Ο Σαίξπηρ ξεκινάει την ιστορία του με τον ήλιο να λάμπει. Ο εμφύλιος πόλεμος των Pόδων έχει τελειώσει. Έχοντας κατατροπώσει τους εχθρούς τους, τα μέλη της δυναστείας των Γιορκ, απολαμβάνουν την ειρήνη παραδομένοι στις απολαύσεις του νικητή. Όλοι εκτός από έναν, τον αδερφό του Βασιλιά, τον Ριχάρδο τον Τρίτο, παραμορφωμένο σωματικά, μοχθηρό, ο οποίος σχεδιάζει να πάρει την εξουσία με κάθε τρόπο. Ξεκινάει μία σειρά μηχανορραφιών μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται η δολοφονία του Βασιλιά και όποιου άλλου στέκεται ανάμεσα στον Ριχάρδο και τις επιθυμίες του είτε αυτές είναι ο θρόνος είτε μια γυναίκα. Θύματά του γίνονται ακόμα και ο άλλος του αδερφός αλλά και τα δύο ανήλικα παιδιά του Βασιλιά. Όσο πλησιάζει το στέμμα, τόσο λιγότερο το αξίζει.

Ads

Ο Ριχάρδος τελικά γίνεται βασιλιάς, όμως είναι τέτοια η ηθική του κατάπτωση που δεν μπορεί να ησυχάσει, στρεφόμενος ακόμα και κατά των ίδιων του των συντρόφων εκτελώντας τους. Εν τω μεταξύ ο ενάρετος Ρίτσμοντ, μέλος της ηττημένης δυναστείας των Λάνκαστερ ξεκινάει με στρατό να διεκδικήσει τον θρόνο του. Ο Ριχάρδος πηγαίνει να τον συναντήσει με τον δικό του στρατό. Το βράδυ πριν τη μάχη, τα φαντάσματα των δολοφονηθέντων τον επισκέπτονται και τον βασανίζουν με εφιάλτες, ενώ τα ίδια φαντάσματα επισκέπτονται τον Ρίτσμοντ και τον ενθαρρύνουν. Το επόμενο πρωί οι σύμμαχοι του Ριχάρδου δεν έρχονται. Αφού διατάξει και άλλες εκτελέσεις και βγάλει έναν πύρινο λόγο στους στρατιώτες, η μάχη ξεκινάει. Ο στρατός του ηττάται και κατά τη διάρκεια της μάχης, μόνος πια, χάνει το άλογο του και απελπισμένος φωνάζει «Ένα άλογο, το βασίλειό μου για ένα άλογο». Ο Ρίτσμοντ τον βρίσκει και τον σκοτώνει. Ο Ριχάρδος βρίσκει το τέλος του πεζός και χωρίς συντρόφους, χειρότερα από έναν απλό στρατιώτη.

Οι γιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα το στελεχώνουν εδώ και δεκαετίες ανελλιπώς  παρά τα πολλά προβλήματά του. Καλό είναι κανείς να αποφεύγει τις ηρωοποιήσεις σε τέτοιες αναλύσεις. Οι λόγοι που πολλοί γιατροί συνέχιζαν να προτιμούν το ΕΣΥ για εργασία ήταν ποικίλοι. Η σιγουριά που παρέχει μια σταθερή δουλειά στο δημόσιο, ο διαμοιρασμός της ευθύνης, το μεγαλύτερο επιστημονικό ενδιαφέρον της δουλειάς στο νοσοκομείο, η κοινωνική αναγνώριση, το καλύτερο άθροισμα μισθού και υπερωριών σε σχέση με τα άλλα δημόσια λειτουργήματα. Παράλληλα, η ιδεολογική θέση αρκετών από αυτούς ότι η υγεία πρέπει να είναι δημόσια και δωρεάν και συνειδητά αποφάσιζαν να την υπηρετήσουν.

Σε αυτό το διάστημα οι γιατροί είχαν στο κέντρο των απαιτήσεών τους τέσσερα ζητήματα: Πιο αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, λιγότερο εξοντωτικά ωράρια, πληρέστερη στελέχωση των μονάδων υγείας, καλύτερες αμοιβές. Οι κυβερνήσεις διαχρονικά υπόσχονταν  ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων, όμως με τα χρόνια να περνούν και τα κυβερνητικά σχήματα να μετακινούνται προς τα δεξιά, όλο και περισσότερο αυτές οι υποσχέσεις έμεναν στον αέρα. Με την οικονομική κρίση, οι γιατροί είδαν τις απολαβές τους να ακολουθούν την πορεία όλων των υπολοίπων, είδαν όμως και τις συνθήκες εργασίας τους να επιδεινώνονται. Με την πανδημία του Covid, είδαν  το να είμαστε η μόνη χώρα η οποία πάσχισε να μην ενισχύσει τον δημόσιο χαρακτήρα της υγείας σε πλήρη αντίθεση με οποιαδήποτε χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου. Εξοντωμένοι, άκουγαν χειροκροτήματα από τα μπαλκόνια την ίδια στιγμή που ζούσαν τον μοναχικό θάνατο χιλιάδων συνανθρώπων μας, με το προσωπικό των νοσοκομείων να μειώνεται.

Ads

Παρόλα αυτά, όπως και οι άλλοι χαρακτήρες του Ριχάρδου που, παρά την εμφανή του αδιαφορία για οτιδήποτε άλλο εκτός από τη δική του εξουσία, παραμένουν πιστοί στην βασιλεία του, έτσι και οι γιατροί συνέχιζαν να στελεχώνουν το ΕΣΥ.  Συνεχίζοντας να ζητούν κατά πρώτο λόγο αξιοπρέπεια και δυνατότητα να κάνουν σωστά τη δουλειά τους και κατά δεύτερο καλύτερες αποδοχές. Το κράτος στις συνεχείς τους οχλήσεις απαντά αδιάφορα όπως ο Ριχάρδος στον συνεργάτη του, Μπακινγχαμ, όταν εκείνος του ζητάει την αμοιβή του: «Τι ώρα είναι;» Το μόνο που κάνει για μια μερίδα εξ αυτών είναι να κάνει τα στραβά μάτια στον παράνομο χρηματισμό τους ώστε οι απλοί άνθρωποι σε θανάσιμη ανάγκη να πληρώνουν τα σπασμένα της πολιτείας.

Υπάρχει όμως ένα όριο κακότητας το οποίο μπορεί να δεχτούν οι υπήκοοι. Αυτό το όριο συχνά είναι πολύ μεγάλο με αποτέλεσμα η εξουσία να ξεγελιέται και να νομίζει ότι είναι στο απυρόβλητο. Έρχεται μια στιγμή όμως που κάνει την πικρή διαπίστωση ότι τα πράγματα δεν έχουν επιστροφή. Αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο ΕΣΥ. Οι γιατροί -όσοι έχουν μείνει στην Ελλάδα- βαρέθηκαν.

Στην Ελλάδα η επίσκεψη στο ιδιωτικό ιατρείο είναι μια σχετικά φτηνή διαδικασία προσβάσιμη σε πολλούς.  Παρόλα αυτά, η αμοιβή για μια εικοσιτετράωρη εφημερία ισούται με περίπου δύο ιδιωτικές επισκέψεις. Αν αυτή η εφημερία επαναλαμβάνεται δέκα και παραπάνω φορές το μήνα όπως γίνεται σε δομές υγείας με σημαντικές ελλείψεις, χάνονται και τα υπόλοιπα κίνητρα για εργασία. Δεν μπορεί κανείς να είναι επιστημονικά επαρκής, δεν μπορεί να αντλήσει ευχαρίστηση από την εργασία του, η προσωπική του ζωή διαλύεται, αισθάνεται σκλάβος. Οι γιατροί επιλέγουν το ιδιωτικό επάγγελμα ή το εξωτερικό. Τα κενά που δημιουργούνται κάνουν τον διορισμό στο ΕΣΥ ακόμα πιο απωθητικό μιας και κάποιος ξέρει ότι θα πρέπει να εργαστεί εξοντωτικά, πέρα από τις ανθρώπινες του δυνατότητες, για να τα αναπληρώσει. Ο στρατός εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης.

Αυτό που θα γίνει είναι εύκολο να προβλεφθεί. Οι επιτάξεις δεν μπορούν να λειτουργήσουν για πάντα.  Η χώρα μας, προκειμένου να μην αντιμετωπίσει μια κατάρρευση του δημοσίου συστήματος υγείας πρωτοφανή στα παγκόσμια χρονικά, αντί να δώσει στους γιατρούς αυτά τα λίγα που ζητούσαν, τώρα θα το πληρώσει ακριβά. Προκειμένου να προσελκύσει τους γιατρούς να εργαστούν δημόσια, θα καταλήξει να πρέπει να πληρώνει υπέρογκους μισθούς, πανάκριβες υπερωρίες και αναπληρώσεις της τάξης των εκαντοντάδων ευρώ τη νύχτα, ακριβώς όπως οι χώρες της βόρειας Ευρώπης.

Ο υπουργός υγείας ανακαλύπτει αυτό που με πικρή τους έκπληξη ανακάλυψαν οι Ρομανώφ, οι Αψβούργοι, ο Ριχάρδος ο Τρίτος. Όταν η εξουσία υπερβεί το όριο της κακότητας που μπορεί να ανεχτούν οι υπήκοοί της, χάνει απολύτως την ικανότητα να τους εμπνεύσει και να τους προσκαλέσει να θυσιαστούν για αυτήν. Βρίσκεται μόνος του μέσα στο πεδίο της μάχης και κοιτάζει τα στρατεύματα του να το εγκαταλείπουν έχοντας  πια καταλάβει ότι δεν πολεμούν για την ελευθερία τους αλλά για την εξουσία του. Φωνάζει απελπισμένος για ένα άλογο αλλά δεν προσφέρει καν το βασίλειο του για αυτό. Βρίζει και λοιδορεί αφρίζοντας, κατηγορεί τους στρατιώτες του ότι είναι αχάριστοι σε αυτόν που τους ρίχνει στη μάχη να σκοτώνονται για να έχει εκείνος το στέμμα, αλλά πια κανείς δεν τον ακούει. Το πεδίο της μάχης είναι άδειο και ο βασιλιάς μπορεί να φοράει το στέμμα του αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα πια για κανέναν.