Το όνομά της βρέθηκε στον κατάλογο με τους μελλοντικούς στόχους της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU στη Γερμανία, της εγκληματικής οργάνωσης που δολοφόνησε εννιά μετανάστες –ανάμεσά τους ένας Έλληνας- και μία γερμανίδα αστυνομικό. Το γεγονός προκάλεσε ανησυχία στους φίλους της αλλά δεν αποτέλεσε έκπληξη καθώς τόσο το πολιτικό της όσο και το ιδιωτικό της πρόσωπο την αναδεικνύουν σε φυσικό εχθρό των ναζί. Παντρεμένη με γνωστό Έλληνα αγωνιστή του αντιδικτατορικού αγώνα, τον Κώστα Σκαρπέλη, πολύ αριστερή για το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας, του οποίου διετέλεσε βουλευτής πολλές τετραετίες,  δραστήριο στέλεχος του κινήματος αλληλεγγύης με την Ελλάδα που δοκιμάζεται από τα μνημόνια.

Ads

*Μετά το άρθρο του Γ. Τσιάκαλου δημοσιεύεται διευκρινιστικη απάντηση από τη Ν. Ράλλη

Γνωριζόμαστε σχεδόν πενήντα χρόνια και είναι φυσικό όταν βλέπω το όνομά της το μυαλό μου να γυρίζει πίσω. Ανατρέχω σε συνεδριάσεις στο σπίτι της στα χρόνια της δικτατορίας και στη φιλοξενία που προσέφερε σε ανθρώπους, όπως ο Μπάμπης Δρακόπουλος, ο Σταύρος Καρράς, ο Αντώνης Μπριλάκης, ο Λεωνίδας Τζεφρώνης. Φοιτήτρια ακόμη εκείνη την εποχή, με το σύντροφό της,  τον Κώστα, μέλος της εκπροσώπησης του ΠΑΜ στο εξωτερικό και μέλος του γραφείου Ευρώπης του ΚΚΕ εσωτερικού αργότερα, δεν έμεινε ποτέ μακριά από οποιοδήποτε αγώνα.

Πριν λίγο καιρό έθεσε στη διάθεσή μου ένα πολύτιμο αρχείο εκείνης της εποχής, που ο Κώστας ήθελε να το τακτοποιήσει και να το παραδώσει στα ΑΣΚΙ, αλλά τον πρόλαβε ένας πολύ δύσκολος και βασανιστικός θάνατος. Τακτοποιώντας σήμερα τα αρχεία διαπιστώνω για άλλη μια φορά αυτό που δύσκολα αντιλαμβάνονται οι επαγγελματίες ιστορικοί: η ιστορία που αποτυπώνεται μέσα στα αρχεία δεν είναι ιστορία ενός «αφηρημένου» ελληνικού αντιδικτατορικού-αντιφασιστικού κινήματος, όπως ιδιαίτερα οι απόντες των αγώνων εκείνης της εποχής ενδιαφέρονται να το παρουσιάζουν – είναι ιστορία πραγματικών ανθρώπων, που με τις πράξεις τους έχουν κερδίσει αναγνώριση και σεβασμό, και στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αρχεία αφηγούνται και τη δική της ιστορία.

Ads

Ούτε καν το γνωστό «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», με το οποίο συχνά όψιμοι αγωνιστές επιτίθενται σε παλιούς ενώ ταυτόχρονα οικειοποιούνται τους αγώνες τους, δεν μπορεί χρησιμοποιηθεί εναντίον της. Με το πέρασμα του χρόνου μεγάλωσε η αφοσίωσή της στην υπόθεση της Ελλάδας, καθώς από τότε που πέθανε ο Κώστας αισθάνθηκε ότι πρέπει να καλύψει τη δική του απουσία. Αναλαμβάνοντας την προεδρία των Ελληνο-Γερμανικών Εταιρειών («εταιρειών» όχι με την οικονομική έννοια του όρου!) συνέβαλε αποφασιστικά ώστε αυτές να εξελιχθούν σε χώρο ανάπτυξης πολυποίκιλων δραστηριοτήτων αλληλεγγύης με την Ελλάδα και προβολής των αγώνων και του πολιτισμού των ανθρώπων της. Η ίδια, παρά το θεσμικό της ρόλο που ιδιαίτερα στη Γερμανία επιβάλλει αυτοσυγκράτηση,  δεν δίστασε να συγκρουστεί δημόσια με την επίσημη πολιτική της Γερμανίας στην Ελλάδα.

Με όλα τα παραπάνω δεδομένα, ενώ δεν ξάφνιασε το γεγονός ότι το όνομά της εμφανίστηκε στον κατάλογο θανατικών προδιαγραφών των νεοναζί, ξάφνιασε ένα δημοσίευμα του TVXS, στο οποίο παρουσιάζεται περίπου ως εχθρός της ελληνικής αντιφασιστικής αντίστασης και εκφραστής της γερμανικής μνημονιακής πολιτικής! Από άγνοια και προχειρότητα; Ίσως -έτσι ελπίζω. Συμβαίνουν αυτά, αλλά όταν συμβαίνουν απαιτείται η δημόσια συγγνώμη. Συγγνώμη, ως πράξη επανόρθωσης, αποτελεί ηθική και βαθιά πολιτική υποχρέωση. Αυτό κάνω εδώ.

Θα έπρεπε να το κάνω αμέσως, αλλά η ίδια, προφανώς βαθιά πικραμένη, δεν μου είπε τίποτε, κι εγώ δεν έτυχε να δω το δημοσίευμα.  Ήταν ο Eberhard Rondholz  (ο αντιφασίστας δημοσιογράφος που με τις έρευνες και την ταινία του έκανε διεθνώς γνωστή τη σφαγή των Καλαβρύτων, ο συναγωνιστής μας που κηρύχθηκε persona non grata από τη Χούντα και απελάθηκε από την Ελλάδα, αυτός που έτρεξε από την πρώτη μέρα να συμπαρασταθεί στους/στις  συναδέλφους του της ΕΡΤ και της ΕΡΤ 3, και να κοινοποιήσει τους αγώνες τους στο εξωτερικό) που ήλθε να με βρει ειδικά γι’ αυτόν το λόγο και να μου μιλήσει οργισμένος  για την αδιανόητη επίθεση στη Ζίγκριντ Σκαρπέλη- Σπερκ.  Η μόνη ερμηνεία που κατάφερα να του δώσω ήταν ότι οι γενικεύσεις για «τους» Γερμανούς είναι πια τόσο ισχυρές και διαδεδομένες στη χώρα μας ώστε ακόμη και η Ζίγκριντ των αντιφασιστικών αγώνων να παρουσιάζεται ως υμνητής της Βέρμαχτ και η Ζίγκριντ της αλληλεγγύης  με τα θύματα των μνημονίων να «διορίζεται» στο επιτελείο του Φούχτελ και να φέρεται ότι κινεί νήματα μυστικών συνωμοσιών !

Μόνο αυτή η επικίνδυνη γενίκευση μπορεί να εξηγήσει την επίθεση. Τίποτε άλλο. Διότι καμιά αντίδραση, για οποιοδήποτε θέμα και όσο σωστή κι αν είναι, δεν δικαιολογεί ποτέ τη συκοφαντία ενάντια σ’ ένα πρόσωπο που έμπρακτα συνέδεσε τη ζωή του με τους αγώνες του λαού μας για δημοκρατία και πρόοδο. Γι’ αυτό: Συγγνώμη, Ζίγκριντ!

***********
 
Διευκρινήσεις:
 
Από τη Νόρα Ράλλη
 
Σε απάντηση της επιστολής του κ. Γιώργου Τσιάκαλου:
 
Το παρόν δημοσίευμα παρουσιάζει πλήρως τις απόψεις της γράφουσας και επίσης φέρει πλήρως τη στήριξη του Εθνικού Συμβουλίου για τις Γερμανικές Οφειλές προς την Ελλάδα, που με το άρθρο του tvxs ανα χείρας, συνέβαλλε καθοριστικά στη ματαίωση της εν λόγω εκδήλωσης.
 
Επίσης, από την αρχή επισημαίνουμε τα εξής:
 
–          Κανένα δημοσιογραφικό βήμα (είτε έντυπο, είτε ηλεκτρονικό είτε ψηφιακό ή ραδιοφωνικό) δεν είναι και δε θα έπρεπε να είναι ούτε εκκλησιαστικός χώρος, ώστε να ακούγονται αγιογραφίες, ούτε επίσης είναι παράρτημα του Βατικανού, ώστε να δίδει ή να δίνονται μέσω αυτού, συγχωροχάρτια.

–          Ο δημοσιογράφος είναι απολύτως υποχρεωμένος να παραθέτει ακέραια τα στοιχεία του ρεπορτάζ, χωρίς προσωπικές νύξεις και εξυπηρετήσεις προσωπικών, πολιτικών ή όποιων άλλων συμφερόντων, με κάθε κόστος.

–          Σκοπός του δημοσιογράφου είναι να ψάχνει την αλήθεια, είτε μέσω παράθεσης γεγονότων, είτε με τη μορφή ερωτήσεων. Σκοπός δεν είναι ούτε να «χαροποιήσει» κάποιον, ούτε να «στενοχωρήσει».
 
«Είναι άχαρο, τετριμμένο και βαρετό, αλλά δυστυχώς πρέπει αφού εγκαλούμαι, και μάλιστα αυστηρά, να το δηλώσω: Το δημοσίευμα  (10.04.2014) σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπούσε στο να αμφισβητήσει τις όποιες (αριθμούσες προ πεντηκονταετίας!) δραστηριότητες της Ζίγκριντ Σκαρπέλης – Σπερκ που αναφέρει στην επιστολή του ο κ. Τσιάκαλος. Πολύ περισσότερο, δεν αποσκοπούσε στο να μειώσει ή να συκοφαντήσει την κα. Ζίγκριντ Σκαρπέλης Σπέρκ στο παραμικρό, ούτε καν στο να τη χαρακτηρίσει. Εξάλλου, δεν ήταν η κα Σπέρκ το θέμα αυτού του δημοσιεύματος, όπως μπορεί να καταλάβει όποιος το διαβάσει. Και το διάβασαν πολλοί.
 
Κανένας δημοσιογράφος που θέλει να κάνει με στοιχειώδη εντιμότητα τη δουλειά του, δεν θα μπορούσε να αποκρύψει εν ονόματι του παρελθόντος τις απορίες που προέκυψαν για το παρόν από το ρεπορτάζ και όχι από ιδεοληψίες και σύνδρομα καταγγελίας. Έτσι, το δημοσίευμα μας ξεκινά από μια έκπληξη και μια απορία (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου – με αυτή τη λέξη ξεκινάει ολόκληρη η ελληνική φιλοσοφία. Με «απορία», χωρίς προκατάληψη και χωρίς προϊδεασμό), μια έκπληξη ανάλογη με αυτή που δοκίμασε ο κ. Τσιάκαλος, αλλά από την ανάποδη, και μια απορία που αφορά στα εξής αδιαμφισβήτητα γεγονότα:
(1) την αναφορά της κας. Ζίγκριντ Σκαρπέλης – Σπερκ σε γερμανική εφημερίδα σχετικά με την πραγματοποίηση εκδήλωσης στην Καισαριανή σε συγκεκριμένη ημερομηνία (τυχαία άραγε; Ακόμη δεν ξέρουμε. Και γι’ αυτό, ακόμη ρωτάμε!) και με συγκεκριμένο πρόγραμμα.

(2) την ανακοίνωση της εκδήλωσης αυτής χωρίς να έχει προηγηθεί σχετική συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Καισαριανής (ο ίδιος ο Δήμαρχος – απερχόμενος πλέον – κος Καμπάκας, μας το επιβεβαίωσε), ώστε να χορηγηθεί η απαιτούμενη άδεια και να λάβει η εκδήλωση νόμιμο και επίσημο χαρακτήρα.
(3)Μια σειρά από εύλογες απορίες, καθώς οι «τυχαιότητες» και οι «συμπτώσεις» παραήταν πολλές. Το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να διερωτηθούμε! Και ξαναλέω, αυτό ήταν το λιγότερο.

Σε συγκεκριμένα γεγονότα αναφέρεται το δημοσίευμά μας. Και ζητά απαντήσεις στα εύλογα – επίσης πολύ συγκεκριμένα – ερωτήματα που προκύπτουν, σε μια εποχή μάλιστα άκρως “πονηρή”. Το δημοσίευμα δε στόχευε στο να προκαλέσει θλίψη ή και οργή (όπως αναφέρει ο κ. Τσιάκαλος ότι προκάλεσε), αλλά μόνο να προκαλέσει συγκεκριμένες και σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα που έθετε, επίσης με μεγάλη σαφήνεια.

Απαντήσεις δεν υπήρξαν μέχρι τώρα. Υπήρξε όμως με τη συμβολή και του συγκεκριμένου δημοσιεύματος, άμεση κινητοποίηση, του Εθνικού Συμβουλίου για τις Γερμανικές Οφειλές, χάρη στην οποία η προγραμματισμένη εκδήλωση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Κατά τον απερχόμενο δήμαρχο δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί ποτέ, καθώς ματαιώθηκε. Σύμφωνα πάλι με την απάντηση από το Σύλλογο που τη διοργάνωνε και στο οποίο συμμετέχει η κα Σπέρκ με ενεργό ρόλο, η εκδήλωση απλά αναβλήθηκε.  Γιατί άραγε αυτή η διαφορά;

Επιπλέον, για να γίνει εντελώς κατανοητό το πνεύμα της δικής μας απάντησης στην επιστολή του κ. Τσιάκαλου, και μια και ο συντάκτης της αναφέρεται σε γεγονότα και καταστάσεις που μας πάνε αρκετές δεκαετίες πίσω, δίνοντας μάλιστα καθαρά προσωπικό τόνο στα όσα μας μεταφέρει, θα πρέπει να σημειώσουμε (με όλο το σεβασμό στην ιστορική μνήμη και στη συμβολή του καθενός στους αγώνες για τη δημοκρατία και την πρόοδο) ότι οι καιροί έχουν αλλάξει (και αλλάζουν διαρκώς)

 Άλλο το SPD της δεκαετίας του 1960 ή του 1980 και άλλο το SPD του σήμερα που συγκυβερνά με τους Χριστιανοδημοκράτες στη Γερμανία. Άλλο το ΠΑΜ ή το ΠΑΚ του αντιδικτατορικού αγώνα (μην ξεχνάμε πως και ο κ. Τσοχατζόπουλος ήταν τότε στο Μόναχο στο ΠΑΚ και τώρα είναι στη φυλακή για δράσεις εναντίον του ελληνικού κράτους – και υπάρχουν πλείστα ανάλογα παραδείγματα, τόσο από την Ελλάδα όσο και από την υπόλοιπη Ευρώπη, όπως η δράση του Ντ. Κον Μπεντίτ, που τώρα γυρίζει ντοκιμαντέρ για το μουντιάλ στη Βραζιλία – όπως σχετικά δημοσίευσε η Le Monde προ λίγων ημερών, με έντονο σχολιασμό «για την Ευρώπη που άφησε πίσω του»), άλλο το ΚΚΕ ή το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, και άλλο το σημερινό ΚΚΕ ή το σημερινό ΠΑΣΟΚ που συγκυβερνά με τη ΝΔ στην Ελλάδα και υπογράφει μνημονιακές επιταγές. Προσοχή: δεν παραθέτουμε αξιολογικές κρίσεις (δεν είναι της παρούσης), απλά τονίζουμε τη διαπίστωση.

Ας είναι λοιπόν σαφές ότι αν κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, θεωρείτο πράξη δημοκρατικής αλληλεγγύης, αγωνιστικότητας και συμπαράστασης η στήριξη και η παροχή βοήθειας στον αντιδικτατορικό αγώνα, στη σημερινή εποχή, ειλικρινής στήριξη της Ελλάδας και των Ελλήνων σημαίνει: στήριξη στον αγώνα αποτίναξης των Μνημονίων, που εν πολλοίς είναι γερμανικής εμπνεύσεως και επιβολής. Ειδικά σε ότι αφορά τη Γερμανία και τους Γερμανούς πολίτες (άρα και την κα. Ζίγκριντ Σκαρπέλης – Σπερκ), αποδοχή της ιστορικής ευθύνης τους για τα δεινά του τόπου μας, λόγω της βάρβαρης τετραπλής Κατοχής της χώρας μας (Γερμανικής, Ιταλικής, Βουλγαρικής και Αλβανικής – μοναδικής στα ιστορικά χρονικά) και στην ΑΜΕΣΗ καταβολή των αναλογουσών πολεμικών και οικονομικών αποζημιώσεων. Και όχι με μαρμάρινες πλάκες δωρητών βελανιδιών σε χώρους (ή πλησίον τους) ιστορικής μνήμης, αγώνα και θυσίας, σε (τυχαίες, άραγε; Ακόμη δεν ξέρουμε) ιστορικές και πάλι ημερομηνίες.

Η αναιμική συγγνώμη του Γερμανού Προέδρου κ. Γκάουκ  κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, όσο και η παρουσία επίσημων γερμανικών αντιπροσωπειών σε εκδηλώσεις «μνήμης» και «συμφιλίωσης» όπως αυτή στην Καισαριανή (που μετά το δημοσίευμά μας ή αναβλήθηκε επ’ αόριστον, όπως λάβαμε απάντηση από το Σύλλογο που τη διοργάνωνε και στο οποίο συμμετέχει η κα Σπέρκ με ενεργό ρόλο, ή ματαιώθηκε, όπως μας δήλωσε ο πρ. δήμαρχος Καισαριανης, κος Καμπάκας – ποιος λέει αλήθεια, θα φανεί ) αλλά και η πρόσφατη για τα 70 χρόνια από την απόβαση στην Νορμανδία, όχι μόνο δεν αρκούν, αλλά (και ελπίζουμε ότι σε αυτό θα συμφωνήσει ο κ. Τσιάκαλος), για μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων πολιτών αποτελούν εμπαιγμό.

Αντί, λοιπόν, για την ανάρτηση μαρμάρινης πλάκας με τα ονόματα κάποιων που δενδροφύτευσαν στην Καισαριανή (θυμίζουμε ότι διαφημίζονταν ότι αν κάποιος πληρώσει για 50 βελανιδιές θα μπει το όνομά του στην πλάκα), ας μιλήσουμε επιτέλους και για το «ιστορικό μάρμαρο», που αφορά στις γερμανικές αποζημιώσεις προς την Ελλάδα και το πότε αυτό το «μάρμαρο» θα εξοφληθεί στο ακέραιο.

Τέλος, τη συγκεκριμένη επιστολή, ο κ Τσιάκαλος έγραψε πως την στέλνει ως «επανόρθωση σ’ ένα συκοφαντικό κείμενο του tvxs». Επειδή όμως τα γραπτά μένουν, ο αναγνώστης μπορεί πιστεύω να καταλάβει ποιος συκοφαντεί ποιον, ειδικά όταν κατηγορείται κάποιος για συκοφαντία, χωρίς στοιχεία και τεκμηρίωση.

Οι μόνες «επανορθώσεις» που εμείς αποδεχόμαστε και διεκδικούμε – και προσωπικά ως Έλλην πολίτης και ως δημοσιογράφος – είναι οι γερμανικές οφειλές. Και κει, όσα «συγγνώμη» και να ζητηθούν, δεν είναι αρκετά.