Η κατάσταση πριν τον Καποδίστρια

Ads

Ο Ι. Καποδίστριας εκλέχτηκε κυβερνήτης της Ελλάδας στην εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας την άνοιξη του 1827, σε μία απελπιστική για τη χώρα περίοδο˙ οι Τούρκοι πολιορκούσαν την Ακρόπολη της Αθήνας, ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ βρισκόταν στην Πελοπόννησο και οι Έλληνες αγωνιστές μάλωναν μεταξύ τους υπηρετώντας τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των προστατριών δυνάμεων. Στις αρχές του 1828, και ενώ ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος είχε καταστραφεί στο Ναβαρίνο, ο αιγυπτιακός στρατός παρέμενε στη ΝΔ Πελοπόννησο κι ο τουρκικός στη Στερεά, οι πειρατές και οι ληστές δρούσαν ανενόχλητοι, ο Καποδίστριας κατέπλευσε στο Ναύπλιο για να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα σε μια διαλυμένη χώρα με εξαθλιωμένο λαό.

Η εμπνευσμένη διπλωματία και το μεταρρυθμιστικό έργο

Πρώτο του μέλημα ήταν να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην ασφαλή Αίγινα, όπου παρέμεινε εκεί έως τα 1829, οπότε κι επέστρεψε στο Ναύπλιο, εφόσον πια οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να το απειλήσουν. Από γραμματέας της ρωσικής πρεσβείας στην Αυστρία και μετά στην Ελβετία στα 1813, ο εκπατρισθείς εξαιτίας της γαλλικής κατοχής, επτανήσιος γιατρός κατάφερε να γίνει υπουργός εξωτερικών του τσάρου Αλέξανδρου Α΄ και αργότερα να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις διεργασίες για την τελική διακήρυξη της πολιτικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της χώρας (Πρωτόκολλο Λονδίνου, 3/2/1830). Με αριστοτεχνικές διπλωματικές ενέργειες, τηρώντας την αρχή των ίσων αποστάσεων από τις τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις, αποφεύγοντας τη ρήξη με καμία εξ αυτών και ακολουθώντας τη μέθοδο της αναβλητικότητας, επεδίωξε έχοντας στο πλευρό του τον κοινά αναγνωρισμένο ηγεμόνα από τις μεγάλες Δυνάμεις, Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουργκ, την επέκταση των βορείων συνόρων του νεοσύστατου κράτους.

Ads

Τη δικαίωση της εξωτερικής του πολιτικής στο συνοριακό ζήτημα, δεν πρόλαβε να την δει, διότι δολοφονήθηκε λίγες μέρες πριν την υπογραφή του νέου Πρωτοκόλλου της 26ης Σεπτεμβρίου του 1831, που καλούσε την Τουρκία να αποδεχθεί τη συνοριακή γραμμή Βόλου – Άρτας (από τον Παγασητικό ως τον Αμβρακικό κόλπο). Ωστόσο στο σύντομο διάστημα διακυβέρνησής του (1828-1831) έθεσε τις βάσεις για την οργάνωση του ελληνικού κράτους στα πρότυπα των χωρών της δυτικής Ευρώπης και παρότι κατηγορήθηκε για συγκεντρωτισμό από τους πολιτικούς του αντιπάλους, κανείς δε θα μπορούσε να παραβλέψει την αποφασιστικότητα και την αποτελεσματικότητά του στα θέματα διοικητικής οργάνωσης, οικονομικής ανόρθωσης, αναδιοργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων, εκπαιδευτικής και δικονομικής μεταρρύθμισης.

Συγκεκριμένα, ίδρυσε την Προσωρινή Διοίκηση Επικρατείας με αιρετή θητεία και γραμματέα- πρωθυπουργό τον Σπ. Τρικούπη και τη Διοίκηση Πελοποννήσου και νησιών, ενώ παράλληλα διαίρεσε την επικράτεια σε έξι τμήματα με διορισθέντες έκτακτους επιτρόπους, που εκτελούσαν χρέη σημερινών νομαρχών. Συγκρότησε τακτικό στρατό με τη συνέργεια αγωνιστών και κυρίως του Α. Μιαούλη, διότι ήταν αναγκαίο να εκδιωχθούν οι εναπομείναντες Τούρκοι από τη Στερεά Ελλάδα και να αντιμετωπισθούν εσωτερικά προβλήματα, όπως η ληστεία και η πειρατεία και παράλληλα ίδρυσε τη στρατιωτική σχολή «Λόχος των Ευελπίδων».

Από οικονομικής άποψης, επειδή δεν κατέστη δυνατή νέα δανειοδότηση από την Αγγλία, ο Κυβερνήτης μείωσε τις κρατικές δαπάνες, αύξησε τα έσοδα από την είσπραξη των τελωνειακών δασμών, εφάρμοσε το φόρο της «δεκάτης» στα γεωργικά προϊόντα, εισήγαγε νέες καλλιεργητικές μεθόδους και ίδρυσε πρότυπη Γεωργική Σχολή, όπως επίσης Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, ενώ έκοψε και εθνικό νόμισμα, τον φοίνικα. Θεωρώντας την εκπαίδευση σημαντικότατο κεφάλαιο για την ανάπτυξη του έθνους, προήγαγε το θεσμό των «αλληλοδιδακτικών» δημοτικών σχολείων, που ήδη είχε εφαρμοστεί επιτυχώς σε Αγγλία και Γαλλία από τα μέσα του 17ου αι, δημιούργησε τα «ελληνικά» τριετή γυμνάσια, επαγγελματικά σχολεία, τα λεγόμενα «Χειροτεχνεία», το «Πρότυπον Σχολείον», απ’ όπου αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι, το «Κεντρικόν Σχολείον» που προετοίμαζε όσους θα φοιτούσαν σε ξένα πανεπιστήμια, Εκκλησιαστική Σχολή και Μουσείο Αρχαιοτήτων. Τέλος συγκρότησε επιτροπή νομομαθών για τη σύνταξη «Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας», ακόμη ίδρυσε πρωτόκλητα και ανέκκλητα δικαστήρια και Εμποροδικείο στη Σύρο.

Ποιοι κρύβονται πίσω από τη δολοφονία

Ο Καποδίστριας όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, ανέστειλε την ισχύ του συντάγματος της Τροιζήνας συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες προκειμένου να αντιμετωπίσει άμεσα τα επείγοντα ζητήματα και γι’ αυτό ήρθε σε σύγκρουση με το οικονομικοπολιτικό κατεστημένο των προκρίτων με τοπική εξουσία, των πλούσιων πλοιοκτητών, των Φαναριωτών και των φιλελεύθερων διανοούμενων που αντιδρούσαν διότι παραμερίστηκαν από τη νομή της εξουσίας που κατείχαν κληρονομικώ δικαίω και απαιτούσαν περισσότερο φιλελευθερισμό.

Ήδη τα συγκρουόμενα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων αποτυπώθηκαν στην φατριοποίηση των επαναστατημένων ελλήνων, που απεγνωσμένα αναζητούσαν έξωθεν βοήθεια μετά τη τουρκοαιγυπτιακή συνεργασία και την απόβαση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ στο Μοριά, και στο σχηματισμό των τριών ελληνικών κομμάτων την περίοδο 1825-1826 κατ’ αντιστοιχία με την πολιτική της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας απέναντι στο ελληνικό ζήτημα.

Τα δε κόμματα αυτά δε λειτούργησαν ποτέ αυτοτελώς και προς όφελος του ελληνικού λαού, αλλά αντίθετα ως εντολοδόχοι των Μεγάλων Δυνάμεων και ως εκ τούτου ο σχεδόν απολυταρχικός τρόπος άσκησης της εξουσίας από τον Καποδίστρια προσέκρουσε σε πάσης φύσεως επιδιώξεις, εγωισμούς και μικροπολιτικές παραγόντων της πάλαι ποτέ τοπικής «διοικητικής αριστοκρατίας»1.

Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος του λαού και ο στρατός να ήταν μαζί του, αλλά η δυσαρέσκεια των Μαυροκορδάτου, Κουντουριώτη, Μαυρομιχαλαίων, Μιαούλη, Κοραή και λοιπών συνδυάστηκε με εκείνη της γαλλικής πλευράς που θεωρούσε τον Κυβερνήτη ρωσικό δάκτυλο και μεγάλο εμπόδιο στο σχέδιο εγκαθίδρυσης κληρονομικής βασιλείας στην Ελλάδα. Άλλωστε ως γνωστόν, οι Γάλλοι δεν είχαν καθόλου ικανοποιηθεί από τη διαμεσολαβητική συνδρομή του στο ελβετικό ζήτημα με τη δημιουργία αυτόνομων καντονιών (1813-1815) και από την αντιγαλλική στάση του στην Κέρκυρα το 1807, έτσι βρήκαν την ευκαιρία να απαλλαγούν οριστικά από την ύπαρξη του. Μαζί με τους Άγγλους υποκίνησαν στις αρχές του 1831 εξεγέρσεις στη Μάνη, την Ανατολική Στερεά και τις Κυκλάδες. Ακόμη και ο πρώην συνεργάτης του, ο Α. Μιαούλης, στράφηκε εναντίον του και ως αντίδραση έκαψε στο ναύσταθμο του Πόρου δύο από τα μεγαλύτερα πολεμικά πλοία του ελληνικού στόλου, ενώ και ο τύπος στην Ύδρα προπαγάνδιζε τη δολοφονία του. Η αντιπαράθεση κορυφώθηκε με την φυλάκιση του προκρίτου της Μάνης, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ως κύριου υποκινητού της εξέγερσης και τη δίωξη των πολιτικών του αντιπάλων.

Ο εμφύλιος είχε μόλις ξεκινήσει και ο πραγματικά ζημιωμένος μετά από το τραγικό τέλος του Κυβερνήτη επρόκειτο να είναι ο ελληνικός λαός που για μια ακόμη φορά θα έβλεπε να χάνει το δικαίωμα του στην εθνική κυριαρχία με την εγκαθίδρυση ξενοκίνητου καθεστώτος απόλυτης μοναρχίας και να δίνει την αφορμή στις ξένες Δυνάμεις να επεμβαίνουν εσαεί στα ελληνικά πράγματα, ώστε να παραμένουν αδιασάλευτα τα συμφέροντά τους στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Η ανάμειξη της Δούκισσας της Πλακεντίας στη δολοφονία

Αν και παραμένει αδιευκρίνιστο το είδος της σχέσης του Καποδίστρια μαζί της, όταν συναντήθηκαν στο Παρίσι στα 1826 η Δούκισσα Σοφία Ντε Μπαρμπουά δήλωνε ενθουσιασμένη από την προσωπικότητα και τη μόρφωση του Έλληνα πολιτικού, με αποτέλεσμα να στηρίξει ενθέρμως με οικονομικούς πόρους την επανάσταση στα πρώτα της βήματα. Το Δεκέμβρη του 1829 μάλιστα με εντολή του ίδιου του Καποδίστρια ο Μιαούλης μεταφέρει εκείνη και την κόρη της στο Ναύπλιο με το πλοίο «Άρης» για μόνιμη εγκατάσταση. Κατά τη δεκαεπτάμηνη παραμονή της συνέχισε την αγαθοεργή της δράση, αλλά σταδιακά ενστερνίστηκε τις θέσεις της αντιπολίτευσης και από φανατική θαυμάστρια μετατράπηκε σε άσπονδη εχθρό του Κυβερνήτη. Ας μην ξεχνάμε τους δεσμούς φιλίας που είχε αναπτύξει στο μεταξύ η Δούκισσα με τη Παναγιωτίτσα Πετρόμπεη- Μαυρομιχάλη και την Ελένη Καψάλη- Σκουζέ, τις οποίες σημειωτέον ευεργετούσε, και την αναγόρευσή της παλαιότερα σε «κυρία επί των τιμών» στην αυλή του Ναπολέοντα λόγω της στενής της σχέσης με το βασιλικό ζεύγος.

Υποστηρίζοντας, λοιπόν, ανοιχτά την οικογένεια Μαυρομιχάλη και εμμέσως πλην σαφώς το γαλλικό κόμμα, άρχισε να διαδίδει πως ο τρόπος διακυβέρνησης του Καποδίστρια έβλαπτε την Ελλάδα και πως τον θεωρούσε πλέον «προδότη». Μετά δε την αποτρόπαιη δολοφονία του το 1831 διένειμε φυλλάδια στη Γαλλία καταγγέλλοντας ως αήθη την πολιτική του και χαρακτηρίζοντας τη φυσική εξόντωσή του ως «απονομή δικαιοσύνης»… Πολλοί τότε θεώρησαν πως εκείνη και οι προαιώνιοι εχθροί του Κυβερνήτη, οι Γάλλοι, όπλισαν το χέρι των πολιτικών του αντιπάλων για να ξεμπερδεύουν οριστικά μαζί του.

Εν κατακλείδι

Ο Καποδίστριας αναμφίβολα έχοντας θητεύσει τριάντα χρόνια στην αυλή του Τσάρου Αλέξανδρου, δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος από τις αρχές του πεφωτισμένου δεσποτισμού2 περί ανθρωπισμού και καλυτέρευσης της ανθρώπινης μοίρας, όπως ο ίδιος τουλάχιστον τις αντιλαμβανόταν, γι’ αυτό και ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με την αριστοκρατική ολιγαρχία των προεστών και των κοτζαμπάσηδων, των οποίων η κύρια επιδίωξη ήταν να υποκαταστήσουν τους Οθωμανούς στον εξουσιαστικό τους ρόλο στο νέο κράτος. Άσκησε εξελικτική πολιτική και πήρε αναγκαία μέτρα προσωρινού- μεταβατικού χαρακτήρα3 μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση, άλλωστε δε δίστασε να ξοδέψει την περιουσία του προκειμένου να ενισχύσει τις κυβερνητικές προσπάθειές του, έχοντας βαθιά πεποίθηση πως βελτιώνοντας τη Διοίκηση και την Παιδεία θα κατόρθωνε να θέσει γερές βάσεις για τη λειτουργία του κράτους σε σύγχρονα για την εποχή ευρωπαϊκά πλαίσια, απαλλαγμένου από τις κακοδαιμονίες και τα κατάλοιπα του οθωμανικού παρελθόντος.

Τον κατηγόρησαν, λοιπόν, για συγκεκαλυμμένη απολυταρχία εκείνοι που αισθάνθηκαν να θίγεται από τα διοικητικά και φορολογικά του μέτρα η ισχυρή τους τάξη, ήταν οι ίδιοι που ανενδοίαστα και με περισσό ραγιαδισμό είχαν υπογράψει τον Ιούλιο του 1825 την περίφημη «Πράξη Υποτέλειας» (Act of Submission)4 δήθεν για το καλό του αγώνα, που μετέτρεπε την Ελλάδα σε προτεκτοράτο και αρένα διεθνούς ανταγωνισμού τότε και τώρα…

Βιβλιογραφία:

1.Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας 1976, σ. 72-73
2.Ντάγκλας Ντάικιν, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833, 1983, σ. 304
3. Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Η΄, 1988, σ. 722
4. Πράξη της υποτέλειας, 263(Αίτησις του ελληνικού έθνους προς το βρεττανικόν), Αρχείο Ρώμα, τομ, Α΄ σ.592-595