Η Ελλάδα του 2025 είναι μια χώρα στην οποία το κράτος δικαίου υποχωρεί και η Δημοκρατία υποφέρει, από μια κυβέρνηση αυταρχική και ολιγαρχικών προθέσεων, η οποία επιδιώκει και τελικά επιτυγχάνει τον απόλυτο έλεγχο των θεσμών.

Ads

Τα ίχνη της αυταρχικής και ολιγαρχικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι λίγα:

  • Εδώ και χρόνια έχει αναλάβει μια απίστευτη για σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος εκστρατεία προπαγάνδας, με κωδικό «Αντι ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο»,για την πολιτική εξαφάνιση του βασικού πολιτικού της αντιπάλου. Έχοντας πάρει με το μέρος της την ολιγαρχία του πλούτου, η οποία αισθάνεται να απειλείται τόσο από την αναδιανομή υπέρ των πολλών και αδύναμων, όσο και από το κοινωνικό κράτος που επαγγέλλεται η Αριστερά.

Επιπλέον, η κυβέρνηση χρηματοδοτεί τα πρόθυμα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ με κρατικό χρήμα, για να προπαγανδίζουν καθημερινά το κυβερνητικό έργο και να επαινούν τις επιλογές του πρωθυπουργού.

Μια καλοστημένη, πλην όμως εκτός δημοκρατικών αρχών επικοινωνιακή εκστρατεία, που είχε ως τελικό αποτέλεσμα τον κατακερματισμό και την αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ, ως του μεγάλου πολιτικού αντιπάλου της οικονομικής ολιγαρχίας και της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Ads
  • Συγκαλύπτει κορυφαία σκάνδαλα, όπως των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων στελεχών από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, καθώς και από τον Στρατό, το Δικαστικό Σώμα και τον δημοσιογραφικό κόσμο, ως εάν να ήταν εχθροί της πατρίδας.

Κι ακόμη, συγκαλύπτει, αντιστρέφοντας το κορυφαίο σκάνδαλο διαφθοράς της NOVARTIS, μετατρέποντας τους θύτες σε θύματα σκευωρίας. Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι το σκάνδαλο αυτό το έχει παραδεχτεί ότι συνέβη στην Ελλάδα ακόμη και η ίδια η υπεύθυνη εταιρεία, έχοντας καταβάλει πρόστιμο γι’ αυτό στις Αμερικανικές αρχές.

Η κυβέρνηση συγκαλύπτει, τέλος, το σκάνδαλο των εγκληματικών επαναπροωθήσεων προσφύγων στο Αιγαίο, για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση έχει καταδικαστεί από την ΕΕ.

Όπως και το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, για το οποίο δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβησαν τόσο η μετωπική σύγκρουση, όσο και η έκρηξη στην εμπορική αμαξοστοιχία που κόστισε τη ζωή των περισσότερων θυμάτων του δυστυχήματος. Με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να υποκαθιστά τους ανακριτικούς μηχανισμούς και να προδικάζει από την πρώτη ημέρα μετά το δυστύχημα ότι για όλα έφταιγε ένας σταθμάρχης.

  • Κυβερνά δια της διαπλοκής, η οποία έχει απλώσει τα πλοκάμια της ελέγχοντας ολιγοπωλιακά το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας της χώρας.

Οι υψηλοί ρυθμοί της αύξησης του ΑΕΠ, άλλωστε, για τους οποίους επαίρεται η κυβέρνηση, δεν αντικατοπτρίζουν καμία Ανάπτυξη στη χώρα. Αφού δεν αναφέρονται ούτε στη διάχυση του πλούτου που παράγεται στην κοινωνία, ούτε στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Αφορούν αποκλειστικά στη διεύρυνση του πλούτου μια ολιγαρχίας λίγων επιχειρήσεων που λειτουργούν μονοπωλιακά, ελέγχοντας ενέργεια, δημόσια αγαθά, μεγάλες υποδομές και τραπεζικό σύστημα.

Η τελευταία δικλείδα ασφαλείας πριν τον ολοκληρωτικό έλεγχο των θεσμών και την πλήρη υποβάθμιση του κράτους δικαίου, έστω και σε επίπεδο συμβολικό, μια και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες, ήταν η διατήρηση της πολιτικής παράδοσης της υπόδειξης υποψηφίου για το αξίωμα από τον ευρύτερο χώρο της αντιπολίτευσης.

Αυτό είχαν κάνει όλοι οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί μετά το 1990, υποδεικνύοντας Προέδρους της Δημοκρατίας προερχόμενους από τον αντίπαλο πολιτικό χώρο. Όπως οι αείμνηστοι Κ. Στεφανόπουλος, που υποδείχθηκε από τον Κ. Σημίτη και ο Κ. Παπούλιας από τον Κ. Καραμανλή, αλλά και όπως ο Π. Παυλόπουλος που υποδείχθηκε από τον Α. Τσίπρα.

Ακόμη και η σημερινή Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αν και δεν ήταν πολιτικό πρόσωπο, προερχόμενη από το Δικαστικό Σώμα, ένωσε πάντως με την εκλογή της τον πολιτικό κόσμο, καθώς συγκέντρωσε ευρύτερη συναίνεση, υπερψηφιζόμενη και από μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης.

Αυτή η πολιτική παράδοση, η οποία ακολουθήθηκε τα τελευταία 30 χρόνια, εξασφάλισε ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις, διατηρώντας τις πολιτικές ισορροπίες και τα θεσμικά αντίβαρα που είναι αναγκαία για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.

Η υπόδειξη από τον πρωθυπουργό του Κ. Τασούλα, ενός υποψήφιου για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας προερχόμενου από τα σπλάχνα του κυβερνητικού κόμματος και μάλιστα εν ενεργεία βουλευτή, διέκοψε την καλή παράδοση που ήθελε την εκλογή του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα από την αντίπαλη παράταξη να λειτουργεί σαν θεσμικό αντίβαρο του πρωθυποκεντρικού πολιτικού συστήματος που ισχύει στην Ελλάδα.

Και γέμισε ανησυχίες για τη διασφάλιση των δημοκρατικών θεσμών και την προοπτική του κράτους δικαίου στο εξής.

Πρώτα από όλα γιατί η δικαιολογία της μη ανανέωσης της θητείας της σημερινής Προέδρου της Δημοκρατίας, μια πρακτική η οποία επίσης διέκοψε μια καλή πολιτική παράδοση που ήθελε τους Προέδρους της Δημοκρατίας να ανανεώνουν τη θητεία τους για δεύτερη φορά, ήταν αδύναμη και ανεπαρκής.

Η δικαιολογία του πρωθυπουργού, ότι επιδιώκει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να είναι πολιτικό πρόσωπο, εν μέσω κρίσιμων γεγονότων στο διεθνές στερέωμα, λειτουργεί σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών.

Γιατί αν ο πρωθυπουργός ήθελε πολιτικό πρόσωπο με κύρος, προκειμένου να χειριστεί ευαίσθητα ζητήματα που άπτονται των εθνικών συμφερόντων, θα ήταν προτιμότερο, προκειμένου να εξασφαλιστεί εθνική συναίνεση, να το αναζητήσει από τον χώρο της ευρύτερης αντιπολίτευσης. Μόνον έτσι ο ανώτατος πολιτειακός παράγοντας θα ήταν θωρακισμένος με την αναγκαία για τον χειρισμό εθνικών ζητημάτων ευρύτερη συμφωνία και συναίνεση.

Η δικαιολογία ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να είναι πολιτικό πρόσωπο, με την υπόδειξη του βουλευτή της ΝΔ και πειθήνιου στον πρωθυπουργό Προέδρου της Βουλής Κ. Τασούλα, λειτουργεί ως παραδοχή ότι ήθελε έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας όχι για να λειτουργεί πολιτικά ή εθνικά, αλλά για να είναι του χεριού του.

Κάτι που υποβαθμίζει τον θεσμό και ενισχύει την εικόνα της ολιγαρχικής διακυβέρνησης στην οποία επιδίδεται με αξιώσεις η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Η κριτική στην υπόδειξη, από πλευράς πρωθυπουργού, του κομματικού στελέχους και βουλευτή της ΝΔ Κ. Τασούλα για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν οφείλεται σε αυτό καθαυτό το πρόσωπο του επόμενου ανώτατου πολιτειακού άρχοντα.

Αφορά σε ένα θεσμικό ατόπημα που προδίδει τις επικίνδυνες πολιτικές προθέσεις του πρωθυπουργού να συγκεντρώσει το σύνολο των εξουσιών και να ελέγξει απολύτως όλους τους θεσμούς.

Αν, τώρα, συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι ο Κ. Τασούλας υπήρξε ένα Πρόεδρος της Βουλής με χαμηλά δημοκρατικά ανταλανακλαστικά σε μια σειρά από σκάνδαλα, όπως στων Τεμπών, στη συγκάλυψη του οποίου συνέβαλε από τη θέση του στη Βουλή, τότε η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική.

Καθώς ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα λειτουργήσει, όπως και μέχρι τώρα, σαν κομματικό στέλεχος του κυβερνητικού κόμματος και όχι ως θεσμικό αντίβαρο στην απόλυτη πολιτική ηγεμονία του πρωθυπουργού.

Η αναμενόμενη, με χαμηλή πάντως συναίνεση, εκλογή Τασούλα στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα μόνο δεινά προοιωνίζεται.

Κυρίως γιατί η εκλογή του δεν εξασφαλίζει ούτε καν τον λόγο που προφασίστηκε ο πρωθυπουργός για να μην ανανεώσει τη θητεία της κας Σακελλαροπούλου.

Καθώς, σε καιρούς κρίσιμους για τα εθνικά συμφέροντα της πατρίδας, στο τιμόνι της χώρας δεν θα βρίσκεται ένας έμπειρος στη διεθνή διπλωματία πολιτικός και ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει μια ευρύτερη εθνική συναίνεση. Θα βρίσκεται ένας κομματικός φίλος και καλόβολος συνεργάτης του πρωθυπουργού.

Με δυο λόγια η Ελλάδα δεν θα έχει Πρόεδρο Δημοκρατίας, αλλά Πρόεδρο προερχόμενο εκ της Νέας Δημοκρατίας.

Με ό,τι αυτό σημαίνει για την ίδια τη Δημοκρατία, το κράτος δικαίου και την ανεξαρτησία των θεσμών. Αλλά και με ό,τι αυτό σημαίνει για την προοπτική των εθνικών μας ζητημάτων…

Γιάννης Μυλόπουλος, Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ, Επικεφαλής Παράταξης «ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ»