«Αρχή άνδρα δείκνυσι», έλεγαν οι σοφοί αρχαίοι μας πρόγονοι. Και εννοούσαν ότι οι πραγματικές αρετές των ανθρώπων αναδεικνύονται όταν βρεθούν σε θέση εξουσίας. Γιατί τότε δίνεται η ευκαιρία να φανεί η απόσταση μεταξύ των υποσχέσεων και της πραγματικής τους δράσης. Μια απόσταση που καθορίζει για κάθε πολιτικό τη συνέπεια λόγων και έργων, την αξιοπιστία, την ειλικρίνεια και την ικανότητά του να δράσει προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος. Αρετές που θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ για την αξιολόγησή του στη θέση ευθύνης που κατέχει.

Ads

Ας δούμε, λοιπόν σήμερα, πέντε σχεδόν χρόνια μετά την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ, τι υπόσχονταν και τι έλεγαν πριν και τι έκαναν στ’ αλήθεια όταν κατέλαβαν την κυβέρνηση και τους δόθηκε η ευκαιρία να δράσουν και να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους.

Η αξιολόγηση γίνεται σε τρία μείζονος σημασίας ζητήματα που απασχόλησαν και απασχολούν ακόμη την ελληνική κοινωνία. 

Το πρώτο είναι ένα εθνικό ζήτημα και συγκεκριμένα η Συμφωνία των Πρεσπών. Που αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα, που οι βόρειοι γείτονές μας υπαναχωρούν από τις συνταγματικές και τις διεθνείς τους δεσμεύσεις.

Ads

Το δεύτερο είναι το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη που συνέβη επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, σε σύγκριση με την αντίστοιχης τραγικότητας φυσική καταστροφή στο Μάτι, επί κυβέρνησης Τσίπρα.

Και το τρίτο είναι το μείζον ζήτημα της οικονομίας και της ακρίβειας. Ειδικά στις μέρες μας, που το πρόβλημα της ακρίβειας αναδεικνύεται σε ύψιστης σημασίας ζήτημα για τον έλληνα πολίτη και για την ελληνική οικονομία.

Στην υπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών προεκλογικά, μια Συμφωνία που έγινε δεκτή με εξαιρετικά ευνοϊκά σχόλια από όλες τις πλευρές της διεθνούς κοινότητας, γιατί οι εμπνευστές της είχαν το θάρρος να λύσουν, κατά τρόπο εθνικά επωφελή και αμοιβαία αποδεκτό με τους γείτονες, ένα χρονίζον εθνικό ζήτημα που εξέθετε και αποδυνάμωνε τη χώρα, ο κ. Μητσοτάκης και τα στελέχη της ΝΔ επιδίδονταν σε έναν άκρατο λαϊκισμό. 

Με γνώμονα τα μικροπολιτικά συμφέροντα της ΝΔ που τότε επιδίωκε να κερδίσει τις εκλογές και να γίνει κυβέρνηση, κολάκευαν κάθε ακραία εθνικιστική και ακροδεξιά φωνή και υποδαύλιζαν κάθε εκδήλωση «Μακεδονομάχων» με περικεφαλαίες που στοχοποιούσε τον τότε έλληνα πρωθυπουργό και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. 

Έφτασαν, μάλιστα, στο ακραίο σημείο λαϊκισμού να κατηγορούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους ως προδότες. Με τον ακροδεξιάς πολιτικής προέλευσης κ. Βορίδη να το τερματίζει, κατηγορώντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο 2019 από το επίσημο βήμα στη Βουλή, ως κυβέρνηση «εθνικής μειοδοσίας». Και με στελέχη της ΝΔ, ακόμη και ως κυβέρνηση πλέον, να αποκαλούν τον ΣΥΡΙΖΑ «εθνική εξαίρεση».

Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης μάλιστα προεκλογικά, σε δημόσια δήλωσή του, επέμεινε ότι θα καταψηφίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών είτε πριν τις εκλογές του 2019, είτε και μετά. Το μέγεθος του λαϊκισμού του κ. Μητσοτάκη έφτασε στο κόκκινο, όταν τον Δεκέμβριο του 2018 και για λόγους μικροπολιτικών συμφερόντων, επιτέθηκε στην τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την κατάπτυστη κατηγορία ότι δήθεν «αντάλλαξε τις συντάξεις με τη Συμφωνία των Πρεσπών».

Και τέλος, ο κ. Μητσοτάκης δεσμεύονταν ότι ως πρωθυπουργός ο ίδιος, ποτέ δεν θα υποδεχθεί τον Σκοπιανό ομόλογό του με τον τίτλο «πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας».

Όταν βέβαια η ΝΔ έγινε κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης πρωθυπουργός, τα πράγματα άλλαξαν άρδην. 

Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν καταψηφίστηκε ποτέ από τη νέα κυβέρνηση, ούτε ξεκίνησε επί των ημερών της καμία διαδικασία ακύρωσής της, όπως απειλούσαν και υπόσχονταν προεκλογικά.

Ο κ. Μητσοτάκης, αυτοδιαψευδόμενος και παραβιάζοντας τις προεκλογικές εθνικιστικές κορώνες του, αφού εντωμεταξύ είχε αποσπάσει τη στήριξη του ακροδεξιού του ακροατηρίου στις εκλογές, υποδέχθηκε αρκετές φορές τον Σκοπιανό ομόλογό του στην Ελλάδα αποκαλώντας τη χώρα του με τη συνταγματική της ονομασία, εκφωνώντας τον δηλαδή ως «πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας».

Κι ακόμη περισσότερο, σήμερα που η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση στη Βόρεια Μακεδονία δεν αναγνωρίζει τις διεθνείς και συνταγματικές δεσμεύσεις της, ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της ΝΔ, βασιλικότεροι του βασιλέως και ανταγωνιζόμενοι την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα σε… εθνική μειοδοσία κατά τα δικά τους λεγόμενα, επαναφέρουν με αυστηρότητα τους βόρειους γείτονες στην τάξη. Απαιτώντας από αυτούς να εφαρμόσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών και να τηρήσουν τις δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτήν.

Άσχετα, βέβαια, αν οι ίδιοι δεν έκαναν το ίδιο επί πέντε χρόνια. Δεν έφεραν, δηλαδή, ποτέ τους εφαρμοστικούς νόμους της Συμφωνίας προς ψήφιση στην ελληνική Βουλή.

Η υποκρισία, η ασυνέπεια και ο λαϊκισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα μπορούσαν να διδάσκονται ως παράδειγμα προς αποφυγήν για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής και για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων μιας χώρας…

Όσον αφορά στο δεύτερο ζήτημα, αυτό της τραγωδίας στο Μάτι, αν και επρόκειτο για φυσική καταστροφή που οφείλεται στην κλιματική αλλαγή και όχι για δυστύχημα που προκλήθηκε με ευθύνη κρατικών αξιωματούχων, ο κ. Μητσοτάκης και τα στελέχη της ΝΔ προεκλογικά, για λόγους μικροπολιτικής σκοπιμότητας και πάλι, ανήγαγαν ως κεντρικούς υπεύθυνους για ό,τι συνέβη τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και την τότε περιφερειάρχη Ρένα Δούρου. Αναβαθμίζοντας, αντίστοιχα, σε ανώτατες δημόσιες θέσεις, όταν έγιναν κυβέρνηση, τα στελέχη της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας που χειρίστηκαν την υπόθεση της τραγωδίας.

Για να τους διαψεύσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο στη συνέχεια η Δικαιοσύνη. Η οποία αθώωσε την τότε περιφερειάρχη και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ καταδίκασε στη σχετική δίκη τους υπεύθυνους της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας. Αναγνωρίζοντας ότι αυτοί και όχι τα πολιτικά πρόσωπα είχαν το γενικό πρόσταγμα και άρα και την ευθύνη για ό,τι συνέβη.

Σε πλήρη αντίθεση με ό,τι έκαναν στο Μάτι επί ΣΥΡΙΖΑ, όπου κατηγορούσαν την τότε κυβέρνηση ως υπεύθυνη, όταν επί των ημερών τους συνέβη το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, από την πρώτη στιγμή επιδόθηκαν σε μια εξαιρετικά οργανωμένη επιχείρηση συγκάλυψης των ευθυνών των πολιτικών προσώπων

Από την πρώτη ακόμη ημέρα, ο κ. Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός, χωρίς καμία τεχνική τεκμηρίωση, καμία πραγματογνωμοσύνη ακόμη στα χέρια του και καμία δικαστική έρευνα, εξέδωσε, ως μη όφειλε, ετυμηγορία, επιρρίπτοντας το σύνολο της ευθύνης στον μοιραίο σταθμάρχη. Τον οποίον, αξίζει να υπενθυμιστεί, ότι η δική του κυβέρνηση είχε διορίσει με κομματικά και αναξιοκρατικά κριτήρια. Και επιπλέον, η δική του κυβέρνηση τον είχε αφήσει μόνο του, χωρίς υποστήριξη από έμπειρο προσωπικό και χωρίς υπηρεσίες τηλεδιοίκησης σε αυτή την κρίσιμη θέση.

Ο πρωθυπουργός, μάλιστα, ενοχοποίησε τον σταθμάρχη στηριζόμενος σε μια μαγνητοφωνημένη συνομιλία του λίγο πριν το δυστύχημα με τον μηχανοδηγό, που αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν κατασκευασμένη, ως προϊόν… μονταρίσματος.

Συγκάλυψαν, έτσι, πλήρως τις κυβερνητικές ευθύνες για το γεγονός ότι όλες οι ασφαλιστικές δικλείδες που ίσχυαν πριν το 2019 και απέτρεπαν σιδηροδρομικά δυστυχήματα, όπως η τηλεδιοίκηση στη Λάρισα, το Κέντρο Ελέγχου Κυκλοφορίας στην οδό Καρόλου στην Αθήνα και το επαρκές και έμπειρο προσωπικό που πάντοτε υπήρχε στο σταθμό, ήταν απόντα επί κυβέρνησης ΝΔ. Με ευθύνες προφανώς στελεχών του κρατικού ΟΣΕ, αλλά και πολιτικών προσώπων που ήταν αρμόδια για τις σιδηροδρομικές μεταφορές.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, η επιχείρηση συγκάλυψης για την οποία κατηγορούν τώρα κυβέρνηση και πρωθυπουργό οι συγγενείς των θυμάτων συνεχίστηκε, με μια επιχείρηση αλλοίωσης του εδάφους όπου έγινε το σιδηροδρομικό δυστύχημα και εξαφάνισης όλων των στοιχείων που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τις πραγματικές συνθήκες του δυστυχήματος και της έκρηξης που το ακολούθησε, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Δυο μέτρα και δυο σταθμά σε μια τραγωδία που οφείλονταν σε φυσική καταστροφή από τη μια και σε ένα πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα και μάλιστα μοναδικό στον κόσμο από την άλλη. Αφού τόσο η μετωπική σύγκρουση σε διπλή γραμμή που συνέβη στα Τέμπη, όσο και η έκρηξη που την ακολούθησε και η οποία, όπως τώρα αποκαλύπτεται, κατέκαψε τα περισσότερα θύματα, είναι εξαιρετικά σπάνιο έως αδύνατο να συμβούν σε εποχή μεγάλης εξέλιξης των τηλεπικοινωνιών και της τηλεδιοίκησης αφενός και των μέτρων ασφάλειας για τη μεταφορά εύφλεκτων και πιθανώς και απαγορευμένων ουσιών αφετέρου.

Και τέλος στο ζήτημα της οικονομίας και της ακρίβειας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η μόνη στην Ευρώπη που σε εποχή ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης δεν έλαβε κανένα μέτρο για τον έλεγχο των αγορών και για τον περιορισμό των τιμών, επιτρέποντας στους κερδοσκόπους να αισχροκερδούν και να κερδίζουν δισεκατομμύρια υπερκέρδη, τα οποία, μάλιστα, αρνείται να φορολογήσει προ όφελος των πληττόμενων πολιτών.

Και από την άλλη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η μόνη στην Ευρώπη, που παρά την άρση της απαγόρευσης της μείωσης της έμμεσης φορολόγησης από το 2022 ακόμη, δεν έχει λάβει κανένα μέτρο για τη μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης. Επιμένοντας στο παραμύθι της… εισαγόμενης ακρίβειας από το εξωτερικό.

Με αποτέλεσμα των δυο αυτών… ιδιαιτεροτήτων, η Ελλάδα να είναι στις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης στα τρόφιμα και στην ενέργεια, με απόσταση από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. 

Τη στιγμή που κατατάσσεται από τη Eurostat στις τελευταίες χώρες ως προς την αγοραστική δύναμη των πολιτών, αλλά και δεύτερη στην Ευρώπη ως προς τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Και αυτά από έναν πρωθυπουργό και μια κυβέρνηση που υπόσχονταν προεκλογικά ότι θα μείωναν τους φόρους για τους πολίτες και θα αύξαναν την αγοραστική δύναμη των μισθών τους. 

Εγκώμιο διγλωσσίας, υποκρισίας και ασυνέπειας λόγων και έργων με θύμα τον απλό έλληνα πολίτη και με κερδισμένες λίγες μεγάλες επιχειρήσεις.

Ο ψηφοφόρος των ευρωεκλογών έχει, λοιπόν, τουλάχιστον τρεις κορυφαίους λόγους για να καταψηφίσει την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό του λαϊκισμού, της υποκρισίας, της αναξιοπιστίας και της ασυνέπειας λόγων και έργων στην εθνική μας πολιτική, στην κορυφαία υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών που κόστισε 57 ζωές, αλλά και στο μέγα ζήτημα της ακρίβειας και της φτώχειας που βασανίζουν το μεγαλύτερο μέρος του λαού.

 

  • Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ