληνική Λύση του κ. Βελόπουλου που βγήκε κερδισμένη. Αλλά κι αυτή ελάχιστα, με μόλις 150.000 ψηφοφόρους περισσότερους, σε σχέση με τις περσινές εκλογές.

Αφού όταν έχουν απομακρυνθεί από τα υπόλοιπα κόμματα κοντά στα 2 εκατομμύρια ψηφοφόροι, οι 150.000 ψήφοι επιπλέον που κέρδισε το κόμμα του κ. Βελόπουλου είναι ένα ελάχιστο ποσοστό και δεν μπορεί να αποτελεί το κεντρικό μήνυμα των εκλογών…

Η τεράστια απώλεια σε απόλυτο αριθμό ψήφων της ΝΔ καταγράφεται ως μεγάλη αποτυχία του κυβερνώντος κόμματος. Το οποίο σε ένα χρόνο μόλις, κατάφερε να χάσει κοντά το μισό ποσοστό της δύναμής του. Που είναι, βέβαια, πολύ μεγαλύτερο από το φαινομενικό 13%, που προκύπτει ως διαφορά του 41% των ψήφων που πήρε πέρσι, σε σχέση με το 28,3% που τελικά έλαβε στις πρόσφατες ευρωεκλογές.

Επειδή είναι πιθανόν κάποιοι να αντιτείνουν ότι συγκρίνονται ανόμοια αποτελέσματα, καθώς συγκρίνονται ευρωεκλογές που έχουν μικρότερο ενδιαφέρον με εθνικές εκλογές, ας δούμε και τη σύγκριση των φετινών ευρωεκλογών με εκείνες του 2019.

Και πάλι η διαφορά είναι συντριπτική.

Η ΝΔ έχασε 750.000 ψήφους φέτος σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές.

Αντίστοιχα συμπεράσματα εξάγονται, όμως, και από την αποτυχία της αντιπολίτευσης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του έχασε κι αυτός ένα μεγάλο μέρος της δύναμής του, που δεν αντιστοιχεί με τη φαινομενικά μικρή απώλεια που προκύπτει από τη διαφορά του 18% των εθνικών εκλογών, από το 14,9% που έλαβε φέτος στις ευρωεκλογές.

Οι 400.000 ψηφοφόροι που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές πέρσι και οι 850.000 ψηφοφόροι που χάθηκαν σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές του 2019, δεν είναι ευκαταφρόνητα μεγέθη.

Με δυο λόγια, δεν το λες και επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ όταν, από την απώλεια 1.000.000 ψήφων του κυβερνώντος κόμματος, η αξιωματική αντιπολίτευση όχι μόνο δεν κέρδισε τίποτε, αλλά έχασε και επιπλέον 400.000 ψηφοφόρους.

Ούτε, όμως το ΠΑΣΟΚ κέρδισε κάτι από την αποτυχία της κυβέρνησης. Αφού έχασε κι αυτό, 110.000 ψήφους σε σχέση με πέρσι.

Τα ίδια και το ΚΚΕ, που φαινομενικά, ως προς τα ποσοστά παρουσίασε άνοδο. Έχασε και αυτό όμως τελικά 33.000 ψηφοφόρους μέσα σε ένα χρόνο. Τα ίδια ισχύουν και για τη ΝΙΚΗ και για την Πλεύση Ελευθερίας.

Το γεγονός λοιπόν ότι η κυβέρνηση χάνει ένα μεγάλο μέρος της δύναμής της, το οποίο όμως δεν κερδίζει ούτε η αξιωματική, ούτε η λοιπή αντιπολίτευση, εκτός από ένα μικρό μέρος που ωφελείται η ακροδεξιά, είναι πρωτοφανές στα χρονικά και αποτελεί το μεγάλο μήνυμα αυτών των εκλογών.

Το μήνυμα αυτό είναι ενδεικτικό της απογοήτευσης των ψηφοφόρων από όλα τα πολιτικά κόμματα και παραπέμπει σε μια συλλογική αποτυχία όλων να πείσουν ότι αποτελούν λύση για τα προβλήματα της χώρας.

Το μήνυμα, επομένως, που έπρεπε να πάρει η ΝΔ και ο πρωθυπουργός, δεν είναι ότι η κυβέρνηση δεν δουλεύει πολύ και δεν είναι αποτελεσματική, όπως ατυχώς ισχυρίστηκε. Το μήνυμα είναι ότι δουλεύουν μια χαρά και παράγουν αποτελέσματα. Τα οποία, όμως, βρίσκονται, όπως υποδεικνύουν οι απογοητευμένοι πολίτες, στη λάθος πολιτική κατεύθυνση.

Ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι, δηλαδή, που εμπιστεύτηκαν πέρσι τον κ. Μητσοτάκη, δεν απογοητεύτηκαν και τον εγκατέλειψαν φέτος επειδή ο πληθωρισμός της αισχροκέρδειας στην Ελλάδα είναι μόνο τρεις ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Καθώς, το μήνυμα που στέλνουν δεν είναι «εργαστείτε περισσότερο, για να ακριβύνει ακόμη πιο πολύ η ζωή στην Ελλάδα, να φτωχοποιηθούν ακόμη περισσότερο οι Έλληνες και να απομακρυνθούμε ως χώρα ακόμη περισσότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη», όπως ο πρωθυπουργός ισχυρίζεται.

Κι ακόμη, αυτοί οι ένα εκατομμύριο πολίτες δεν έφυγαν από τη ΝΔ επειδή η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη μόνο στην ακρίβεια των τροφίμων και δεν είναι επίσης πρώτη και στις τιμές και των υπόλοιπων αγαθών και προϊόντων. Κάτι που θα επιτυγχάνονταν αν η κυβέρνηση δούλευε καλύτερα και περισσότερο, στην ίδια όμως πάντα πολιτική κατεύθυνση. Στην κατεύθυνση, δηλαδή, της αυτορρύθμισης της αγοράς και της διατήρησης, μόνο αυτή από όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, του ΦΠΑ και των λοιπών έμμεσων φόρων σε υψηλά επίπεδα.

Ούτε, βέβαια, πολύ περισσότερο, ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι εγκατέλειψαν τη ΝΔ επειδή η Υγεία και η Παιδεία δεν ιδιωτικοποιήθηκαν πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά.

Οι επιπλέον δαπάνες που αναγκάζονται να πληρώνουν σήμερα οι πολίτες για την υγεία εξ αιτίας της κατάρρευσης των δημόσιων δαπανών για το ΕΣΥ, καθώς και το γεγονός ότι είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη σε ιδιωτική συμμετοχή στις δαπάνες στην Υγεία, αποδεικνύουν ότι οι δυσαρέσκεια αφορά στον στόχο της ιδιωτικοποίησης της Υγείας και όχι στους αργούς ρυθμούς που δήθεν αυτός ο στόχος έγινε εφικτός.

Είναι προφανές ότι η εγκατάλειψη της κυβέρνησης από τους μισούς, σχεδόν, ψηφοφόρους της, στέλνει το μήνυμα της αλλαγής πολιτικής. Και όχι της συνέχισης της ίδιας πολιτικής με μεγαλύτερη ένταση, όπως ο πρωθυπουργός επέλεξε, με βολικό γι’ αυτόν τρόπο, να υποστηρίζει.

Βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά σε ένα μοναδικό πολιτικό συμπέρασμα, μια κυβέρνηση να εγκαταλείπεται από τους πολίτες όχι επειδή απέτυχε, αλλά αντίθετα, επειδή πέτυχε στους πολιτικούς της στόχους. Γεγονός, όμως, που προκαλεί μεγάλη δυσφορία και δυσαρέσκεια στη μεγάλη πλειοψηφία.

Αλλά και οι πανηγυρισμοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όσο και των ηγετικών τους ομάδων, επειδή δεν καταποντίστηκαν ως ποσοστό, κάτι που συνέβη λόγω της μεγάλης αποχής και λόγω και της μεγάλης μείωσης και της δύναμης του κυβερνώντος κόμματος, δείχνει ότι και εκεί δεν ελήφθη το σωστό μήνυμα των εκλογών. Καθώς οι πανηγυρισμοί δεν βοηθούν στην κατανόηση του μηνύματος των ψηφοφόρων, ούτε και στην περαιτέρω βελτίωση της απόδοσής τους.

Οι πολίτες, με την αποχή από τις εκλογές και την φαινομενικά απολίτικη στάση τους, εξέπεμψαν ένα καθόλα πολιτικό μήνυμα. Ότι είναι απογοητευμένοι από τα αποτελέσματα της οικονομικής, της κοινωνικής και της περιβαλλοντικής πολιτικής της κυβέρνησης.

Εξέπεμψαν όμως και το μήνυμα ότι δεν ικανοποιούνται ούτε από τις προτάσεις που υποβάλλει η αντιπολίτευση. Η οποία δεν κατάφερε να πείσει ούτε για τη σοβαρότητα, ούτε και για την αξιοπιστία των λύσεων που διαθέτει.

Μια χώρα σαν την Ελλάδα, που οι διεθνείς δείκτες την δείχνουν να… πατώνει συστηματικά και να γίνεται ουραγός σε όλους τους τομείς στην Ευρώπη, χρειάζεται αλλαγή πολιτικού υποδείγματος. Τόσο της κυβέρνησης, όσο και της αντιπολίτευσης.

Και η μεν κυβέρνηση, είναι σαφές ότι έχει αρχίσει έναν ανεπίστρεπτο κατήφορο. Καθώς η πολιτική που επέβαλε απέτυχε παταγωδώς να λύσει προβλήματα και να ικανοποιήσει τους πολίτες.

Αλλά και η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, όσο δεν προχωρεί σε ευρύτερες προγραμματικές συναινέσεις που να συγκλίνουν σε ένα συγκεκριμένο αντίπαλο δέος απέναντι σε μια συντηρητική και αντικοινωνική νεοφιλελεύθερη πολιτική, δεν πρόκειται να γίνει αξιόπιστος κυβερνητικός παίκτης.

Όσο, δηλαδή, τα κόμματα της Κεντροαριστεράς, που πρεσβεύουν την ίδια μέσες άκρες πολιτική κατεύθυνση, τρώγονται και ερίζουν μεταξύ τους, τσιμπώντας στο δόλωμα του «διαίρει και βασίλευε» της Δεξιάς του κ. Μητσοτάκη, τόσο θα ακυρώνουν την αποτελεσματικότητα των λύσεων που τα ίδια προτείνουν.

Και όσο αυτό συμβαίνει, τόσο ο πρωθυπουργός θα κερδίζει εν ου παικτοίς. Θα κερδίζει, δηλαδή, επειδή δεν έχει σοβαρό και αξιόπιστο αντίπαλο.

Το παράδειγμα της συσπείρωσης των δυνάμεων της Αριστεράς στη Γαλλία απέναντι στον κίνδυνο της ανόδου της Ακροδεξιάς είναι πρόσφατο και πολύ διδακτικό. Για όποιους, τουλάχιστον, ενδιαφέρονται πράγματι για την πολιτική αλλαγή σε προοδευτική κατεύθυνση και στην Ελλάδα…