Δίνει στη Σίμα πορτοκάλι και υπόσχεται γράμματα κι ιστορίες για το βράδυ.

Ads

Γλώσσα που λέει την αλήθεια δεν κουράζεται· τη ρώγα του Μπροκά γλυκά χαϊδεύει.

Στάζουνε οι φθόγγοι σα πρωτόγαλα και πήζουνε· κι ύστερα δένει το αλάβαστρο της λέξης.

Δίπλα στη θάλασσα με τον Αχμέτ και τα ξαδέρφια του· εφ’ ω ετάχθη στη σκοπιά της η καλή μου.

Ads

Λούζει στο φως τις δύο κοτσίδες της και ντύνεται μ’ αγάπη π’ ομορφαίνει την αγάπη.

Η ομορφιά κι η καλοσύνη δεν χωρίζονται· είν’ αδερφές και ζουν στο ίδιο σπίτι.

Πρωί-πρωί ‘τοιμάζονται και βγαίνουνε· στου Φρόντζου το δασάκι για σπαράγγια.

Στο πρόσωπο σου ζωγραφίζοντ’ όσα μέλλονται· και τα κυκλώνει αυτή η άλως του Ωμέγα.

Σέρνει το δάχτυλο και ψάχνει στην οθόνη της όσους σκοτώθηκαν στο Βίτσι διψασμένοι.

Ό,τι προσφέρεται θυσία πάει στα σύννεφα· πέφτει βροχή και θρέφει τ’ άγρια κρίνα.

Βγαίνει ‘να άρωμα βαρύ κι έρχονται οι μέλισσες· κάνουν τη βάρδια τους να βγει καινούργιο μέλι. Μπροστά στην πόρτα φανερώνετ’ ο

αρχάγγελος· κλίνει το γόνυ και διπλώνει τα φτερά του.

Στον ύπνο της σκιρτάει κι ονειρεύεται παιχνίδια με τ’ αγόρια στην αυλή της.

Τα όνειρα είν’ άλογα ατίθασα· καλπάζουν και αφήνουνε μια σκόνη.

Θαμπώνει ο ήλιος και πυκνώνει το ενδιάμεσο· μετεωρίτες πέφτουνε και πνίγονται στη λίμνη.

Εκεί ανάμεσα στις πέτρες που τις κλώτσησες· ψάξε ξανά να βρεις το δαχτυλίδι.

Απλώνει κουρασμένη την πραμάτεια της φρέσκα κρεμμύδια και φρεσκότατες ντομάτες.
Φτώχεια που κλέβει απ’ τον καημό της δεν αντέχεται· μαραίνει την ψυχή κι όλο το σώμα.
Παλεύει ο νους μεσ’ τα θολά και τ΄ αδιάφανα· στα μάτια πέφτει το βαθύ-βαθύ σκοτάδι.
Στου Ντίσελντορφ τη ρόδα σ’ αλυσόδεσαν· γλυκιά μου μάνα τον τροχό τους να γυρίζεις.

Θάβει τον πόνο της βαθιά στο υπογάστριο κουνώντας το έκτο δάχτυλο που κλαίει.
Στη Σύρα και στον Πειραιά όποιος περπάτησε ξέρει τα μυστικά· και τα κρατάει.
Αυτόν που πρόδωσε τον βρήκε μαύρος θάνατος· τον αφανίσανε οι δικοί του στο λιμάνι.
Το λάδι που μου έβαλες το έκαψα· το φως του τώρα μ’ οδηγεί και με προσέχει.