Από την «υπόθεση Λαμπράκη» η ιστορική μνήμη έχει κρατήσει πάνω απ’ όλα τον ίδιο τον Γρηγόρη Λαμπράκη ως σύμβολο. Παρακολουθώντας την παρουσίαση του βιβλίου του Δ. Ψαρρά «Ο Αρχηγός-το αίνιγμα του Ν. Μιχαλολιάκου» (1), αναρωτιόμουν αν και τώρα η μνήμη ενός νέου ήρωα της ελληνικής ιστορίας, του Παύλου Φύσσα, θα κατορθώσει να υπερισχύσει.

Ads

Η δημόσια παρουσίαση του βιβλίου και οι ομιλίες έδειξαν ότι κάποια ερωτήματα έχουν τώρα πια απαντηθεί: ναι, η ταυτότητα της Χρυσής Αυγής ορίζεται από τη βία, ναι, ο ρόλος του αρχηγού για τη λειτουργία της οργάνωσης είναι καθοριστικός. Το βιβλίο του Δ. Ψαρρά, όχι μόνο χάρη στις θέσεις-ευρήματα, αλλά κατ’ εξοχήν χάρη στην τεκμηρίωση που παρέχει, θα αποτελεί για πολλά χρόνια εργαλείο γνώσης και ιστορικής ανάλυσης.

Φυσικά, πολλά άλλα πράγματα μένουν αδιευκρίνιστα. Γι’ αυτό οι παρακάτω σκέψεις-ενστάσεις απέναντι σε απόψεις που ακούγονται ή που ακούστηκαν.

Ενσταση πρώτη: Η μονομανιακή προσφυγή στη βία δεν εξαντλεί τον εννοιολογικό πυρήνα της ακροδεξιάς οργάνωσης. Δεν αρκεί ως εξήγηση. Αν έτσι θα είχαν τα πράγματα, τότε γιατί τόσοι πολίτες-ψηφοφόροι, που προφανώς δεν είναι όλοι τους εραστές της βίας, δέχονται να συμπαραταχθούν; Αλλωστε η βία ως συνεκτικός ιστός χαρακτηρίζει και άλλες ομάδες, κατά τα λοιπά άρδην διαφορετικές ή και αντίπαλες προς την Ακροδεξιά: βίαια αντιεξουσιαστικά κινήματα ή και μαφιόζικες οργανώσεις.

Ads

Η γνώμη μου είναι ότι στο «DNA» της Χρυσής Αυγής και γενικότερα της Ακροδεξιάς βρίσκεται πάντοτε ένα δεύτερο δομικό στοιχείο: η προσήλωση στο «κοινό αίμα», στην καταγωγή. Αυτή εξηγεί τη σταθερή σχέση ρατσισμού-Ακροδεξιάς. Επιτρέπει να καταλάβουμε την ιστορική και αντικειμενική σύνδεση της Ακροδεξιάς με τον φασισμό και τον ναζισμό, ώς και με φυλετικά οργανωμένες κοινωνίες της αρχαιότητας. Επίσης θυμίζει γιατί η Ακροδεξιά στον Αλλο, που δεν διαθέτει την ομοαίματη καταγωγή, βλέπει ένα μηδενικό.

Η φυλετική ιδεολογική βάση του ναζισμού, για παράδειγμα, είναι δεδομένη. Αποκαλύφθηκε έμπρακτα και ωμά, με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, με τις αναγωγές στην Αρία φυλή, με το κυνήγι των Τσιγγάνων κ.λπ. Ο Δ. Ψαρράς θυμίζει το έργο του Η. Gunter, του «Πάπα της φυλής» (2). Ενας μεγάλος της Ψυχολογίας, ο W. Reich, έχει επίσης αναλύσει τη σχέση του ναζισμού με τις ιδέες περί φυλετικής καθαρότητας και Τευτόνων. Εξάλλου, η χρυσαυγίτικη αναζήτηση συγγενειών με τους Λάκωνες και τις κρυπτείες προφανώς από το μοντέλο της φυλετικής οργάνωσης εμπνέεται.

Στο σύνθημα επομένως «Αίμα-Τιμή-Χρυσή Αυγή» είναι οι δύο πρώτες λέξεις που έχουν τη διαχρονική και ελκτική δύναμη (3). Μπορούν να προσελκύουν περίγυρους, ανθρώπους κουρασμένους από ανέχειες και ξεφτίλες που σπεύδουν να αναζητήσουν ταυτότητα και περηφάνια σε λαμπρούς προγόνους. Στα «γονίδια», αφού ο φυλετισμός είναι πάντοτε πατριαρχικός. Κι ας απορούν μετά κάποιοι ειδικοί «πώς τόσοι πολλοί τούς ψηφίζουν»!

Απέναντι σε ένα φαινόμενο με ιστορικό βάθος η πολιτική της αντιμετώπισης πρέπει να έχει ανάλογες αντοχές. Να αποφεύγει, μεταξύ άλλων, τους αποπροσανατολισμούς. Εδώ η δεύτερη ένσταση. Αναφέρεται σε ένα μύθευμα της εποχής, που υιοθέτησε κατά την παρουσίαση του βιβλίου ο καθηγητής κ. Ν. Αλιβιζάτος. Η δυσκολία μας να αντιμετωπίσουμε το βίαιο φαινόμενο, ισχυρίστηκε, οφείλεται στον φόβο μας να ξεπεράσουμε τις αγκυλώσεις του ποινικού δικαίου, καθώς δεσμευόμαστε από τα κόμπλεξ της Αριστεράς. Ως παράδειγμα εισέφερε την αποχώρηση ποινικολόγων (του γράφοντος και του πρώην προέδρου της Ενωσης Ποινικολόγων κ. Χρ. Αργυρόπουλου) από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή ενός νόμου του 2001. Ο συγκεκριμένος νόμος (4) είχε καλύψει τελικά (και) το χρήσιμο για την εξάρθρωση της οργάνωσης άρθρο 187 του ποινικού κώδικα.

Η αναφορά του καθηγητή ήταν διπλά αβάσιμη. Πρώτο, η σύνδεση όσων τότε αποχώρησαν με την Αριστερά αποτελεί επιστημονική φαντασία. Η πραγματικότητα είναι αποτυπωμένη στην εισηγητική έκθεση του ίδιου νόμου. Από την επιτροπή αποχωρήσαμε ο αείμνηστος Ι. Μανωλεδάκης και ο γράφων, προσηλωμένοι στα πανεπιστημιακά καθήκοντα και αποφεύγoντας τις δηλώσεις πολιτικών πεποιθήσεων. Ανάλογη στάση έχει, όσο ξέρω, και ο Χρ. Αργυρόπουλος. Αποχώρησε όμως και ο καθηγητής Αρ. Καρράς, προσκείμενος επίσημα στη Νέα Δημοκρατία, ενώ απέφυγαν τη συμμετοχή και οι καθηγητές Γ. Κασιμάτης και Χ. Παπαχαραλάμπους.

Συνοψίζοντας: «Ενοχη» δήθεν η Αριστερά για την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής, επειδή πριν από δεκαοκτώ χρόνια έφυγαν από μια επιτροπή που επεξεργαζόταν ποινικά θέματα έξι ειδικοί, από τους οποίους όμως οι πέντε δεν ήταν ή δεν δήλωναν αριστεροί.

Χωλαίνει κάπου ο συλλογισμός!
Ομως η ενοχοποίηση της Αριστεράς είναι και για δεύτερο λόγο άστοχη: Η αποχώρηση εκείνη το 2001 δεν είχε καμιά σχέση με τον ποινικό έλεγχο της Ακροδεξιάς, ούτε απέβλεπε στο άρθρο 187. Οφειλόταν στην αρχική κατεύθυνση της μεταρρύθμισης, που οδηγούσε, όπως θεώρησαν οι αποχωρήσαντες, σε αμφισβήτηση θεμελιακών δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Την πραγματική αιτία της αποχώρησης γνώριζε φυσικά ο κορυφαίος νομικός και υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλος. Ο τελευταίος, αν και πολιτικά θιγόμενος, είχε αρκεστεί τότε με τη μεγαλοφροσύνη που πάντα τον χαρακτηρίζει να αναφερθεί στην εκτίμηση προς τους αποχωρήσαντες και στην κατά δικαίωμα στάση τους.

Δεν είναι λοιπόν η Αριστερά, αλλά ένας επιστημονικοφανής αντιαριστερός φανατισμός που αποπροσανατολίζει -ακόμη κι έναν συμπαρατασσόμενο με τις δυνάμεις της δημοκρατίας καθηγητή- από τα πραγματικά μέτωπα της ιστορικής σύγκρουσης με την Ακροδεξιά. Ας προσέχουμε.

(1) Εκδόσεις Πόλις, 2018. (2) Στο ίδιο, σελ. 250. (3) Αναλυτικότερα στο βιβλίο μου Οι μέλισσες και οι λύκοι-Μελέτες ιστορίας του ελληνικού δικαίου, έκδ. Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών,2016, σελ. 86 κ.ε. (4) Ν. 2928/2001, άρθρο 1. Βλ. στον I. Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και ελευθερία, 2002, μια «απολογία» για την ενόχληση που προκάλεσε τότε η επιστήμη (σελ. 15).

Πηγή: Εφημεριδα των Συντακτών