Η εικόνα των εκπροσώπων των κομμάτων στα πάνελς των καναλιών την ώρα που έβγαιναν τα πρώτα αποτελέσματα, να πανηγυρίζουν ο καθένας για τη νίκη του δικού του κόμματος, είναι αναμφίβολα μια εικόνα τριτοκοσμική.

Ads

Όπως και η εικόνα του υπουργού της κυβέρνησης ΝΔ Μάκη Βορίδη, ο οποίος πριν καν ακούσει το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών, δήλωσε πως ό,τι κι αν συμβεί, αυτός δεν θα παραδεχτεί ποτέ ότι η κυβέρνηση έχασε, είναι μια βαθιά αλαζονική και προσβλητική για τη δημοκρατία στάση του εκπροσώπου της κυβέρνησης μπροστά στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού.

Η αλήθεια είναι ότι τα αποτελέσματα των εκλογών ανέδειξαν πολλούς χαμένους και ελάχιστους κερδισμένους.

Πρώτη από όλους έχασε η συμμετοχή. Οι εκλογές, που θα έπρεπε να είναι γιορτή της δημοκρατίας, είχαν ένα ποσοστό αποχής 58,7%, πολύ μεγαλύτερο δηλαδή από το ποσοστό 41,3% της συμμετοχής.

Ads

Που σημαίνει ότι πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που δεν ήρθαν να ψηφίσουν, σε σύγκριση με εκείνους που ψήφισαν. Αφού περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες ψηφοφόρους αρνήθηκαν να έρθουν στην κάλπη.

Μια αποχή με βαριά πολιτικά μηνύματα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη πρώτα από όλους, η οποία έχει ανάγει την επικοινωνία και την προπαγάνδα, δηλαδή το δούλεμα των πολιτών, σε ύψιστο πολιτικό της διακύβευμα.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι από την αποχή πρώτη έχασε πρώτα η ίδια η κυβέρνηση που συνέβαλε στην απογοήτευση των ψηφοφόρων από την πολιτική. Αφού οι ψήφοι που χάθηκαν από τη ΝΔ σε σχέση με τις περσινές εθνικές εκλογές είναι περισσότερες από 1 εκατομμύριο, ενώ οι ψήφοι που έχασε η ΝΔ σε σχέση με τις τελευταίες ευρωεκλογές είναι περίπου 800.000.

Δεύτερο συμπέρασμα των ευρωεκλογών είναι η προφανής ήττα της ΝΔ. Όταν μια κυβέρνηση χάνει μέσα σε ένα χρόνο ένα ποσοστό 13% από τη δύναμή της και σε απόλυτα μεγέθη 1.155.000 ψηφοφόρους, δεν μπορεί να μιλά για νίκη.

Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το συγκεκριμένο αποτέλεσμα το διαμόρφωσαν οι δικές της πολιτικές, που ανέδειξαν την Ελλάδα πρώτη χώρα στην Ευρώπη ως προς την ακρίβεια των τροφίμων, προτελευταία ως προς την αγοραστική δύναμη των πολιτών, δεύτερη ως προς την ανεργία και τρίτη από το τέλος ως προς τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.

Το τρίτο συμπέρασμα των εκλογών έχει να κάνει με την αδυναμία της αντιπολίτευσης να πείσει ότι υπάρχει εναλλακτική λύση.

Δεν είναι μόνο τα υψηλά ποσοστά αποχής από τις εκλογές που αποτελούν συνέπεια της ανυπαρξίας εναλλακτικής πρότασης. Είναι και η μεγάλη κατάτμηση του χώρου της κεντροαριστεράς που κάνει τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη να φαίνεται νικήτρια, με ποσοστά όμως ήττας.

Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η ΝΔ με το 28,3%, με το ποσοστό δηλαδή που έφερε χτες στις ευρωεκλογές, πριν λίγα χρόνια και συγκεκριμένα το 2015, σε δυο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, έχανε τις εκλογές και έρχονταν δεύτερο κόμμα. Με πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ με 36% περίπου.

Αυτό, συνεπώς, που σήμερα εμφανίζεται ως ποσοστό νίκης της ΝΔ, πριν λίγα χρόνια ήταν το ποσοστό της ήττας της στις τότε εκλογές.

Μια παρατήρηση που δείχνει ότι η ΝΔ κέρδισε όχι επειδή αύξησε ή επειδή διατήρησε τα ποσοστά της, αλλά χάνοντας και σε ψήφους και σε ποσοστά, χωρίς όμως να έχει πολιτικό αντίπαλο.

Αυτή η απουσία αντιπάλου, η έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης δηλαδή, είναι που δίνει στη ΝΔ την εντύπωση της πρωτιάς.

Με δυο λόγια ο κ. Μητσοτάκης παίζει στο κενό των αντιπάλων του. Και κερδίζει όχι επειδή επικροτείται η πρότασή του, αλλά επειδή δεν υπάρχει ή επειδή δεν ακούγεται άλλη εναλλακτική.

Ούτε το 14,92% του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το 12,79% του ΠΑΣΟΚ, ούτε βέβαια το 9,30% του Βελόπουλου και το 9,25% του ΚΚΕ μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστη αντιπρόταση με κυβερνητική προοπτική.

Το τελευταίο συμπέρασμα από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έχει να κάνει με την επόμενη μέρα.

Καθώς είναι σαφές ότι αν δεν υπάρξει σοβαρή και αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική πρόταση στο κυνικά αντικοινωνικό και χωρίς ούτε τα προσχήματα υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της κυβέρνησης της ΝΔ, αυτή θα συνεχίσει να κυβερνά εν ου παικτοίς.

Κραύγαζε, για παράδειγμα, ο κορυφαίος υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης στα κανάλια την Κυριακή το βράδυ, ότι καλώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μειώνει τον ΦΠΑ. Και τα λέει αυτά την ημέρα των ευρωεκλογών, όταν η Ενωμένη Ευρώπη αντιμετώπισε την ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια μειώνοντας τον ΦΠΑ στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης από το 2022 ακόμη, ισοφαρίζοντας τα δημόσια έσοδα που χάθηκαν, από την φορολόγηση των υπερκερδών των μεγάλων επιχειρήσεων.

Η έξοδος από το σημερινό πολιτικό αδιέξοδο, συνεπώς, είναι στα χέρια της προοδευτικής αντιπολίτευσης.

Αν ο χώρος της Κεντροαριστεράς δεν το πάρει αλλιώς, θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε και στο μέλλον το ίδιο παιχνίδι της πολιτικής μιζέριας. Να κερδίζει δηλαδή, εν τη απουσία εναλλακτικής, αυτός που φέρνει ποσοστά ήττας.

Αν δηλαδή τα προοδευτικά κόμματα της Κεντροαριστεράς, το άθροισμα των ψήφων των οποίων υπερβαίνει τις ψήφους της ΝΔ και άρα μπορεί να αποκτήσει προοπτική κυβερνησιμότητας, δεν κάνουν μια προσπάθεια να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν προγραμματικά, διαμορφώνοντας μια αξιόπιστη προοδευτική πρόταση απέναντι στο στυγνό νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ, η πολιτική του «Διαίρει και βασίλευε» του κ. Μητσοτάκη θα συνεχίσει να αποδίδει καρπούς.

Κάνοντας τη ΝΔ να κερδίζει εκλογές όχι επειδή το αξίζει, αλλά επειδή δεν έχει απέναντί της αξιόπιστο πολιτικό αντίπαλο.

*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ