Ένα από τα κοινά στοιχεία της αυταρχικής πολιτικής Τραμπ και Μητσοτάκη είναι ο πόλεμος που έχουν κηρύξει και οι δυο στα πανεπιστήμια.

Ads

Ο μεν Τραμπ για να συγκρατήσει τις αντιδράσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας και των νέων στις ΗΠΑ ενάντια στην πολιτική ανοχής στη γενοκτονία στην οποία επιδίδεται το Ισραήλ σε βάρος της Παλαιστίνης.

Ο δε Μητσοτάκης για να επικρατήσει πολιτικά, σε μια εποχή που η κυβέρνησή του βάλλεται πανταχόθεν για σωρεία σκανδάλων διαφθοράς. Από τις υποκλοπές με χρήση παράνομου λογισμικού μέχρι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και από τις παράνομες επαναπροωθήσεις μεταναστών και το σκάνδαλο της Ομάδας Αλήθειας μέχρι το έγκλημα στα Τέμπη και τη συγκάλυψή του, η κοινωνία είναι ανάστατη γιατί κανένα κυβερνητικό σκάνδαλο δεν διερευνήθηκε ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια και σε κανένα δεν απονεμήθηκε δικαιοσύνη.

Η αιτία που οι αυταρχικές εξουσίες επιλέγουν κατά προτεραιότητα να επιτίθενται στα πανεπιστήμια είναι προφανής.

Ads

Τα πανεπιστήμια είναι χώροι παραγωγής και μετάδοσης νέας επιστημονικής γνώσης. Και ως τέτοιοι, σε μια εποχή που ονομάστηκε και εποχή της οικονομίας της γνώσης, γίνονται περιζήτητοι στόχοι από τις διψασμένες για δύναμη και κέρδη εξουσίες.

Υπάρχει, όμως, και ένας ακόμη λόγος. 

Τα πανεπιστήμια είναι πνευματικά ιδρύματα στα οποία κατ’ εξοχήν κυκλοφορούν νέοι άνθρωποι και νέες ιδέες. Και αποτελεί κεντρικό στόχο κάθε αυταρχικής εξουσίας ο έλεγχος των νέων ανθρώπων, όπως και η φίμωση των προοδευτικών ιδεών που αμφισβητούν το κατεστημένο που αυτές οι εξουσίες εκφράζουν και εκπροσωπούν.

Ειδικά στην Ελλάδα, όμως, η επίθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα δημόσια πανεπιστήμια έχει και έναν ακόμη σκοπό.

Τη μεταφορά «πελατείας», όπως οι νεοφιλελεύθεροι αντιμετωπίζουν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Τα οποία η κυβέρνηση προωθεί με κάθε τρόπο και με κάθε μέσον στη λεγόμενη «εκπαιδευτική αγορά».

Η πρόθεση της εκμετάλλευσης των πανεπιστημίων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και από τα συμφέροντα που αυτή εκπροσωπεί καταγράφηκε κατ’ αρχήν μέσα από τον αντιδημοκρατικό και αντιακαδημαϊκό νόμο Κεραμέως. 

Είναι ο νόμος, η εφαρμογή του οποίου έφερε το ΑΠΘ σε βαθιά διοικητική κρίση, εξ αιτίας της αδυναμίας εκλογής Πρύτανη εδώ και περισσότερο από 2 χρόνια. 

Ο νόμος αυτός, στην προσπάθειά του να καταργήσει την δημοκρατική, άμεση και απευθείας εκλογή του Πρύτανη από την ακαδημαϊκή κοινότητα, κατέφυγε σε τεχνικές έμμεσης ανάδειξης των πανεπιστημιακών οργάνων,  της μορφής «ο διορίσας του διορίσαντος». Που οδήγησαν σε ανάδειξη του Πρύτανη μέσω συναλλαγής και μέσω συνεννοήσεων «κάτω από το τραπέζι».

Έτσι, σύμφωνα με το νόμο Κεραμέως, τον Πρύτανη ενός δημόσιου πανεπιστημίου δεν τον εκλέγει με δημοκρατικό τρόπο η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα την οποία ο Πρύτανης θα κληθεί να διοικήσει. Αλλά αντίθετα, τον διορίζει μετά από ψηφοφορία ένα 11μελές Συμβούλιο Διοίκησης, (ΣΔ). Το οποίο απαρτίζεται από 6 καθηγητές του ιδρύματος και 5 εξωτερικά μέλη.

Και ενώ τα 6 εσωτερικά μέλη του ΣΔ εκλέγονται με απευθείας ψηφοφορία από τους καθηγητές του ιδρύματος, τα 5 εξωτερικά μέλη του, που δεν είναι κατ’ ανάγκη καθηγητές ή δημόσιοι λειτουργοί, διορίζονται με ψηφοφορία από τα 6 εσωτερικά μέλη.

Στο ΑΠΘ ο νόμος αυτός βρέθηκε μπροστά στο εξής αδιέξοδο. Από τα 6 εσωτερικά μέλη του ΣΔ τα 4 εκδήλωσαν με διάφορους τρόπους, άμεσους ή έμμεσους, την επιθυμία τους να διεκδικήσουν τη θέση του Πρύτανη. 

Έτσι, η εκλογή του κορυφαίου πανεπιστημιακού αξιώματος εξαρτήθηκε κατά κύριο λόγο από τα 5 εξωτερικά μέλη του ΣΔ.

Ο Πρύτανης, δηλαδή, που θα κληθεί να διοικήσει το πανεπιστήμιο, θα εκλεγεί από ένα κλειστό σώμα, στο οποίο συμμετέχουν εξωπανεπιστημιακοί. Οι οποίοι, στην περίπτωση του ΑΠΘ με τα 4 υποψήφια εσωτερικά μέλη, είναι και εκείνοι που έχουν τον αποφασιστικό λόγο στην εκλογή.

Η αντιδημοκρατική ανάδειξη του Πρύτανη από ένα κλειστό όργανο που δεν αναδείχθηκε δημοκρατικά, κατέληξε σε αδιέξοδο. 

Και γι’ αυτό, τη λύση την έδωσε η… επινοητικότητα ενός εκ των υποψήφιων. Ο οποίος, συναλλασσόμενος με έναν άλλον, συνεννοήθηκαν να ενώσουν τις δυνάμεις, δηλαδή τις ψήφους τους στο ΣΔ και να διαμοιράσουν τη θητεία.

Ο εκλεγείς με αυτόν τον τρόπο Πρύτανης εξέπεσε τελικά του αξιώματος 15 μήνες αργότερα, ύστερα από απόφαση του ΣτΕ. Καθώς το ΣτΕ έκρινε ότι το αξίωμα του Πρύτανη είναι μονοπρόσωπο και συνεπώς η θητεία του δεν μπορεί να διαμοιραστεί.

Η πρόθεση καθυπόταξης των πανεπιστημίων, όμως, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν εξαντλήθηκε με αυτό το θεσμικό πλαίσιο. 

Εκδηλώθηκε και με τη στοχοποίηση των πανεπιστημίων ως χώρων ανομίας και εγκληματικότητας.

Η δημιουργία τεχνητών εχθρών είναι γνωστή πρακτική των αυταρχικών εξουσιών. Γιατί, μέσω αυτής, ελέγχουν και καθυποτάσσουν με αστυνομικές και με κατασταλτικές μεθόδους τους θεσμούς και τις κοινωνικές ομάδες που θεωρούν επικίνδυνες.

Στην εποχή των Τεμπών, που ακόμη και ένα ταξίδι με τον σιδηρόδρομο δεν είναι ασφαλές και μπορεί να καταλήξει σε τραγωδία, ο πρωθυπουργός της διάλυσης των σιδηροδρόμων κατηγόρησε τα πανεπιστήμια ως χώρους ανασφάλειας.

Κι ακόμη, σε ένα καθεστώς υπεύθυνο για σωρεία σκανδάλων διαφθοράς, τα οποία η κυβέρνηση συγκαλύπτει, ο πρωθυπουργός κατηγόρησε τα πανεπιστήμια ως χώρους ανομίας.

Και τέλος, σε μια χώρα που το κοινό έγκλημα και οι μαφίες κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους και εκτελούν συμβόλαια θανάτου μέρα μεσημέρι, ο πρωθυπουργός που δεν μπόρεσε να πατάξει το οργανωμένο έγκλημα, κατηγορεί τα πανεπιστήμια ως χώρους εγκληματικότητας.

Το φιάσκο της πανεπιστημιακής αστυνομίας, που η κυβέρνηση διαφήμισε σαν λύση του προβλήματος και που η ίδια τελικά απομάκρυνε από τα πανεπιστήμια γιατί αποδείχθηκε αχρείαστη, είναι η καλύτερη αποκάλυψη της υποκρισίας και της ιδιοτέλειας με την οποία σκηνοθετείται η πολιτική της στοχοποίησης των πανεπιστημίων.

Η υποβάθμιση και συρρίκνωση των δημόσιων πανεπιστημίων από την άλλη, προκειμένου να μεταφερθεί «πελατεία» στα ιδιωτικά μορφώματα, εκδηλώθηκε μέσα από τη στέρηση της δυνατότητας να σπουδάσουν 20.000 περίπου υποψήφιοι σε ετήσια βάση, μέσω της επινόησης της Ενιαίας Βάσης Εισαγωγής.

Και τώρα, αποδεικνύεται ακόμη πιο εμφατικά μέσα από τη διαγραφή 250.000 – 300.000 φοιτητών που καταχρηστικά αποκαλούν… αιώνιους. Ενώ η συντριπτική τους πλειοψηφία είναι ενεργοί και προσπαθούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους μέσα από δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο μετά από την πρόσφατη επίθεση του πρωθυπουργού στους Πρυτάνεις. Τους οποίους κάλεσε «δι’ υπόθεσίν τους» στο Μέγαρο Μαξίμου, προκειμένου να τους απειλήσει ότι αν δεν συμμορφωθούν με τα αυταρχικά και συγχρόνως και αχρείαστα σχέδια ασφαλείας του, θα εκπέσουν από τις θέσεις τους.

Λες και τα πανεπιστήμια είναι κρατικές υπηρεσίες. Και λες και του πρυτάνεις τους διόρισε ο πρωθυπουργός με κομματική ατζέντα.

Πρόκειται για μια πρωτοφανή στα χρονικά επίδειξη δύναμης σε ένα θεσμό που, σύμφωνα με το Σύνταγμα, αλλά και σύμφωνα με τη μακρά Ευρωπαϊκή παράδοση, είναι αυτοδιοκούμενος.

Μια αρχή που έλκει την καταγωγή της από το γεγονός ότι η επιστημονική γνώση δεν μπορεί να εξαρτάται και δεν μπορεί να ελέγχεται από καμία εξουσία.

Αντί, δηλαδή, ο πρωθυπουργός, στη χώρα με τη χαμηλότερη δημόσια χρηματοδότηση ανά φοιτητή και ταυτόχρονα με τη μεγαλύτερη, με απόσταση, αναλογία φοιτητών ανά καθηγητή στη Ευρώπη, να ανακοινώσει στους Πρυτάνεις αύξηση της χρηματοδότησης και ενίσχυση του ακαδημαϊκού προσωπικού, εκείνος τους απείλησε ότι αν δεν παραδεχτούν ότι τα ιδρύματά τους είναι άντρα ανομίας κι αν δεν δεχτούν να εκπονήσουν τα αχρείαστα σχέδια ασφάλειας που προτείνει, σαν να ήταν φυλακές, θα τους… καρατομήσει.

Την ώρα που φοιτητές πέφτουν από τα παράθυρα γιατί τα πανεπιστήμια δεν έχουν ούτε κατάλληλες υποδομές, ούτε και διαθέτουν το προσωπικό ώστε να κατανεμηθούν τα πολυπληθή ακροατήρια σε περισσότερες αίθουσες και την ώρα που πέφτουν τα ταβάνια των εργαστηρίων και τα ασανσέρ των ελάχιστων φοιτητικών εστιών, ο πρωθυπουργός πετάει τη μπάλα στην κερκίδα του νόμου και της τάξης.

Ψωμί δεν είχαν, ραπανάκια για την όρεξη…

Κι όλα αυτά τα αχρείαστα και καταχρηστικά περί σχεδίων ασφάλειας στα πανεπιστήμια, όταν διεθνώς το ζήτημα έχει λυθεί με τη συγκρότηση σωμάτων πανεπιστημιακής φύλαξης, που ανήκουν στα ιδρύματα.

Μόνο που αυτή η διεθνής πρακτική της πανεπιστημιακής φύλαξης απαιτεί χρηματοδότηση, που η κυβέρνηση διαθέτει για αλλότριους σκοπούς. Όπως για την ενίσχυση των τηλεοπτικών καναλιών και για την υποστήριξη των επιχειρήσεων που κερδοσκοπούν σε βάρος των Ελλήνων.

Ζούμε στην εποχή που τα δημόσια πανεπιστήμια βρίσκονται υπό διωγμό και τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά μορφώματα, χωρίς καμία αξιολόγηση αλλά με δίδακτρα, που προορίζονται για λίγους, διαφημίζονται σαν η μόνη λύση για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Εντωμεταξύ η φτώχεια, η ακρίβεια, η κοινωνική απομόνωση, η ερημοποίηση της υπαίθρου και το brain drain αποδίδονται σε διεθνείς συγκυρίες και σε τυχαία περιστατικά…

 

Γιάννης Μυλόπουλος

Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ