Το ενεργειακό πρόβλημα εξελίσσεται ως μια μείζονος σημασίας απειλή στα θεμέλια της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, το οποίο δεν αφορά μόνο στις βραχυπρόθεσμες δραματικές εξελίξεις που βιώνουμε σήμερα, αλλά και κυρίως στη μακροπρόθεσμη προοπτική του για την εξασφάλιση βιώσιμων συνθηκών στο μέλλον.

Ads

Κάτι που μέχρι τώρα εθεωρείτο αυτονόητο, δηλαδή η χρήση ηλεκτρικού ρεύματος, η θέρμανση το χειμώνα και ο κλιματισμός το καλοκαίρι, όπως επίσης και τα καύσιμα για τις μετακινήσεις και που όλα μαζί αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου πολιτισμού μας, τείνουν να αποτελέσουν αγαθά εν ανεπαρκεία.

Αρχικά αιφνιδιασμός και ακινησία

Σημαντικές πτυχές του ενεργειακού προβλήματος άρχισαν να διαφαίνονται πολύ πιο νωρίς από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις συνεχιζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις. Κακός προγραμματισμός για την ενεργειακή μετάβαση, ακινητοποίηση ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων πυρηνικής ενέργειας και μείωση των επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα, χωρίς ταυτόχρονα να αυξηθούν  οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές, ικανές να καλύψουν το κενό ενέργειας που δημιουργείτο, οδήγησαν από τη μια σε σημαντικές ελλείψεις και από την άλλη στην εκτόξευση των τιμών τους σε δυσθεώρητα ύψη, τινάζοντας τους οικογενειακούς αλλά και τους κρατικούς προϋπολογισμούς στον αέρα.

Ads

Σε ότι αφορά στο φυσικό αέριο, που είναι και το βασικότερο προϊόν, επειδή χρησιμοποιείται ευρέως τόσο για οικιακή χρήση όσο και ως ενέργεια  από τις επιχειρήσεις, αλλά ακόμη και ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, η άνοδος της τιμής του ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2021, επιταχύνθηκε με τα προθεσμιακά συμβόλαια αγοράς από τις αρχές του Αυγούστου για να ακολουθήσει στη συνέχεια μια ξέφρενη πορεία.

Η έναρξη του πολέμου και η χρήση του προϊόντος ως πολεμικό εργαλείο, οδήγησε σε καλπάζουσες αυξομειώσεις στις τιμές και πρακτικές, που θυμίζουν περισσότερο ζούγκλα παρά οργανωμένη αγορά. Εκβιασμοί από τους προμηθευτές λόγω μακρόχρονης μεγάλης εξάρτησης ορισμένων χωρών, ανελέητη κερδοσκοπία από τους παρόχους, εκμεταλλευόμενοι ένα σύστημα υπολογισμού της τιμής του ρεύματος  που δεν ανταποκρίνεται στις ακραίες έκτακτες καταστάσεις που βιώνουμε, οικονομικές κυρώσεις που αντί να διευκολύνουν την αγορά αποτέλεσαν τη δικαιολογητική βάση για την αφαίμαξη των εισοδημάτων των πολιτών της Ευρώπης με αποτέλεσμα τη συσσώρευση κεφαλαίων από τη Ρωσία ώστε να καλύψει τις απώλειες από το πάγωμα των συναλλαγματικών αποθεμάτων της στις τράπεζες της Δύσης. Ένας ενδιάμεσος απολογισμός δείχνει, ότι το πλεόνασμα του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών της Ρωσίας ανέρχεται ήδη για το πρώτο εξάμηνο του έτους στα 270 δις δολάρια.

Παρόλα αυτά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, είτε επειδή ήταν απασχολημένοι με την πανδημία, είτε ακόμη χειρότερα, επειδή υποεκτίμησαν τη σοβαρότητα του προβλήματος, άφησαν να εξελίσσεται η κατάσταση χωρίς καμία κεντρική παρέμβαση, παραπέμποντας για λύσεις στις εθνικές κυβερνήσεις. Ακόμη και όταν ήχησαν οι σειρήνες και τα κανόνια του πολέμου το δόγμα ο «σώζων εαυτόν σωθήτω» δεν άλλαξε. Ώσπου τώρα, μετά από ένα εξάμηνο, συνειδητοποίησαν οι πάντες ότι πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα, ότι ο  πόλεμος δεν θα τελειώσει γρήγορα και ότι χωρίς κοινές δράσεις δεν αντιμετωπίζεται.

Ζητούνται μέτρα ανακούφισης αλλά και απεξάρτησης

Όπως αναφέρθηκε, το πρόβλημα είναι σύνθετο, πολυπαραγοντικό και ζωτικής σημασίας όχι μόνο για τα νοικοκυριά, αλλά και για τη λειτουργία της οικονομίας, ως πρώτη ύλη, το ίδιο σημαντική όπως για παράδειγμα είναι και η  ύπαρξη κεφαλαίων. Έτσι και η λύση-απάντηση που θα δοθεί θα πρέπει να εμπεριέχει, την εξασφάλιση της τροφοδοσίας με φυσικό αέριο σε συνεχή ροή, ρεύμα και καύσιμα χωρίς δελτίο και σε προσιτές τιμές για τα νοικοκυριά καθώς και την παροχή φυσικού αερίου προς τις επιχειρήσεις για να συνεχίσουν απρόσκοπτα την παραγωγή και να μην βυθιστούν οι οικονομίες σε ύφεση.

Να τονιστεί εξάλλου, ότι και οι επιχειρήσεις χρειάζονται να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον σχετικής σταθερότητας της τιμής, η οποία εισέρχεται ως στοιχείο κόστους στον ισολογισμό τους, οι δε συνεχείς ακραίες μεταβολές ανατρέπουν τα επιχειρηματικά τους σχέδια και επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητά τους. Το περιβάλλον αυτό, ως βασική αρχή, πρέπει να εξασφαλίζεται μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς.

Όμως, σε έκτακτες καταστάσεις, όπου δημιουργούνται τεχνητές ελλείψεις, είτε ως αποτέλεσμα διοικητικών αποφάσεων, είτε μετά από σημαντικά γεγονότα, όπως είναι ένας πόλεμος, επιβάλλεται η παρέμβαση του κράτους για την προστασία της κοινωνίας από ελλείψεις ενός ζωτικού αγαθού, όπως είναι το φυσικό αέριο και κατ’ επέκτασιν του ηλεκτρικού ρεύματος  και μάλιστα σε τιμές που να είναι προσιτές στα τρέχοντα επίπεδα εισοδημάτων. 

Πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου

Σχετικά με την πρόταση της Προέδρου της Κομισιόν για θέσπιση πλαφόν στην τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου καταρχήν εγείρονται ενστάσεις, σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα του μέτρου.

Πρώτον, επειδή πρόκειται για μια παρέμβαση στην αγορά η οποία εξορισμού δημιουργεί στρεβλώσεις  με ανυπολόγιστες επιπτώσεις τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις.

Δεύτερον, η επιβολή πλαφόν αποκλειστικά στο ρωσικό φυσικό αέριο θα δημιουργήσει νέες ανισορροπίες στην προμήθεια του προϊόντος, θα προκαλέσει δε όπως δείχνει η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος τη λήψη αντίμετρων από την πλευρά της Ρωσίας, τόσο νομικής φύσεως, αφού πρόκειται για εξωσυμβατική παρέμβαση, όσο και την πιθανή ολοκληρωτική διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και όχι μόνο μέσω του Nord Stream 1 αλλά ενδεχομένως και του Turk Stream, από τον οποίο τροφοδοτούνται πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Εξάλλου, όταν μειωθεί η συμμετοχή του ρωσικού προϊόντος θα αυξηθεί η ζήτηση προς τις άλλες αγορές με αποτέλεσμα οι τιμές αντί να μειωθούν να αυξηθούν, κάτι που αντίκειται στο στόχο της μείωσης του πληθωρισμού, που είναι επίσης ζητούμενο. Συνεπώς πρόκειται για μια ανόητη πρόταση και δικαίως η χώρα μας δεν την υποστηρίζει.

Μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, αλλά και εδώ με σημαντικές επιφυλάξεις, θα είχε μια προσεκτική θέσπιση ενός ενιαίου πλαφόν στην τιμή για όλους τους προμηθευτές φυσικού αερίου και όχι μόνο της Ρωσίας. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η αποδέσμευση από τον ολλανδικό δείκτη TTF, αφού δεν αποτελεί πλέον αξιόπιστο μηχανισμό εξισορρόπησης της τιμής μεταξύ προσφοράς και ζήτησης φυσικού αερίου επιτρέποντας στην κερδοσκοπία να αποκομίζει τεράστια κέρδη. 

Σκόπιμη θα ήταν η δημιουργία ενός νέου αξιόπιστου ευρωπαϊκού μηχανισμού διαμόρφωσης των τιμών, ο οποίος να ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς, ίσως σε συνδυασμό με έναν ομαδικό μηχανισμό προμήθειας φυσικού αερίου από τις χώρες της Ένωσης στο πνεύμα της πρότασης Ντράγκι.

Η ισχυρή μεταβλητότητα εξάλλου στην τιμή του φυσικού αερίου έχει δημιουργήσει ήδη μεγάλο πρόβλημα στις εταιρείες εμπορίας ενεργειακών προϊόντων, οι οποίες για να διασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία της αγοράς χρειάζονται κεφάλαια για “margin calls” που ανέρχονται στα 1,5 τρις δολάρια. Το γεγονός ότι οι εταιρείες πραγματοποιούν συναλλαγές σε σημαντικά πρότερο χρόνο, σε μια αγορά με μεγάλη μεταβλητότητα,  δημιουργεί επικίνδυνες προϋποθέσεις για αδυναμία πληρωμών.

Μια τέτοια εξέλιξη, λόγω μεγέθους, είναι σε θέση να οδηγήσει σε διαταραχές στα τραπεζικά συστήματα των χωρών, αν όχι τύπου Lehman Brothers, επειδή δεν υπάρχει αντίστοιχη διάχυση του κινδύνου στην κοινωνία, όμως απαιτείται παρέμβαση για στήριξή τους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτι που αναμένεται να υλοποιηθεί.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός, ότι δεν υπάρχει εμπειρία του παρελθόντος από ανάλογα παγώματα τιμών σε υπερεθνικό επίπεδο, αλλά μόνο σε κλειστές εθνικές αγορές, αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα αβεβαιότητας για την αποτελεσματικότητα του μέτρου. Παρόλα αυτά θα πρέπει να τη δούμε ως μια θετική επιλογή ανάγκης, αφού οι κίνδυνοι από τη συνεχιζόμενη μεταβλητότητα της τιμής είναι πολύ μεγαλύτεροι, αρκεί όμως να συνοδευτεί από μέτρα τα οποία θα αντιμετωπίζουν τις πιθανές παρενέργειες. 

Δευτερεύουσες παρεμβάσεις

Χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη παρέμβαση που έχει πέσει στο τραπέζι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η θέσπιση ανώτατης τιμής για το φυσικό αέριο. Αποτελεί τη ναυαρχίδα της ούτως  ή άλλως καθυστερημένης αντίδρασης μιας Επιτροπής, η οποία άφησε την ενεργειακή κρίση να εξελίσσεται ως απλός θεατής και τις επιμέρους χώρες να  προσπαθούν απεγνωσμένα να δαμάσουν ένα εισαγόμενο φαινόμενο, το οποίο μόνο ενωμένες σε ένα μεγάλο μονοψώνιο θα ήταν σε θέση να επιβάλλουν ή το λιγότερο να επηρεάσουν τις τιμές.

Όμως, όπως συνάγεται  και από τις πρόσφατες ανακοινώσεις της Επιτροπής, πιθανόν λόγω αντιδράσεων κάποιων μεγάλων χωρών, δε σκοπεύει να αγγίξει το θέμα. Αντίθετα, αντί να διερευνήσει, μετά και από την εντολή που έλαβε το Μάρτιο από το Συμβούλιο Αρχηγών, τους τρόπους κοινής αλληλέγγυας δράσης για την αντιμετώπιση του προβλήματος, έρχεται να λειτουργήσει ως σύμβουλος διαχείρισης του τρόπου δράσης των εθνικών κυβερνήσεων. Τι προτείνεται λοιπόν:

(1)Ανώτατο όριο εσόδων. Για τους παραγωγούς ενέργειας με  ευνοϊκότερο κόστος του οριακού, όπως οι ΑΠΕ και η πυρηνική ενέργεια, επιβάλλεται ανώτερο ποσό εσόδων ( η πρόταση της Επιτροπής είναι 180 EUR/MWh). Υπολογίζεται ότι τα συνολικά έσοδα από ένα τέτοιο μέτρο θα ανέλθουν  για την ΕΕ στα 117 δις Ευρώ, τα οποία θα εισπράττονται από τις χώρες και θα χρησιμοποιούνται για την ελάφρυνση των νοικοκυριών. Σ ’αυτά θα προστεθούν άλλα 25 δις Ευρώ, ως εισφορά αλληλεγγύης από τα υπερκέρδη των εταιριών που παράγουν και εμπορεύονται ορυκτά καύσιμα.

(2) Εξοικονόμηση ενέργειας. Επιβάλλεται υποχρεωτική μείωση της κατανάλωσης κατά 5% για τις ώρες αιχμής και 10% συνολικά. Προς το παρόν δεν υπάρχει σχέδιο για τον τρόπο εφαρμογής και το σημαντικότερο για πιθανές κυρώσεις σε όσους δεν καταφέρουν ή δεν θελήσουν να ανταποκριθούν.

(3) Η δημιουργία ενός “benchmark” για το φυσικό αέριο, το οποίο θα αντικαταστήσει το ολλανδικό TFF, το οποίο εκτός των άλλων μειονεκτημάτων δε λαμβάνει υπόψη και τη συμβολή του LNG στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Η νέα αρχιτεκτονική όμως δεν αναμένεται να είναι έτοιμη για εφαρμογή πριν από τις αρχές του νέου έτους.

Οι παραπάνω εξαγγελίες της κ. Von der Leyen εμετρήθησαν από τις αγορές και ευρέθησαν λειψές. Η απογοήτευση ήταν εμφανής και εκφράστηκε με την εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου μέσα σε 48 ώρες από τα 181,50 Ευρώ στα 242 Ευρώ τη Μεγαβαττώρα.

Συμπέρασμα: Οι προτάσεις της Επιτροπής που ανακοινώθηκαν δεν κρίνονται ικανές, ούτε την ενεργειακή κρίση να αμβλύνουν ούτε τον πληθωρισμό να περιορίσουν. Αντίθετα, εάν τελικά γίνουν αποδεκτές όπως έχουν απόν το Συμβούλιο αρχηγών, η επιβολή δελτίου σε πολλές χώρες της Ευρώπης τον ερχόμενο χειμώνα διαγράφεται σχεδόν βέβαιη.

Για άλλη μια φορά η Ευρώπη δεν άδραξε την ευκαιρία να αρθρώσει ενωτικό και αλληλέγγυο λόγο, αλλά και πράξη, με στόχευση και όραμα τις μελλοντικές ανάγκες της κοινωνίας, η οποία στενάζει υπό το βάρος των επιπτώσεων τριών αλλεπάλληλων κρίσεων. Λείπει ένα ευρωπαϊκό ταμείο στήριξης των νέων θυμάτων από την ενεργειακή κρίση και ταυτόχρονα ενίσχυσης των επενδύσεων σε Ανανεώσιμες Πηγές, ανεξάρτητα από τις προβλέψεις του Ταμείου Ανάκαμψης.

Τα μεγάλα προβλήματα, όπως η πανδημία, το ενεργειακό ή η κλιματική αλλαγή, απαιτούν γενναίες ευρωπαϊκές αποφάσεις, ικανές να προστατεύσουν από τις μεγάλες απειλές την κοινωνία, από μια ηγεσία η οποία εμπνέει σεβασμό και χαίρει εμπιστοσύνης για την ικανότητά της να ανταποκριθεί στις δύσκολες περιστάσεις.

*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς