Ένα μεγάλο έργο τέχνης συνδυάζει το «τελετουργικό» με το «τρέχον» στοιχείο. Συμφύρει το «ιερό» με το «τραχύ». Αναμειγνύει το «αρχέγονο» με το «επίκαιρο». Και το κάνει τόσο καλά που ο δημιουργός του μπορεί να αφήσει στην κρίση του τελικού αποδέκτη το ζήτημα της ανάλυσης της χημικής ένωσης. Δηλαδή, ένα μεγάλο έργο τέχνης δεν υποδεικνύει τα στοιχεία του, δεν τα υπογραμμίζει, δεν τα «διδάσκει». Τα προσφέρει απλά σαν έδαφος και υπέδαφος πάνω στο οποίο το κοινό χτίζει ή διαλύει, ενισχύει ή αποσαθρώνει, διαβρώνει ή παλεύει να συντηρήσει τις ήδη διαμορφωμένες του προσλήψεις – αυτές τις οποίες έριξε στην ράχη του λίγο πριν ανοίξει την πόρτα για να πάει να αντικρίσει το έργο τέχνης.

Ads

Πόσα χρόνια έπρεπε να περάσουν ώστε το weird wave του ελληνικού σινεμά – με τις λίγες υψηλές και τις πάμπολλες χαμηλές του πτήσεις – να αποκαλύψει την θνησιγενή του φύση; Η απάντηση είναι ταυτόχρονα απλή και περίπλοκη: όσα ακριβώς μας άξιζαν σαν κοινό. Η θολή αντιπαράθεση «ποιοτικό vs εμπορικό» στην Ελλάδα του μεταπολιτευτικού σινεμά είχε πάντα ένα ιδιαίτερο βάρος λόγω και των ιδεολογικοπολιτικών συνδηλώσεων. Μπροστά στο αρχικά μαζικό και στην πορεία εξαντλημένο κοινό, ορθώθηκε ένα ανυπέρβλητο μανιχαϊστικό δίπολο: ή με την «Αιωνιότητα» του Αγγελόπουλου ή με το «Safe Sex».

Κι όταν, αργότερα, στο προσκήνιο εισέβαλε μεσσιανικά Λάνθιμος και οι συν αυτώ, η μόνη αντιπαράθεση ερχόταν από αβαρή πειράματα ή, στην καλύτερη περίπτωση, μικρά διαμάντια, χαντακωμένα ή στα αζήτητα. Όχι, η δράση ενός πόλου δεν φέρνει πάντα και γρήγορα την αντίδραση του άλλου πόλου. Όπως κάποτε έπρεπε να πειστούμε ότι είμαστε έθνος ανάδελφο, έτσι, επί μία δεκαετία έπρεπε να πειστούμε ότι η ελληνική κοινωνία περιγράφεται μόνο μέσα από τη μεγεθυμένη ανωμαλία της. Όπως η μνημονιακή ζωή έγινε καθεστώς, παρά τις εκάστοτε παροδικές αναταράξεις, ένα ορισμένο ελληνικό σινεμά θεώρησε ότι η καλλιτεχνική λύση είναι να εμβαθύνουμε στην συλλογική διαταραχή χωρίς να προτείνει αντιπαράδειγμα. Δηλαδή να αυτομαστιγωθούμε μέχρι πνευματικού θανάτου.

Το «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη έρχεται να στηλώσει στα πόδια του ένα μεγάλο ιδεολογικό αντιαφήγημα. Κατ’ αρχάς έρχεται να ορθώσει ανάστημα απέναντι στον μεγάλο ύπνο και την ομφαλοσκόπηση. Ο βιασμός της φύσης, η αποκτήνωση των ανθρώπων της πληττόμενης επαρχίας, η βύθιση μιας χώρας στις λάσπες μιας κολοβής ανάπτυξης δεν χωρούν αλληγορίες και ολιγωρίες.

Ads

Συμβαίνουν πάρα πολύ αληθινά για να φανταστούμε πώς θα ήταν αν συνέβαιναν υποδόρια. Σαν το «Τέρας» της ταινίας, τον γιγαντιαίο εκσκαφέα που αποσυναρμολογεί γη, χωράφια, χωριά, δάση, ανθρώπινες σχέσεις, τοπικές κοινωνίες, εθνικές οικονομίες. Αυτή την ανωμαλία μόνο μια «ροκ» πρόσληψη μπορεί να την αποδώσει στις πραγματικές της διαστάσεις. Μόνο μια ταινία που στάζει λάσπη, που μυρίζει καμένα λάδια μηχανής, που αναδύει αποφορά καπιταλιστικής σαπίλας μπορεί να μιλήσει με όρους ειλικρίνειας και αξιοπρέπειας – όσης απομένει.

Ο Γρηγοράκης, με αυτή την παρθενική cross εφόρμησή του, έρχεται να σταθεί ισάξια δίπλα στην ηχηρή μειοψηφία των Γραμματικού, Βούλγαρη, Παναγιωτόπουλου, Οικονομίδη, Κούτρα και μερικών ακόμα. Το «Digger» σπάει τα δεσμά του «Νέου Ελληνικού Σινεμά». Αποσείει το άγχος της «ελληνικότητας». Είναι ταινία οικουμενική. Είναι μια ταινία για τους ανθρώπους που απλώς γυρίστηκε στην Ελλάδα. Εμπλουτίζει τις «απάτριδες» ταινίες «The 33» της Patricia Riggen για τους Χιλιανούς μεταλλωρύχους, το «Kes» του Κεν Λόουτς, το «At War» του Stéphane Brizé.

Η ταινία, επίσης, διαχειρίζεται επιτυχώς και την παγίδα του να καταστεί «κινηματική». Ο σκηνοθέτης και η ομάδα του σεναρίου αφήνουν τα δέντρα, το χώμα, τη βροχή να καταδείξουν την παράνοια του κυρίαρχου αναπτυξιακού μοντέλου. Οι άνθρωποι φοβούνται γι’ αυτό και ενδίδουν στον πειρασμό της επωφελούς παράδοσης. Η φύση δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Είναι δύναμη μονής κατεύθυνσης. Το ιδεολογικό υπόστρωμα της ταινίας δεν ανασκάπτεται λοιπόν από τους αδύναμους ανθρώπους που δεν θα διστάσουν να πουλήσουν το χωράφι και τους κόπους τους σε μια εξορυκτική εταιρεία αλλά από το ίδιο το περιβάλλον.

Στην ουσία, σκηνοθεσία και σενάριο υποστηρίζουν – και σωστά – ότι και μόνο που επεξεργαζόμαστε ιδεολογικά την αυτοκαταστροφή μας είναι γελοίο. Και το φυσιολογικά ανακύπτον ερώτημα: αυτή την βία πως την αντιμετωπίζεις αν όχι με υπεράσπιση της γης σου; Δεν θα τολμήσει κανείς μας να απαντήσει. Γι’ αυτό, δεν είμαστε παρά ένα μάτσο γελοίων σκαφτιάδων της μιζέριας μας.