Έχει πολλάκις επισημανθεί ότι η ελληνική δημόσια σφαίρα συχνά απασχολείται με τα «εθνικά ζητήματα» και την εθνική ταυτότητα. Κατά περιόδους, δε, με αφορμή κάποια εθνική εορτή (π.χ. βλέπε εδώ και εδώ) ή κάποιο περιστατικό που κρίνεται ότι συνιστά «απειλή» για την εθνική ταυτότητα (έναν «αλλοδαπό» σημαιοφόρο, ένα «νεοταξίτικο» βιβλίο σχολικής ιστορίας, μια απρεπή κατονομασία του γειτονικού «κρατιδίου»), ο δημόσιος λόγος σχεδόν μονοπωλείται από περί του έθνους αντιπαραθέσεις.
 
Ένα από τα ζητήματα που φαίνεται πάντως να μην αποτελεί αιτία αντιπαράθεσης είναι αυτό της συνέχειας του ελληνικού έθνους. Η μακραίωνη και αδιάλειπτη παρουσία του ελληνικού έθνους από την κλασική αρχαιότητα (ή και την εποχή του Ομήρου) ως τις μέρες μας, το τριμερές σχήμα δηλαδή που εισηγήθηκε ο Ζαμπέλιος και παγίωσε ο Παπαρρηγόπουλος, δείχνει να παραμένει η συντριπτικά κυρίαρχη άποψη μεταξύ των πολιτών, αλλά και των δημοσιολογούντων.
 
Βεβαίως, η διάχυτη πεποίθηση περί αρχαιότητας και συνέχειας του έθνους δεν αποτελεί ελληνική ιδιοτυπία. Για να περιοριστούμε στον ευρωπαϊκό χώρο, το σχήμα της συνέχειας αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της εθνικιστικής σκέψης. Η διάχυτη αντίληψη, περί μακραίωνης συνέχειας του έθνους, συνδέεται άρρηκτα με άλλες θέσεις της εθνικιστικής ιδεολογίας: με τη θεώρηση του έθνους ως μια φυσικής, αμετάβλητης στο διηνεκές (τουλάχιστον στην «ουσία» της) κοινότητας. Η ανθρωπότητα, σύμφωνα με το εθνικιστικό δόγμα, χωρίζεται εγγενώς σε έθνη, τα οποία διαθέτουν έναν αυθύπαρκτο, αντικειμενικό ή και βιολογικό χαρακτήρα, ενώ ο εθνικός προσδιορισμός του κάθε ανθρώπου είναι έμφυτος, κάτι που τον συνοδεύει αμετάκλητα από τη στιγμή της γέννησής του. Αυτές οι θέσεις αντανακλώνται σε εκείνο το τμήμα των μελετών του εθνικιστικού φαινομένου που στην επιστημονική βιβλιογραφία έχει ταξινομηθεί ως «αρχεγονισμός».
 
Τη στιγμή, όμως, που η ανωτέρω πρόσληψη του έθνους μπορεί εύκολα να ανιχνευτεί στον καθημερινό, πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο, η ουσιοκρατική προσέγγιση του αρχεγονισμού είναι σχεδόν πλήρως απαξιωμένη εντός της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας (ιστορικών, πολιτικών επιστημόνων, κοινωνιολόγων, ανθρωπολόγων, κ.ά) που μελετά τον εθνικισμό και την εθνοτικότητα (ethnicity). Ήδη από το 1994, ο μελετητής του εθνικισμού Rogers Brubaker διαπίστωνε «κανείς σοβαρός μελετητής [του εθνικισμού] δεν πιστεύει σήμερα πως τα έθνη ή οι εθνοτικές ομάδες αποτελούν αρχέγονες, αμετάβλητες οντότητες».

Ads
Ο νεωτερικός (και άρα σχετικά πρόσφατος) χαρακτήρας του έθνους
 
Η κυρίαρχη αντίληψη μεταξύ των μελετητών, στην Ελλάδα και διεθνώς, είναι η «μοντερνιστική», η οποία πρεσβεύει πως ο εθνικισμός και τα έθνη αποτελούν φαινόμενα καινοφανή, ποιοτικά διακριτά από οτιδήποτε προγενέστερο,  καθώς γεννιούνται μέσα στα πλαίσια των ριζοσπαστικών αλλαγών που συγκροτούν αυτό που αποκαλείται «νεωτερικότητα». Ποιες είναι αυτές οι αλλαγές; Η ανάδυση των φιλελεύθερων αρχών του Διαφωτισμού, όπως αυτές της λαϊκής κυριαρχίας και της αυτοδιάθεσης, οι οποίες αμφισβήτησαν την απολυταρχική εξουσία και σταδιακά συνδέθηκαν με το έθνος· η αποδυνάμωση της θρησκείας και η κυριαρχία του ορθού λόγου· η επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (εκβιομηχάνιση, τεχνολογική επανάσταση, αστικοποίηση)· η ανάδυση και κατίσχυση ενός νέου τύπου κράτους, απείρως πιο ισχυρού και παρεμβατικού από τους προηγούμενους. Για τους μοντερνιστές, λοιπόν, οι νεωτερικοί μετασχηματισμοί δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν με τα παλιότερα σχήματα και απαιτούσαν την ανάδυση ενός νέου, σύνθετου τύπου πολιτικής, πολιτισμικής και ιδεολογικής οργάνωσης: αυτή η εξέλιξη ήταν αναγκαία· το ότι πήρε τη μορφή αυτών που ονομάζουμε «εθνικισμό» και «έθνη» είναι ιστορικά συμβεβηκός.
 
Σε δύο από τις εξελίξεις που υπαινίχθησαν παραπάνω αποτυπώνεται ο ιστορικά καινοφανής χαρακτήρας του εθνικισμού. Πρώτον, για πρώτη φορά αναδεικνύεται ως ελάχιστο κριτήριο πολιτικής νομιμοποίησης η αντιστοίχηση της πολιτισμικής ταυτότητας των κυβερνωμένων με αυτή των κυβερνώντων. Πλέον δεν γίνεται ανεκτό οι Έλληνες να κυβερνώνται από τους Οθωμανούς, οι Τσέχοι από τους Αψβούργους, ούτε «καν» οι Νορβηγοί από τους Σουηδούς. Η αντιστοίχιση των ορίων της πολιτισμικής κοινότητας με την πολιτική κοινότητα είναι ο πυρήνας του εθνικισμού κατά τον Ernest Gellner (παρότι το «κάθε έθνος και κράτος» συνιστά περισσότερο επιδίωξη παρά πραγματικότητα). Δεύτερον, ακόμα και οι μελετητές που θεωρούν ότι είχαν υπάρξει κράτη και ομάδες με χαρακτηριστικά «έθνους» και πριν τη νεωτερικότητα, αποδέχονται ότι η μαζικοποίηση του εθνικού φρονήματος, η διάχυσή του έξω από τα στενά όρια μιας εγγράμματης ελίτ, είναι κατεξοχήν νεωτερικό φαινόμενο. Η εμπέδωση εθνικών κρατών και η δημιουργία, για πρώτη φορά στην ιστορία, συστημάτων καθολικής εκπαίδευσης, μέσω των οποίων διδάσκεται μια τυποποιημένη εθνική αφήγηση, είναι απολύτως κρίσιμα για αυτήν την εξέλιξη. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το ελληνοχριστιανικό αφήγημα του Παπαρρηγόπουλου μορφοποιείται μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους και καθίσταται μέσω της εκπαίδευσης, κυρίως, η επίσημη εκδοχή της ελληνικής ιστορίας.
 
Πως όμως οι εθνικισμοί συγκροτούν το αφήγημα που τους συνδέει με ένα προνεωτερικό, μακρινό παρελθόν; Είναι πλέον ευρύτατα αποδεκτό ότι οι «εθνικές ιστορίες» αποτελούν ουσιαστικά πολιτικές αφηγήσεις και ως τέτοιες συνδέουν επιλεκτικά ιστορικά γεγονότα και πολιτισμικά στοιχεία για να δημιουργήσουν τη συνεκτική εικόνα ενός έθνους που διατηρεί την ιδιοπροσωπία του στη διάρκεια των αιώνων. Πάντως, μεταξύ αυτών που αποδέχονται τη μοντερνιστική θέση για την εμφάνιση του έθνους έχουν διατυπωθεί πολύ διαφορετικές απόψεις σχετικά τον τρόπο διαχείρισης του παρελθόντος από τις εθνικές ιστορίες. Πολύ σχηματικά, μία άποψη θεωρεί ότι οι παραδόσεις και μνήμες χρησιμοποιήθηκαν απλώς εργαλειακά από τις ελίτ που σφυρηλάτησαν τα έθνη σχεδόν εκ του μηδενός. Η άποψη αυτή ενέχει ισχυρές συνδηλώσεις προσχεδιασμού, πλαστότητας και επιβολής και παραπέμπει στην έννοια της «επινόησης» και κάποιες φορές στη, βαθιά προβληματική, θέση περί εθνικής ταυτότητας ως ψευδούς συνείδησης.
 
Οι περισσότεροι μελετητές, πάντως, σήμερα αποδέχονται πως τα έθνη, όπως άλλωστε όλες οι κοινωνικές ομάδες, αποτελούν προϊόντα κοινωνικής κατασκευής, έννοια η οποία σαφώς διακρίνεται από αυτήν της επινόησης. Χωρίς να αρνούνται τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν πολιτισμικές και κρατικές ελίτ στη μορφοποίηση εθνικών ιστοριών ή τη διάχυτη χρήση λαθροχειριών και επινοήσεων (τύπου «Κρυφού Σχολειού» ή «χορού του Ζαλόγγου»), αυτοί που υιοθετούν τη δεύτερη άποψη: α) βλέπουν την οικοδόμηση εθνικών ταυτοτήτων ως αποτέλεσμα ευρύτερων κοινωνιών διεργασιών και αλληλεπιδράσεων (άρα, όχι στενά το σχέδιο μια μικρής ελίτ), β) θεωρούν ότι ακριβώς επειδή η εθνική ταυτότητα πρέπει να μαζικοποιηθεί ώστε να είναι ισχυρή, υπάρχουν περιορισμοί στην επιλογή του «εθνικού» παρελθόντος και όρια στην επινόηση και την επιβολή από τα πάνω. Με άλλα λόγια, η εθνική αφήγηση πρέπει να απηχεί και να χρησιμοποιεί την εκάστοτε πολιτισμική και μνημονική πρώτη ύλη (όσο και αν την ανασκευάζει και την χρησιμοποιεί για συγκεκριμένους σκοπούς) αν θέλει να «κερδίσει το μυαλό και την καρδιά» των ευρύτερων στρωμάτων, πρέπει να βασιστεί σε προϋπάρχοντες κοινωνικούς δεσμούς και (εθνοτικές) κοινότητες. Στην ελληνική περίπτωση, φάνηκε από τα πρώτα χρόνια του αγώνα πως ο φιλελευθερισμός που διέπνεε μεγάλο τμήμα των πολιτικών ηγετών και διανοουμένων έπρεπε να γεφυρωθεί με την θρησκευτική πίστη, τον πυρήνα ως τότε της κοσμοθεωρίας και εμπειρίας των αγροτικών πληθυσμών, ώστε να μπορέσουν να μεταδοθούν σε μεγάλη κλίμακα οι καινοφανείς ιδέες του εθνικισμού.

Η θελκτικότητα της συνέχειας
 
Με βάση τα παραπάνω, η μοντερνιστική θέση είναι πως η έκρηξη εθνικισμών στην Ευρώπη κατά το 19ο αιώνα δεν είναι αποτέλεσμα αφύπνισης παλαιότατων εθνών που είχαν περιπέσει σε μακρόχρονη χειμερία νάρκη (αυτό που έχει ονομαστεί «η μεταφορά της Ωραίας Κοιμωμένης»)· δεν επρόκειτο για «εθνική παλιγγενεσία», αλλά για γέννηση των εθνών της οποίας προηγήθηκε περίοδος κυοφορίας. Δίνοντας έμφαση στις ασυνέχειες που συγκροτούν τη νεωτερικότητα, η μοντερνιστική άποψη είναι σε καλύτερη θέση να απαντήσει γιατί τότε εμφανίστηκαν τα εθνικιστικά κινήματα σε σχέση με την εθνικιστική/αρχεγονική άποψη θέση, η οποία απεικονίζει το έθνος ως εν πολλοίς σταθερό στο χρόνο.
 
Γιατί όμως η αίσθηση της συνέχειας του έθνους είναι τόσο ισχυρή και βαθιά ριζωμένη και γιατί ακόμα και η υπόνοια αμφισβήτησής της προκαλεί έντονες αντιδράσεις στη χώρα μας, όπως πρόσφατα με αφορμή το μήνυμα του Υπουργού Παιδείας Ν. Φίλη για την επέτειο της 25ης Μαρτίου; Δύο βασικοί λόγοι νομίζω μπορούν να υποδειχθούν.
 
Πρώτος λόγος είναι η ισχυρή σύνδεση μεταξύ παλαιότητας και αυθεντικότητας. Αυτή η (Ρομαντικής προέλευσης) αναζήτηση και εξιδανίκευση της αυθεντικότητας δεν περιορίζεται στο πεδίο των εθνών αλλά είναι διάχυτη σε πλείστες πτυχές και αναπαραστάσεις των σύγχρονων κοινωνιών. Μεγάλες εταιρείες, πανεπιστήμια ή και αθλητικά σωματεία προβάλλουν περήφανα το παλαιό έτος ίδρυσής τους, καθότι αυτό τους προσδίδει κύρος και εγκυρότητα. Το παλιό και το «φυσικό» προβάλλεται συνήθως ως το πραγματικό, το ουσιώδες και, κυρίως, το αληθινό, το οποίο κινδυνεύει από το «τεχνητό», το «μοντέρνο», το «δήθεν» του παρόντος. Η καταφυγή στο παρελθόν, στο οικείο και το διαχρονικό είναι επιπλέον μια αναζήτηση ασφάλειας, ως αντίδοτο στη ρευστότητα και τις ραγδαίες μεταβολές τις νεωτερικότητας. Πάντως, η αποδυνάμωση της αποκλειστικής σύνδεσης του παλιού και του φυσικού με το αληθινό, μπορούν να οδηγήσουν σταδιακά στην συνειδητοποίηση ότι τα έθνη, ακριβώς επειδή είναι ανθρώπινα και κοινωνικά δημιουργήματα και όχι δοσμένα από τη φύση, είναι ικανά, όσο πρόσφατα κι αν κατασκευάστηκαν, να δημιουργήσουν ισχυρούς δεσμούς, «πραγματικές» ταυτότητες και πληθώρα απολύτως «αληθινών» συνεπειών (από τον πατριωτισμό ως την εθνοκάθαρση).
 
Ο δεύτερος λόγος είναι περισσότερο πολιτικός και εργαλειακός: η επιχειρηματολογία περί μακραίωνης παρουσίας έχει αποτελέσει βασικό όχημα διεκδίκησης (διαφιλονικούμενων) εδαφών από διάφορους εθνικισμούς στην Ευρώπη, κυρίως την Κεντρική και Ανατολική. Στα καθ’ ημάς, η Μεγάλη Ιδέα βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην πίστη ότι το ευρύτατο σύνολο των εδαφών που διεκδικούσε το ελληνικό κράτος ήταν αυτονόητα «ελληνικά», καθώς εκεί κατοικούσαν οι Αρχαίοι Έλληνες, αλλά και οι Βυζαντινοί.

«Ε, και;».  Συνέπειες της πεποίθησης περί συνέχειας
 
Τι μπορεί να συνεπάγεται αυτή η διάχυτη πίστη στο μακραίωνο, αδιάλειπτο ελληνικό έθνος για την κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι και το χαρακτήρα της συλλογικής ταυτότητας; Γιατί άραγε θα πρέπει να προβληματίζει; Θα αναφερθώ σε μια κομβική συνέπεια αυτού του τρόπου σκέψης καθώς και σε δύο ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινή γνώμη.
 
Πρώτο και ουσιαστικότερο, λοιπόν, η πίστη στο αιώνιο έθνος είναι απλώς μία έκφανση ενός ανιστορικού και ουσιοκρατικού τρόπου κατανόησης των κοινωνικών φαινομένων εν γένει· αυτό ήταν ένα από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληγε η Νέλλη Ασκούνη, ερμηνεύοντας το 2000 τις απαντήσεις των Ελλήνων εφήβων στα πλαίσια της πανευρωπαϊκής έρευνας Youth and History. Η πίστη σε ένα αιώνιο «ελληνικό DNA», το οποίο μάλιστα επιτάσσει συγκεκριμένα ατομικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, είναι μια αντίληψη η οποία πιθανότατα συνυπάρχει με ή οδηγεί σε κατανοήσεις των κοινωνικών ταυτοτήτων (φυλετικών, θρησκευτικών, ταξικών, έμφυλων) ως φυσικών και αμετάβλητων, με συγκεκριμένα, μοναδικά γνωρίσματα. Κυρίως, η αντίληψη αυτή συνδέεται με την αδυναμία «κοινωνιολογικής» κατανόησης των κοινωνικών φαινομένων, με αδυναμία δηλαδή κατανόησης αυτών που μας συμβαίνουν ως κοινωνία ως σύνθετα αποτελέσματα εμπρόθετης δράσης (ατόμων, ομάδων και κρατών), διαφορετικών συμφερόντων και ιδεολογιών, συσχετισμών ισχύος, τυχαίων γεγονότων και αθέλητων συνεπειών, καθώς και ευρύτερων/«δομικών» διαδικασιών. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί η Ελληνική Επανάσταση έγινε το 1821 και όχι το 1521 ή το 2001.
 
Αναφορικά με το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ, το οποίο για πολλοστή φορά αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής διαμάχης με αφορμή την αναφορά του Γ. Μουζάλα, το αποτύπωμα της κυρίαρχης αντίληψης για την εθνική συνέχεια είναι ευδιάκριτο. Καταρχάς, αυτή η αντίληψη οδηγεί στην απόρριψη του συνταγματικού ονόματος της γείτονος χώρας ή και σε οποιαδήποτε αναφορά στο όνομα «Μακεδονία», τόσο λόγω της ελληνικής «παλαιότητας» («οι Σλάβοι ήρθαν μόλις τον 6ο αιώνα») όσο και επειδή τυχόν αποδοχή αυτής της ονομασίας θεωρείται ότι αμφισβητεί την ίδια την θέση περί συνέχειας από αρχαίων χρόνων. Επιπλέον, δεν γίνεται καν αποδεκτό το ότι ο πληθυσμός του κράτους αυτού αξιώνει να αποτελεί ένα διακριτό έθνος, στη βάση ότι η είναι πολύ πρόσφατο: αφού τα αυθεντικά έθνη είναι τα παλιά έθνη, το «Μακεδονικό» έθνος δεν μπορεί να είναι παρά να τεχνητό, πλαστό και φανταστικό. Παρότι η προσπάθεια σύνδεσης με τους αρχαίους Μακεδόνες από τον (συντηρητικό) εθνικισμό της κυβέρνησης της ΠΓΔΜ κατά την τελευταία δεκαετία έχει διάφορες σουρεαλιστικές όψεις (αν και η προσπάθεια αυτή δεν είναι παρά μια «ετεροχρονισμένη» προβολή του τι συνέβαινε σε βαλκανικά και άλλα νεαρά έθνη 100 ή 200 χρόνια πριν), είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη την επισήμανση (με πολλαπλούς αποδέκτες) του κοινωνιολόγου Craig Calhoun ότι «αποτελεί κοινωνιολογική παρανόηση να νομίζει κανείς πως η πραγματικότητα των εθνών εξαρτάται από την ακρίβεια των συλλογικών τους αναπαραστάσεων».
 
Οι συνέπειες της αντίληψης περί συνέχειας είναι επίσης ορατές και στη συζήτηση για τη δυνατότητα και τη μορφή ένταξης των μεταναστών, η οποία αναζωπυρώθηκε με την προσφυγική κρίση. Φυσικά, η αντίληψη αυτή μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί με μια φιλόξενη και ανεκτική στάση απέναντι στους πρόσφυγες, η οποία ως τώρα πράγματι χαρακτήρισε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Άλλωστε, με αφορμή την προαναφερθείσα έρευνα ο Γιάννης Βούλγαρης είχε χαρακτηρίσει «δημοκρατικό εθνοκεντρισμό» την κυρίαρχη αντίληψη των νεαρών Ελλήνων· με άλλα λόγια η ουσιοκρατική αντίληψη του έθνους δεν συνδέεται προνομιακά με τη Χρυσή Αυγή ή με μια εν γένει μισαλλοδοξία. Όμως, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι το ακραίο όριο στο οποίο μπορεί να φτάσει όσον αφορά τους Άλλους είναι είτε η συνύπαρξη με τους μετανάστες, οι οποίοι όμως θα αντιμετωπίζονται ως εσαεί ξένοι και «μη αφομοιώσιμοι» (όπως προσφάτως δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος), είτε η αποδοχή ως Ελλήνων μόνο εκείνων που αποδέχονται άνευ όρων την κυρίαρχη, ελληνική κουλτούρα (αφομοίωση). Μια κατανόηση του ελληνικού έθνους με όρους αυστηρά καταγωγής και συνέχειας δύσκολα μπορεί να αποδεχτεί κάτι παραπάνω. Παραμένει ερωτηματικό, λοιπόν, το οποίο φυσικά αντιμετωπίζει το σύνολο των ευρωπαϊκών κοινωνιών, το κατά πόσον αυτό μπορεί να απαντήσει στο φλέγον ζήτημα της κοινωνικής ένταξης των μεταναστευτικών πληθυσμών και το θα αν θα είναι δυνατή κάποια στιγμή η συγκρότηση μιας πιο ανοικτής και συμπεριληπτικής εθνικής ταυτότητας.

* Ο Θωμάς Γούμενος είναι Δρ Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου