Για ποια πολιτική μιλάμε; Μιλάει κανείς με πολιτικούς όρους, με βάση το πρόγραμμά του, με άξονα τον ιδεολογικό του προσανατολισμό και την ιδεολογική του συγκρότηση; Ποιες θεωρίες και στρατηγικούς στόχους επικαλούμαστε τη στιγμή που είναι προφανές, ότι η πολιτική έχει μετατραπεί σε υποτακτική θεραπαινίδα του κεφαλαίου και των αγορών;

Ads

 

Όσο ο καιρός κυλούσε πάνω στον αφρό του κύματος και το χρήμα έρρεε παγκοσμίως άφθονο, οι ισορροπίες διατηρούσαν τη σταθερότητα και την ασφάλειά τους και για τους πολιτικούς και για τους λαούς, μόλις το χρήμα «τραβήχτηκε» από τις παραδοσιακές αγορές κι άλλαξε κατεύθυνση και διαθεσιμότητα, αυτόματα όλα ανατράπηκαν κι έγιναν πολύ δύσκολα για τους πολιτικούς και δυσκολότερα για τους λαούς.
 

Οι ταλαιπωρημένες στην πορεία του χρόνου Δημοκρατίες του ευρωπαϊκού νότου, οι καταπονημένες από τον αυταρχισμό και την καταπίεση κοινωνίες, οι στερημένες εξαιτίας των περιορισμένων αναπτυξιακών επιλογών, δοκιμάζονται εκ νέου από την επιβολή ενός ιδιότυπου δημοσιονομικού αυταρχισμού και συμπιέζονται από ανελαστικούς κανόνες κι επαχθείς οικονομικές συμφωνίες. Μνημόνια έχουν υποκαταστήσει τη χάρτα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τρόικες επιχειρούν την εφαρμογή προγραμμάτων σταθερότητας.
 

Ads

Όταν η πολιτική απουσιάζει, στο τραπέζι κυριαρχούν μόνο οι υπολογισμοί και τα συμφέροντα. Το παζάρι του δούναι και λαβείν εξελίσσεται και φουντώνει. Η αλληλεγγύη γίνεται χαμηλό επιτόκιο ή επιμήκυνση κι η συνεργασία δανειακή σύμβαση. Σ’ αυτή την «πολιτική» βάση λειτουργεί το ευρωπαϊκό διευθυντήριο την περίοδο της κρίσης και της ύφεσης. Με όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας και περιστολής των κρατικών δαπανών, με απολύσεις και ανεργία. Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας λειτουργεί ως επιταχυντής, όχι όμως της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά της κοινωνικής εξαθλίωσης.
 

Η επιβολή αυτού του ιδιότυπου μοντέλου διευθέτησης των ευρωπαϊκών υποθέσεων με τόσο εμφαντικά αμυντικό και δειλό τρόπο, δεν αντιμετωπίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως κοινή συνισταμένη ανεξάρτητων κρατών, δεν αμβλύνει τις διαφορές, αλλά, τουναντίον, τις διαχειρίζεται ως άθροισμα επιμέρους οικονομικών μονάδων, οξύνει τις αντιθέσεις. Η πολιτική ενοποίηση υπονομεύεται συστηματικά από την οικονομική ηγεμονία. Οι συνέπειες και τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής είναι πλέον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο προφανή. Δεν δοκιμάζεται μόνο ο ευρωπαϊκός νότος. Το μέλλον του ευρώ δεν εξαρτάται μόνο απ’ την Ελλάδα, η ανεργία δεν συνδέεται μόνο με την Ισπανία, η οικονομική και πολιτική σταθερότητα δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο για την Ιταλία.
 

Εδώ έφτασε η ώρα να ειπωθεί επιτέλους μια αλήθεια σε όλους. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, για τον ελληνικό λαό, που πρώτος βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, οι εμπνευστές αυτού του μοντέλου προσαρμογής, αλλά κι όσοι επιχειρούν την υλοποίηση κι εφαρμογή του, οφείλουν να πουν ξεκάθαρα, ότι η αρχική σύλληψη ήταν θεμελιωμένη σε λάθος δεδομένα. Δεν μιλάμε για πολλαπλασιαστές κι άλλα συναφή αναλυτικά «εργαλεία» και οικονομολογικά πρότυπα ή προσεγγίσεις. Αναφερόμαστε στους πολιτικούς όρους, στο πολιτικό πλαίσιο, που απουσίαζε από το ευρωπαϊκό τραπέζι ως εισηγητική έκθεση και δικαιολογητική βάση για την επιβολή τους. Εννοούμε, ότι η πολιτική ήταν απούσα από τις αίθουσες του eurogroup και των συνόδων κορυφής, όταν στα διπλανά γραφεία οι τεχνοκράτες κι οι ειδικοί σχεδίαζαν κι αποφάσιζαν για το μέλλον των κρατών και των λαών για τις επόμενες δεκαετίες.
 

Η πολιτική ήταν απούσα, γιατί οι πολιτικοί ήταν απόντες. Ήταν απόντες γιατί δεν κατόρθωσαν ούτε πινελιά να «περάσουν» από τις αρχές και τις αξίες, που υποτίθεται ότι πρέσβευαν, αλλά και που για δεκαετίες κυριαρχούσαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ούτε κάν μια υποψία κοινωνικής ευαισθησίας και συναίσθησης. Οι αμείλικτοι όροι, οι ανελαστικές προθεσμίες, οι εκβιαστικές δεσμεύσεις έστησαν στον τοίχο την πολιτική, όχι τους πολιτικούς. Οι πολιτικοί κρύφτηκαν πίσω απ’ τις κόκκινες γραμμές και κλείνοντας τα μάτια τους, ουσιαστικά έδεσαν με τα ίδια τους τα χέρια τα μάτια της πολιτικής. Η εκτέλεση ήταν ύστερα απλώς διαδικαστική υπόθεση.
 

Τώρα διαπιστώνονται πολιτικά ελλείμματα κι ελλιπείς ηγεσίες, αναζητούνται ηγέτες. Εναγωνίως διατυπώνονται επιθυμίες κι εικασίες για σχήματα και συνασπισμούς, ενώ ταυτόχρονα όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα προς τη Γερμανία. Η πολιτική απούσα, ο λαός στη γωνία κι ο καυγάς στις γειτονιές της διχασμένης Ευρώπης για την εξουσία. Εξαιρετικό σκηνικό τρόμου, ασφαλής «οδικός χάρτης» για την καταστροφή, σίγουρος συνδυασμός για την επικράτηση του αυταρχισμού και των ακροτήτων. Μέσα σ’ αυτό το διαταραγμένο πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλον, οι μέχρι χτες ανύπαρκτες ή περιθωριακές προσωπικότητες κι ομάδες, οι «απολιτίκ» κι οι καρικατούρες, ο φασισμός, βρέθηκαν μονομιάς στο προσκήνιο, ρυθμιστές του παρόντος και χωροτάκτες της κατεύθυνσης των εξελίξεων.
 

Η λαϊκή αντίδραση υπό συνθήκες πίεσης και κρίσης δεν θυμάται και δεν ξεχωρίζει εχθρούς και φίλους, μπροστά στις κάλπες κι ενόψει του φόβου της φτώχιας και της ανέχειας, όλοι «τσουβαλιάζονται» και μπερδεύονται στο κουβάρι της αναξιοπιστίας, της ισοπέδωσης, του λαϊκισμού. Οι πολιτικοί προπηλακίζονται και στοχοποιούνται, αλλά θύμα εξακολουθεί να είναι μόνο η πολιτική κι αυτή είναι η τεράστια ευθύνη των πολιτικών.
 

Στη χώρα μας τα κόμματα πλήρωσαν και πληρώνουν το μάρμαρο της αβελτηρίας και της ξύλινης γλώσσας τους, των προσωπικών στρατηγικών, των ενδοπαραταξιακών συσχετισμών και των ενδοκυβερνητικών ισορροπιών. Έτσι εκπαίδευσαν συστηματικά κι επιπόλαια το εκλογικό σώμα για δεκαετίες, έμαθαν στους ψηφοφόρους να συμπεριφέρεται σαν πελάτες, σαν διεκπεραιωτές της εκλογικής διαδικασίας για την αναδιανομή πλούτου και προνομίων ανάλογα με το ποιος θα είχε κάθε φορά «το πάνω χέρι». Το θυμικό και το συναίσθημα στην υπηρεσία της δημοκρατίας, της συμμετοχής, της αντιπροσώπευσης. Κι αυτό ίσως θα πρέπει να το έχουν διαρκώς κατά νου όσοι ανέξοδα κι επικίνδυνα «επενδύουν» στις μέρες μας στην έξαψη και τη συντήρηση της «λαϊκής οργής κι αγανάκτησης». Ο λογαριασμός αυτός άνοιξε και δεν κλείνει εύκολα.
 

Η πολιτική δεν αποτελεί τέχνασμα της στιγμής, επινόηση της συγκυρίας, κατασκεύασμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Η πολιτική είναι μια διαρκής διαδικασία εσωτερίκευσης και κατανόησης των κοινωνικών προβλημάτων και αναγκών κι η επεξεργασία και διατύπωση συγκεκριμένων προγραμμάτων και δράσεων επίλυσης ή ικανοποίησής τους, με πίστη και σεβασμό στις αρχές και τις αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας. Οι αναφορές της πολιτικής είναι κοινωνικές κι η βάση της ο άνθρωπος. Από αυτόν ξεκινούν και σ’ αυτόν καταλήγουν οι αποφάσεις.
 

Η επιστροφή στον άνθρωπο δεν είναι, συνεπώς, αρμοδιότητα μιας ανώνυμης και περιστασιακής ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, ούτε υπόθεση ενός μόνο κράτους ή μιας κυβέρνησης. Η επιστροφή στον άνθρωπο αποτελεί αφετηρία κι ορόσημο της συλλογικής δράσης των εμπνευστών της ενωμένης, ισχυρής και δημοκρατικής Ευρώπης, της Ευρώπης των λαών, της θωρακισμένης με θεσμούς συμμετοχής, αντιπροσώπευσης κι ισονομίας. Η επιστροφή στον άνθρωπο σηματοδοτεί και την επιστροφή της πολιτικής, όχι, φυσικά, αυτόματα, αβίαστα κι απρόσκοπτα, οπωσδήποτε μέσα από συγκρούσεις κι αντιπαραθέσεις, κοινωνικές ανακατατάξεις κι ανατροπές, που εκ των πραγμάτων όμως θα οδηγήσουν στη«νέα αναγέννηση», στην ανάδυση νέων ιδεών, καινοτόμων απόψεων, πρωτότυπων και πρωτοποριακών τρόπων έκφρασης κι επικοινωνίας.
 

Η επιστροφή αυτή δεν θα εξαργυρωθεί σε κάποιο ευρωπαϊκό ταμείο σταθερότητας ή συνοχής, αλλά θα πιστωθεί στο λογαριασμό των νέων της Ευρώπης, στα παιδιά του αύριο, ως ελάχιστο εφόδιο για να συνεχίσουν το δύσκολο και κοπιαστικό δρόμο προς την ευρωπαϊκή σύγκλιση κι ολοκλήρωση.
 

Για να προετοιμαστούμε γι’ αυτή την επιστροφή θα πρέπει να θέλουμε και να μπορούμε πρώτ’ απ’ όλα να οραματιστούμε ως κοινωνία και ως χώρα το μέλλον μας στην Ευρώπη, δίχως το φόβο και την καχυποψία, δίχως τα βαρίδια και τις αγκυλώσεις, που κυριαρχούν, αποπροσανατολίζουν και σκοτεινιάσουν την προοπτική μας σήμερα.
 

Γι’ αυτήν την επιστροφή αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε και να δουλέψουμε. Ομαδικά και συντονισμένα, φιλότιμα και έντιμα. Με έργα κι όχι με λόγια. Γι’ αυτή την επιστροφή πρέπει να δώσουμε όλοι το παρόν, γιατί –παρά τα όσα εύκολα κι ανεπιτήδευτα διατυμπανίζονται– η επιστροφή της πολιτικής είναι η μόνη οδός, μέσω της οποίας είναι δυνατόν να οδηγηθούμε ασφαλώς στην ανατροπή επαχθών όρων και δυσβάσταχτων συμφωνιών, στο σάρωμα τυχάρπαστων και καιροσκόπων της πολιτικής, στην ανάδειξη ηγετών  και συλλογικότητων, στην αλλαγή του ρου της Ιστορίας.
 

Η Ελλάδα το έχει ανάγκη, η Ευρώπη το χρειάζεται, εμείς το αντέχουμε;

Πληκτρολογίες