Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr
Την προηγούμενη Κυριακή παρουσίασα ένα αφήγημα του Μιλτιάδη Μαλακάση, δημοσιευμένο στο Μπουκέτο τα Χριστούγεννα του 1930, με αναμνήσεις από την παρέα της Δεξαμενής, στο γύρισμα του 20ού αιώνα, στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας λόγιος, ο φοβερός Ευρυσθένης Τσανάκας, και μια γαλοπούλα, την οποία ο Τσανάκας βρήκε ξεκομμένη από το κοπάδι της και την μετέτρεψε σε χριστουγεννιάτικο έδεσμα, έναν πειρασμό στον οποίο ακόμα και ο άγιος των γραμμάτων μας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, δεν μπόρεσε ν΄ αντισταθεί, ίσως επειδή το κρασί του κυρ-Γιάννη, του καφετζή της Δεξαμενής, ήταν αγνό και γλυκόπιοτο, “όλον άρωμα και πτήσις και αφρός”, όχι σαν το πετρέλαιο των άλλων καφενείων!
Ads
Όμως η ιστορία δεν τελείωσε εδώ. Ένας σημαντικός λόγιος αναγνώρισε τον εαυτό του στο πρόσωπο του Ευρυσθένη Τσανάκα και αντέδρασε με ένα βίαιο κείμενο που θα δούμε στη συνέχεια, στο οποίο όχι μόνο καταγγέλλει τον Μαλακάση ότι διαστρέβλωσε την αλήθεια σχετικά με το περιστατικό της γαλοπούλας, αλλά και περνάει σε αντεπίθεση διατυπώνοντας βαρύτατες κατηγορίες για το ποιόν και την ηθική συγκρότηση του “Θανάση”, όπως παρονομάζει τον Μαλακάση, αφού τον κατηγορεί ότι συνδεόταν με πλούσιες γυναίκες για να τους απομυζά την περιουσία. Ο λόγιος αυτός ήταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης, στον οποίο χρωστάμε, ανάμεσα στ’ άλλα, το ότι ανέδειξε τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
Όπως ήταν φυσικό, ο Μαλακάσης αντέδρασε, και σε μια σύντομη επιστολή του έκανε λόγο για μήνυση -που δεν ξέρω αν έγινε, και τι απέγινε. Στο περιοδικό δημοσιεύτηκε και μια άλλη σύντομη επιστολή, του Κώστα Πασαγιάνη, ο οποίος αναφέρθηκε από τον Μαλακάση ως μάρτυρας του περιστατικού, αλλά διέψευσε ότι συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Κι έτσι τελείωσε αυτός ο φιλολογικός καβγάς πριν από 83 χρόνια, ένας καβγάς που θα παρακολουθήσετε τώρα εσείς στα επόμενα.
Τα κείμενα έχουν εκσυγχρονιστεί ορθογραφικά. Ευχαριστώ πολύ τον Σκύλο της Βάλιας Κάλντας και τον Αλέξη για την πληκτρολόγηση.
ΑΜΟΛΑ!
[Δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, 15.1.1931, με το εξής εισαγωγικό κείμενο του περιοδικού: Στο φύλλο των χριστουγέννων δημοσιεύτηκε μια φιλολογική σελίς, με τον τίτλο «Ένα γεύμα την παραμονή των Χριστουγέννων». Στη σελίδα αυτή απαντά σήμερα δια των κατωτέρω ο γνωστός λογογράφος, ιστορικός και Διευθυντής των Αρχείων του Κράτους κ Γιάννης Βλαχογιάννης]
(Κριτική όχι φιλολογική, μα κριτική αληθινή, σωφρονιστική και επανορθωτική του συγγραφέα του αριστουργηματικού και μόνου πεζογραφήματος περί Γαλοπούλας, γραμμένου από τον περίφημο στα Ελλ. Γράμματα Καζανόβα, εσχάτως επονομασθέντα και Θανάση, άρχοντα ξεπεσμένο, ποιητή χρεωμένο και πνευματικώς χρεοκοπημένο από τα Μποχωρογάλατα, κριτική συρραφείσα και εις βούρδουλα ματαβληθήσα από τον πεθαμένο κριτικό Τσανάκα, αργήσασα εξ αγνοίας του, αλλά τέλος φθάσασα από τα ύψη της Δεξαμενής).
Ο Καζανόβας ο νεότερος τρέμει τους ζωντανούς, ας είναι και «θρασύδειλοι». Γι΄αυτό παρασταίνει στο διήγημά του των ήρωα Τσανάκα πεθαμένο, και αφίνει ζωντανό τον άλλο ήρωα το Θανάση, δηλ. τον εαυτό του, να μιλεί ακράτητα. Αυτοί είναι οι δύο ήρωές του οι αριστουργηματικοί· ο ένας, σαν πεθαμένος, δε μιλεί, κι΄ο Θανάσης γενναία τα παραλέει, γιατί φαντάζεται πως δεν φοβάται τίποτα απ΄ τον πεθαμένο. Ο Δον Κισώτος έπλαθε φανταστικούς εχθρούς κι ύστερα τους πολεμούσε αλλά ο Καζανόβας ή Θανάσης, τους πεθαίνει πρώτα με το νου του, κι ύστερα τους πολεμάει. Μ΄αυτό τον τρόπο έχει την πλάνη πως είναι σίγουρος απ΄το κακό, σαν κάτι ζούδια που κρύβουν το κεφάλι τους στην τρύπα και λουφάζουν, ήσυχα πια για τη μικρή τους ύπαρξη.
Όμως κάνει ο Καζανώβας λάθος. Ο Τσανάκας ζει ακόμα και θυμάται. Θυμάται τ΄αξέχαστα του Καζανόβα, όσο κι αν θέλει αυτός και καλά να τα βγάλει από το νου του. Ανέβηκα εχθές στη Δεξαμενή κι ηύρα το φίλο μου τον παλιό, και να τι μου είπε για το φάγωμα της γαλοπούλας:
–Ο κυρ Γιάννης Πάνου, ο παλιός ιδιοχτήτης αυτού του ταπεινού καφενέ, που βλέπεις, τώρα μεγαλονοικοκύρης, κάθεται οδός Πινδάρου 36 και μπορείς να πας να μάθεις την αλήθεια. Μα τί έπαθε τώρα τελευταία ο Καζανόβας να θέλει να κάνει τον κριτή της αρετής; Διάβασα μια τέτοια τίμια κρίση του στον Ψυχάρη, όχι το συγγραφέα, μα τον άνθρωπο, και μάλιστα τον πεθαμένο.
–Δεν τον φοβάται πια.
–Τώρα, για τη γαλοπούλα, να σου πω. Όταν η γαλοπούλα αριβάρισε στον καφενέ, ο καφετζής τηνπήρε και τη φύλαξε, μπροστά στον κόσμο, κι ύστερα ειδοποίησε την αστυνομία· αφού τη βάσταξε δεκαπέντε μέρες, ειδοποίησε πάλι την αστυνομία. Τότε ο αστυνόμος κ. Διοσκουρίδης του είπε να την κρατήσει ακόμα πέντε μέρες, κι αν δεν βρεθεί ο νοικοκύρης να πληρώσει τα έξοδα της διατροφής, τότε να τη φάει. Έτσι φαγώθηκε η γαλοπούλα δημόσια, με γλέντι και μεγάλο θόρυβο στη γειτονιά.
Αυτό το ιστορικό περιστατικό συνέβηκε δέκα χρόνια πριν εγώ σηκώσω το μακαρίτη Παπαδιαμάντη από του Ψυρρή και τον κουβαλήσω σπίτι μου στη Δεξαμενή. Όμως ο Καζανόβας, τρέμοντας τους ζωντανούς, πρόσθεσε ως βοηθητικά του πρόσωπα στο διήγημά του άλλους δυό πεθαμένους, τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα, κι έβαλε στο στόμα τους κοψίδια από τη γαλοπούλα, ο ασεβής, και λόγια τέτοια που τα πιστεύει χρήσιμα στο γενναίο σκοπό του. Είκοσι χρόνια είχε ο Καρκαβίτσας να χαρίσει χαιρετισμό του στον Καζανόβα ή Θανάση, κι αν ζούσε θα τον έκανε να καταπιεί τα λόγια του και τα κοψίδια της γενναίας καρδιάς του. Όσο για τον Αλέκο, τα λόγια τα φανταστικά, που βάνει ο Καζανόβας στο στόμα ενός νεκρού, θυμίζουν τα τσακάλια που ξεθάφτουν και σπαράζουν τις σάρκες απ΄ τους τάφους.
Είναι σόλοικο κι αντιαισθητικό να βάνεις στα Απομνημονεύματά σου λόγια που δεν ειπωθήκανε ποτέ, Καζανόβα και Θανάση. Γι΄αυτό αποφάσισα εγώ να γράψω τα δικά σου Απομνημονεύματα, και τότε μονάχα θα καταλάβεις την αλήθεια, που από ηθική αλησμονησιά θέλεις να αγνοήσεις. Απ΄ όσους σε γνωρίσανε καλά, ο Κώστας ο Χατζόπουλος, θυμάσαι στην «Τέχνη», σ΄έβρισε και σ΄έδιωξε σαν το τελευταίο μπαίγνιο. Ήτανε κι΄αυτός θρασύδειλος, μα και σύ όλα τα κατάπιες. Όταν μου πήρες δανεικά τα Τραγούδια του Λεγκράν και μου τα καταχράστηκες, μια μέρα ο Χατζόπουλος τα βρήκε στα βιβλία σου, τα πήρε και μου τα ‘δωσε, χωρίς να σε ρωτήσει. Θυμάσαι Καζανόβα σ΄έκαμα ενός παρά άνθρωπο στην πλατεία, μα ήσουν ατράνταχτος. Ήσουνα γενναίος. Τέτοιος ήσουνε πάντοτε στα χρέη σου… Δανεικά κι΄αγύριστα. Δώσε πίσω τα ψιλά Καζανόβα, χίλιες φωνές σε κράζουνε δεξιά κι αριστερά. Δώσε τα φαγωμένα από τις γριές Κυρίες, τις ξηντάρες και τις βδομηντάρες, που τις ξεπουπούλιασες σα γάλισσες και μάσησες τα κόκαλά τους.
Θυμήσου, ήτανε Πρωτομαγιά που η περίφημη γαλοπούλα φαγώθηκε ανάμεσα στα γέλια όλης της γειτονιάς. Σ΄άλλο τραπέζι της πλατείας εσύ, Καζανόβα, με τη γριά Ιουλιέτα σου, καταβρόχθιζες το σπίτι της οδού Πατησίων, τα διαμαντικά της, τα τελευταία της πράματα κι ύστερα τη βοήθησες, μισόγυμνη γυναίκα, με μεγάλο ιστορικό όνομα, κι αφού την έκαμες δούλα την παλιά νοικοκυρά και την έστελνες να σου αγοράζει ψωμοτύρι, τη βοήθησες να πάρει τον παραλή από τη Μ.Ασία και να λαβαίνεις τα λεφτά του παραλή κρυφά και συστημένα από την Ευρώπη.
Γιατί, Καζανόβα, ήσουνα πάντα ζιγκολό στα νειάτα σου. Ας μαρτυρήσει κι η γριά Κυρία, η μπαμπόγρια, η Αγάμπεη απ΄το Κάϊρο, που είναι κάτι απίστευτο η ζωή της μαζί σου. Ας μαρτυρήσει, Καζανόβα και Θανάση, η γριά Κυρία της γωνίας της οδού Σόλωνος – Θεμιστοκλέους. Όμως θυμήσου και το σπίτι του Φυσιοδίφη στήν οδό Μεσολογγίου… Τη γυναίκα, πάντα σου, την ξεπουπούλιζες, την ταπείνωνες και την πετούσες σαν κουρέλι. Κρατάει η ράτσα σου από το χωριό, όπου μικρό σε χαιρετούσαν οι ψαράδες με το «Βασιλιά μου!» και καμάρωνες.
Αυτά, Καζανόβα και Θανάση. Κάποτε από τη Δεξαμενή κατρακύλησες στην Πλάκα και σταμάτησες στην οκέλα του Ιωνίδη. Ένας διάκος εκεί γίνηκε φίλος σου και σε έλεγε Γιώργο. Γιατί; μυστήριο. Είχε αυτός ο διάκος μια γριά κασέλα κάποιου τρίτου, που την φύλαγε στην κάμαρή του, κι ήτανε κάπως βαριά, ψιλά γεμάτη. Της βγάλατε της άμοιρης κι αυτηνής τον πάτο, μα τα ψιλά δε φτάνανε για το νοίκι. Και κατέβασες από το παραθύρι τα μπαγάγια σου, κι ο διάκος από κάτου φώναζε: «Αμόλα, Γιώργο!». Όμως έφτασε η σπιτονοικοκυρά και μάζεψε την αμόλα σου, που δε είχε μαζεμό.
Φαγάς; Είναι περίφημο το γνωμικό σου: «Είμαι περίεργος να δοκιμάσω» – και το γιουβέτσι άδειαζε. Σπάταλος; Δανειζόσουν κι έτρωγες. Άμα σου τα γυρεύανε, μια πεντάρα δεν έδινες. Με τα δανεικά σου πήγαινες αμαξάδα και κορόιδευες τον πεζό το δανειστή. Πονηρός; Σφραγισμένο γράμμα διάβαζες, φτάνει να ‘χε μέσα χρήματα. Με τα παράξενα χέρια σου έσφιγγες των φίλων σου τα χέρια και τους έφτυνες στην πλάτη. Όμως το φτύσιμο δεν πιάνει παρά στο μέτωπο. Και νά το. Δειλός; Νά το ξύλο, Καζανόβα. Αμόλα!
Γιάννης Βλαχογιάννης
Έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον ο λίβελλος του Βλαχογιάννη. Ας πούμε, οκέλα είναι παλιά λέξη για τις πρώτες πολυκατοικίες -που συνήθως ήταν επώνυμες, όπως εδώ η οκέλα του Ιωνίδη. Προσέξτε επίσης ότι τον Δον Κιχώτη τον αποκαλεί Κισώτο, αλά γαλλικά -ήταν συνηθισμένο την εποχή εκείνη. Γάλισσες είναι βέβαια οι γαλοπούλες, ενώ η “Τέχνη” είναι το ιστορικό, πρωτοποριακό περιοδικό του Κ. Χατζόπουλου που βγήκε το 1898-99 (δείτε εδώ μιαν ανθολογία ποιημάτων από το περιοδικό).
Φυσικά, ο Μαλακάσης δεν μπορούσε να αφήσει αναπάντητες τις κατηγορίες, και πράγματι στο φύλλο της 29.1.1931 του Μπουκέτου δημοσιεύτηκε η εξής επιστολή του, με προοίμιο του περιοδικού στο οποίο γινόταν έκκληση για συμφιλίωση και λήθη.
Ο ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΥΓΑΣ
ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Στο «Μπουκέτο» των Χριστουγέννων εδημοσιεύθη, ως γνωστόν, μια φιλολογική σελίς, «Ένα Γεύμα την Παραμονήν των Χριστουγέννων», στην οποία υπήρχαν διάφορα υπονοούμενα θίγοντα γνωστόν λογογράφον και ιστορικόν, όστις αναφερότανε στο κομμάτι αυτό με ένα τυχαίο όνομα. Έτσι εδημοσιεύσαμε εντελώς ανύποπτοι την εν λόγω σελίδα, στην οποία απάντησε στο προπερασμένο φύλλο ο θιγόμενος λογογράφος, δια του «Αμόλα». Στην απάντησι αυτή ανταπαντά σήμερα δια της παρακάτω επιστολής του ο συγγραφεύς του κομματιού «Ένα Γεύμα την Παραμονήν των Χριστουγέννων».
Το «Μπουκέτο» δημοσιεύει και την ανταπάντηση αυτή κατόπιν της επιμονής του επιστολογράφου, αν και η επιθυμία του, επιθυμία ειλικρινής αλλά και λογική, είναι να δοθεί ένα τέλος εις την φιλολογικήν αυτήν διένεξιν των δύο εκλεκτών συνεργατών του και να καλύψει η σιωπή και η λήθη όσα και από τα δύο μέρη εγράφησαν. Πάντως ιδού η απάντησις:
«Κύριε Συντάκτα,
Εις τον εναντίον μου τυπωθέντα εις το περιοδικόν σας λίβελλον του απολογητού του Τσανάκα, ολιγότερον πονηρού εκείνου, ο οποίος μόνον προφορικώς με κατασυκοφαντούσε επί έτη, δεν έχω να απαντήσω τίποτε λεπτομερώς, ως ανασκευήν των εναντίον μου συκοφαντιών του, πριν αποδείξει ούτος εκείνο το οποίον διισχυρίζεται ψευδώς, ότι είχα δηλαδή σχέσιν με κυρίαν ιδιοκτήτριαν οικίας, την οποίαν επώλησε προς χάριν μου.
Και για να βοηθήσω ακόμα περισσότερον τον διάδοχον του Τσανάκα και εις την συκοφαντίαν, [***] ότι είχα οποιανδήποτε ακόμα παρεξηγήσιμον σχέσιν κατά τα έτη εκείνα, με οποιανδήποτε κυρίαν, όχι μόνον πλουσίαν, αλλά και -κατά ευτυχή σύμπτωσι- εύπορον ακόμη.
Ο κατήγορός μου έως την ώραν εκείνην είναι loyal υπό αίρεσιν, επομένως ανάξιος άλλης από αυτήν απαντήσεως.
Υ.Γ. Εναντίον του συκοφάντου μου ανέθεσα και εις τον δικηγόρον μου την υποβολήν μυνήσεως προς τον Εισαγγελέα».
Στο σημείο που σημειώνω με [***] δεν αποκλείεται να λείπουν μία ή περισσότερες λέξεις, π.χ. ένα ρήμα όπως ‘διαψεύδω’.
Ίσως υπακούοντας στην έκκληση του περιοδικού, οι δυο πρωταγωνιστές δεν έδωσαν συνέχεια στο θέμα από τις στήλες του -ούτε, απ’ όσο ξέρω, από άλλα έντυπα. Στο επόμενο όμως τεύχος του Μπουκέτου (5.2.1931) δημοσιεύτηκε, σαν επιστέγασμα του καβγά, μια επιστολή του Κώστα Πασαγιάννη, ποιητή που ήταν μέλος της παρέας της Δεξαμενής εκείνης της εποχής, και ο οποίος κατά τον Μαλακάση είχε πάρει μέρος στο γεύμα με τη γαλοπούλα. Ο Πασαγιάννης, ευγενικά αλλά κατηγορηματικά, διέψευσε την ιστορία του Μαλακάση. Κατά σύμπτωση ίσως, το τεύχος εκείνο του Μπουκέτου άνοιγε με ένα διήγημα του Βλαχογιάννη (“Τ’ ακριβά και τα τιμημένα”).
Ο ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΒΓΑΣ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΟΠΟΥΛΑΣ
Η φιλολογική σελίς του εκλεκτού συνεργάτου μας, ποιητού κ. Μιλτ. Μαλακάση, η δημοσιευθείσα στο Χριστουγεννιάτικο φύλλο με τον τίτλο «Ένα γεύμα την παραμονήν των Χριστουγέννων», η προκαλέσασα την υπό τον τίτλον «Αμόλα» απάντησιν του διαπρεπούς λογοτέχνου και ιστορικού κ. Γιάννη Βλαχογιάννη, και γενομένη αιτία τόσου φιλολογικού θορύβου, εξακολουθεί, παρά την επιθυμίαν μας δυστυχώς, να προκαλή σχόλια και απαντήσεις. Εις τα γραφέντα εις την σελίδα αυτήν του κ. Μαλακάση, απαντά σήμερον δια της κατωτέρω επιστολή του, ο γνωστός λογογράφος, κ. Κώστας Πασαγιάνης:
Κύριε Διευθυντά του «Μπουκέτου».
Μόλις σήμερα εδιάβασα εις το Χριστουγεννιάτικο τεύχος του «Μπουκέτου» σας ένα πεζογράφημα του κ, Μ. Μαλακάση με τον τίτλο «Ένα γεύμα κλπ.», όπου αναφέρεται και τ’ όνομά μου ότι δήθεν συνέφαγα μια κλεμένη γαλοπούλα μαζί με τους διηγηματογράφους Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα κλπ.
Λυπούμαι πολύ ότι ο κ. Μαλακάσης, παρασυρμένος από την αχαλίνωτη ποιητική του φαντασία, λησμόνησε ότι ξέμεινα πίσω από τους αλησμόνητους μεγάλους μας λογοτέχνες Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα – στη ζωή και βρίσκομαι τώρα στη δυσάρεστη θέση να βεβαιώσω ότι ποτέ δεν συνέβη πραγματικά το παραμύθι της κλεμμένης γαλοπούλας.
Είναι από την αρχή ως στο τέλος μια ανακρίβεια και μια διαστροφή.
Αν ήταν στη ζωή ο Καρκαβίτσας και ο Παπαδιαμάντης τα ίδια θα εβεβαίωναν.
Με φιλία
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΑΓΙΑΝΗΣ
Η επιστολή του Πασαγιάνη φαίνεται να δίνει ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία της αφήγησης του Μαλακάση, αλλά βέβαια ποτέ δεν πρόκειται να μάθουμε τι ακριβώς συνέβη πριν από εκατόν τόσα χρόνια στη Δεξαμενή με εκείνο το γαλόπουλο -και δεν έχει και καμιά σημασία. Η ιστορία του Μαλακάση μπορεί να μην είναι αληθινή, αλλά δεν παύει να είναι συμπαθέστατη, αρετή που δεν την έχει ο λίβελλος του Βλαχογιάννη.
Για ποιο λόγο αντέδρασε τόσο βίαια ο Βλαχογιάννης; Ίσως τον έθιξε ο χαρακτηρισμός “άνθρωπος κολασίμων παθών” του Μαλακάση για τον ανύπαρκτο, όπως όλα δείχνουν, Τσανάκα (υποθέτω πως το “Τσανάκας” θα ήταν παλιό παρατσούκλι του Βλαχογιάννη, που ο Μαλακάσης το αναβάθμισε σε επώνυμο του φανταστικού ήρωά του).
Αυτά δεν μας ενδιαφέρουν και πολύ, αλλά υπάρχει κι άλλη μία περίπτωση στα μικροφιλολογικά χρονικά, αρκετά γνωστή άλλωστε, όπου ο Βλαχογιάννης εξοργίστηκε και αντέδρασε βίαια. Γύρω στο 1919-20, ο Βλαχογιάννης συμμετείχε στο λογοτεχνικό περιοδικό “Οι νέοι”, και στον Νουμά δημοσιεύτηκε, μάλλον από τον Νιρβάνα, ένα πειραχτικό επίγραμμα, που άρχιζε “Μέσα στα Αρχεία σκονίζεις και σκονίζεσαι” (όχι έτσι ακριβώς, αλλά δεν το θυμάμαι απέξω και είμαι μακριά από τα κιτάπια μου), και συνέχιζε: “μπαίνεις στων Νέων τις revues / δροσίζεις και δροσίζεσαι”, με υπογραφή “Απόκαυκος”.
Έξαλλος ο Βλαχογιάννης πήγε στα γραφεία του περιοδικού φωνάζοντας “τον καύκο της αδερφής σου, και τον απόκαυκο της μάνας σου, θεομπαίχτη!” και απειλώντας να δείρει τον συντάκτη που σκάρωσε το επίγραμμα -έγινε φασαρία που παραλίγο να του κοστίσει τη θέση του ως Διευθυντή των Αρχείων του Κράτους. Φαίνεται ότι αυτό που τον εξόργισε ήταν το “δροσίζεις και δροσίζεσαι”. Όπως έχω ακούσει, ο Βλαχογιάννης ήταν ομοφυλόφιλος αλλά όχι ομολογημένα, και το θεώρησε για υπαινιγμό εναντίον του.
Για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δυο σημαντικότατες μορφές των γραμμάτων μας αντάλλαξαν βαριά λόγια, και μάλιστα δημοσιευμένα σε περιοδικό. Κι άλλες φορές έχουν συμβεί παρόμοια περιστατικά -έχουμε γράψει για καβγάδες του Καραγάτση (ένας από αυτούς, εδώ). Στις μέρες μας, πολλές φορές βλέπουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γνωστούς συγγραφείς να βρίζουν και να βρίζονται και κουνάμε το κεφάλι επιτιμητικά. Όμως, όπως έχω ξαναγράψει, αν κανείς αναδιφήσει παλιά έντυπα βλέπει πως ανάλογοι καβγάδες, κάποτε με βαριές εκφράσεις και με απειλές χειροδικίας, συνηθίζονταν και τότε -και μάλιστα, σε σύγκριση με τους παλιούς καβγάδες, που γίνονταν γραπτώς -άρα υπήρχε το περιθώριο να το ξανασκεφτεί κανείς, καθώς και ο έλεγχος από μεριάς εκδότη- οι σημερινοί συγγραφικοί καβγάδες, που διευκολύνονται από την αχαλίνωτην αμεσότητα του Διαδικτύου, έχουν αρκετά ελαφρυντικά.
Υστερόγραφο: Βλαχογιάννης και Παπαδιαμάντης, στη Δεξαμενή το 1908 (κεντρική φωτογραφία)
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >