Όλος αυτός ο κουρνιαχτός των καταγγελιών του τελευταίου διαστήματος για βιασμούς πριν από δέκα και είκοσι χρόνια, σεξουαλική παρενόχληση και αντιδεοντολογική συμπεριφορά προσώπων σε θέσεις εξουσίας στον αθλητισμό, στον πολιτισμό και τις πανεπιστημιακές έδρες φαίνεται να αποτυπώνει την κραυγή μιας «βιασμένης» κοινωνίας με συλλογικό τραύμα, προερχόμενου από τις πολλαπλές κρίσεις (οικονομική, προσφυγική, υγειονομική και πολιτιστική) που υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται.

Ads

Μια κοινωνία βιασμένη με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που έφεραν και φέρνουν αλλεπάλληλα μνημόνια, φτωχοποίηση, απαγορεύσεις πάσης φύσεως, αυταρχισμούς και πολιτικούς εκβιασμούς.

Σε κοινωνίες έτσι αμετάκλητα τραυματισμένες είναι αναμενόμενο να σημειώνονται αλυσιδωτά φαινόμενα δημόσιων αλληλοαιτιάσεων και διασυρμού, ενώ τα κυρίαρχα ΜΜΕ που αυτόκλητα παίζουν πλέον το ρόλο του εισαγγελέα, καταλήγουν με την ταμπλόιντ- κίτρινη δημοσιογραφία τους να καταδικάζουν a priori τους «διαπομπευμένους» βάσει απλώς ισχυρισμών κι όχι αδιάσειστων στοιχείων, παρόλο που το νομικό μας σύστημα βασίζεται στο τεκμήριο της αθωότητας και στην αρχή της απόδειξης της ενοχής.

Δυστυχώς, η σοβαρή καταγγελία της κας Μπεκατώρου άρχισε να ξεθωριάζει ως θαρραλέο παράδειγμα αποκάλυψης της εις βάρος της βιαιοπραγίας και να χάνει την αρχική δυναμική της σε επίπεδο συμβολισμού.

Ads

Κατέληξε από τη μία να λάβει τη μορφή ευκαιρίας για πέντε λεπτά δημοσιότητα, ειδικά στο χώρο του θεάματος, και από την άλλη τη μορφή εύπεπτης ειδησεογραφικής θεματολογίας, που μοιραία υποβαθμίζει άλλα μείζονα ζητήματα της επικαιρότητας, που από μόνα τους συνιστούν δημοκρατική εκτροπή και διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου.

Στάρλετ και ενζενί, άσημοι και διάσημοι ηθοποιοί βλέπουμε να βγαίνουν πανταχόθεν «μαινόμενοι» και να κάνουν character killing στον πρώτο θιασάρχη, δάσκαλο, σκηνοθέτη, συνάδελφο και ούτω καθεξής, που έτυχε να συναντήσουν στην επαγγελματική τους πορεία. Αλίμονο σε εκείνον που μπορεί να τους στενοχώρησε, τους έκανε να νιώσουν καλλιτεχνικά ανεπαρκείς, να μάλωσαν μαζί του, να αποτέλεσε ανεκπλήρωτη ερωτική τους φαντασίωση κι απωθημένο ή που αντίθετα, όντως τους έδειξε κάποιο ερωτικό ενδιαφέρον ο δυστυχής.

Αυτό που χαρακτηρίζουν εκ των υστέρων με το μοδάτο αμερικανικό όρο «σεξουαλική παρενόχληση» και που παλαιότερα είχε πιο πρωτόγονες ονομασίες, όπως «κόλλημα», «καμάκι» και τα συναφή, όταν συμβαίνει ανάμεσα σε ενήλικες- και το τονίζω αυτό- είναι να απορεί κανείς γιατί δεν αντέδρασαν τότε και δε διέκοψαν αμέσως τη συνεργασία τους, εφόσον δεν ήταν αμοιβαίο και προσεβλήθησαν. Μήπως, όμως, κολακεύτηκαν και το χρησιμοποίησαν ως όχημα για την επαγγελματική τους ανέλιξη; Λέμε μήπως;

Σε μια παρακμάζουσα κοινωνία η συκοφαντία θεωρείται προτέρημα και διαπιστευτήριο προς την εκάστοτε εξουσία. Στα σκοτεινά χρόνια της Τυραννίας των Τριάκοντα στην Αρχαία Αθήνα ακριβώς αυτό συνέβαινε, οποιοσδήποτε είχε προσωπικά με κάποιον συμπολίτη του και ήθελε να τον εκδικηθεί ή να τον εκβιάσει, τον κατήγγειλε και τον έσερνε στα δικαστήρια με ανυπόστατες ή κατασκευασμένες κατηγορίες.

Τότε όπως και τώρα συνήθιζαν να «ποινικοποιούν» διάφορες εκφάνσεις της προσωπικής, της κοινωνικής και πολιτικής ζωής για να αποδυναμώνουν τις αντιδράσεις, να αποπροσανατολίζουν το λαό από τα πραγματικά προβλήματα και τις πολιτικές τους αυθαιρεσίες.

Στις μέρες του μετακαπιταλισμού ή της ύστερης νεωτερικότητας, αν προτιμάτε, η έννοια του «πολιτικά ορθού» τείνει σε δογματικό όπλο για τη φυσική ή συμβολική εξόντωση κάθε στοχοποιημένου ατόμου που ενοχλεί το σύστημα ή που απλούστατα δεν το εξυπηρετεί πια.  

Έτσι η ατζέντα της επικαιρότητας μονοπωλείται από ροζ σκάνδαλα και κανιβαλισμούς, ενώ αποσιωπώνται ταυτόχρονα βασικές παραβιάσεις των δημοκρατικών κεκτημένων μας με την εργαλειοποίηση της κρίσης του Covid 19, που αυτή είναι και το κύριο διακύβευμα.

Ας μην ξεχνάμε την περίπτωση του ακτιβιστή Julian Assange των Wikileaks, που το 2010 κατηγορήθηκε κι αυτός πως «βίασε» κάποια γυναίκα και «παρενόχλησε» μία δεύτερη στη Σουηδία.

Αρχικά ο Εισαγγελέας απέσυρε το ένταλμα σύλληψής του, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, αλλά όταν ζήτησε ο Assange άσυλο στη χώρα, διότι η νομοθεσία της του επέτρεπε να ασκήσει ελεύθερα το δημοσιογραφικό του έργο εκεί, του το αρνήθηκαν αδικαιολόγητα και ανακίνησαν την υπόθεση του βιασμού, εκδίδοντας διεθνές ένταλμα σύλληψης αυτή τη φορά.

Το ίδιο συνέβη και το 2011 με τον Dominique Strauss-Kahn και την περιβόητη κατηγορία σεξουαλικής επίθεσης, απόπειρας βιασμού και ομηρίας της καμαριέρας του ξενοδοχείου όπου διέμενε στη Ν. Υόρκη.

Αυτό του στοίχισε τη διευθυντική του θέση στο ΔΝΤ, ένα εκατομμύριο δολάρια ως εγγύηση και τη διάλυση της οικογενειακής του ζωής. Αργότερα, οι Εισαγγελείς και τα Δικαστήρια σε ΗΠΑ και Γαλλία τον αθώωσαν λόγω ψευδών δηλώσεων στην κατάθεση της φερόμενης ως θύμα, αλλά η υπόληψή του είχε τρωθεί πλέον οριστικά.

Τελικά, αποδεικνύεται πως αυτό που αποκαλούμε «σύστημα», όταν νιώθει ότι απειλείται ή όταν το συμφέρει, επαναφέρει υποκριτικά στο προσκήνιο παλαιότερες πρακτικές και νοοτροπίες της γυναικείας «θυματοποίησης», παραγνωρίζοντας τις σπουδαίες φεμινιστικές κατακτήσεις, την πρόοδο δεκαετιών και τη νομοθετικά κατοχυρωμένη ισότητα μεταξύ των φύλων, που συγκεκριμένα στη χώρα μας ρυθμίστηκε και με τον εκδημοκρατισμό του Οικογενειακού Δικαίου το 1983 (Ν.1329/83).

Παρουσιάζονται, λοιπόν, στερεοτυπικά οι μεν άνδρες σαν τέρατα και ακόρεστες μηχανές του σεξ, οι δε γυναίκες σαν άβουλες «Λολίτες» (απ’ το ομώνυμο εμβληματικό έργο του Nabocov), παθητικές στο ερωτικό παιχνίδι και μυγιάγγιχτες στον αρσενικό θαυμασμό. 

Παράλληλα, επιχειρείται η ενοχοποίηση και ο ευτελισμός της ερωτικής προσέγγισης/φλερτ και φρασεολογίας, μέσα στα πλαίσια μιας γενικευμένης «κοινωνικής αποστασιοποίησης», πάντα με γνώμονα την ασφάλειά μας. Το ενοχλητικότερο απ’ όλα είναι πως δημιουργείται σταδιακά ένας επικίνδυνος «νεοπουριτανισμός», ο οποίος αγγίζει τα όρια της «φροϋδικής υστερίας», με απρόβλεπτες συνέπειες για τις ανθρώπινες σχέσεις. 

Η επιστροφή στο συντηρητισμό και σε ανδροκρατούμενες ιδέες το μόνο που πετυχαίνει είναι να διχάζει βαθιά τα δύο φύλα, να τα αντιπαραθέτει και να τα οδηγεί σε μια μίζερη, «ευνουχιστική»  κατάσταση, όπου μόνη επιτρεπτή λύση θα αποτελεί το cyber sex ή αλλιώς το ανέπαφο…

Πλέον ο φόβος, που έχει γίνει παντιέρα της εποχής μας, επεκτείνεται και στο ερωτικό μας ορμέμφυτο, διαπαιδαγωγώντας στο εξής ανάλογα τις επόμενες γενιές.

Αν ζούσε σήμερα ο Σεφέρης, θα γελούσε με την κατάντια μας σε όλα τα επίπεδα, και σίγουρα ο τολμηρός ερωτικός του λόγος στις επιστολές του προς τη Μαρώ, που της έγραφε σπαρακτικά πως όλο του το σώμα πονεί από την επιθυμία του γι’ αυτήν και άλλα σχετικά, θα τον έβαζε  σε πολύ μεγάλους μπελάδες και στο στόχαστρο του όψιμου καθωσπρεπισμού των ΜΜΕ. Το ίδιο και τόσα άλλα ιερά «τέρατα» της Νεοελληνικής Γραμματείας, όπως ο Εμπειρίκος στο «Μεγάλο Ανατολικό» ή οι ερωτικές αλληλογραφίες του Εγγονόπουλου, του Σικελιανού, του Καζαντζάκη…

Άλλωστε η διδασκαλία των κλασσικών γραμμάτων υποχωρεί διεθνώς στο όνομα ενός στρεβλώς εννοούμενου φεμινισμού που προσιδιάζει σε μητριαρχικά αρχέτυπα και πολύ απέχει από το ζητούμενο της έμφυλης ισότιμης συμπόρευσης.

Αποκορύφωμα αυτής της τάσης αποτελεί η κατάργηση διδασκαλίας των έργων του Ομήρου και του Σαίξπηρ από τα ωρολόγια προγράμματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, προβάλλοντας σαν αιτιολογία πως πρόκειται για μεγάλους «σεξιστές»!