Ένας από τους λόγους που, όπως έχουν εντοπίσει ερευνητές και ερευνήτριες της δημόσιας ρητορικής, οι (αναζητούμενοι/ες) πολίτες αρνούνται ή βαριούνται να παρακολουθήσουν τη σύγχρονη πολιτική επιχειρηματολογία, ακόμη κι αν αφορά άμεσα τις ζωές τους, παθητικοποιούμενοι έτι περαιτέρω, είναι η χρήση του αχυρανθρώπου.

Ads

Ως επιχείρημα του αχυράνθρωπου εννοείται μια παραποιημένη και βολική εκδοχή ενός επιχειρήματος που επικρίνει μια υπαρκτή πλευρά ώστε να μειωθεί η δυναμική της κριτικής και να αναιρεθεί το βίωμα των ανθρώπων.

Ένα αντεπιχείρημα-κατασκευή, όπου τόσο η άποψη όσο και ο αντίπαλος που την εκφράζει δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, ή τουλάχιστον δεν έχουν χρησιμοποιηθεί στον διάλογο.

Ο αχυράνθρωπος χειραγωγεί όχι μόνο την πραγματικότητα αλλά και τα συναισθήματα που πρέπει ή δεν πρέπει να επενδύσουμε πάνω της. Από την χρήση του κομμουνιστικού κινδύνου ακόμη και στα μέσα του 20ου αιώνα όπου ο μεταπολεμικός διπολικός κόσμος δεν επέτρεπε μεταπηδήσεις πολιτευμάτων, ως το «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» του ΠΑΣΟΚ όταν έπρεπε στην ύστερη φάση του να απολογηθεί για σκάνδαλα, ως την χρησιμοποίηση ενός κόκερ σπάνιελ ως «επίσης δώρου» όταν το 1952, ο Νίξον κατηγορήθηκε ότι είχε ιδιοποιηθεί παράνομα 18.000 δολάρια από τις δωρεές της πολιτικής εκστρατείας του για προσωπική του χρήση, κι από τον κίνδυνο εκδυτικισμού σε καθεστώτα που σημαδεύτηκαν ή σημαδεύονται από συστηματική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ως τα τρολ που δικαιολογούν πχ την κατάρρευση του ΕΣΥ αποδίδοντας ιδεοληψία ακόμη και σε φορολογούμενους που μάχονται για συγγενείς τους, το επιχείρημα του αχυρανθρώπου κάνει παρέλαση σε μακρο και μικροκλίμακα ανά τον κόσμο, καταρρακώνοντας τις προσπάθειες για κριτική αποτίμηση, διαλεκτική σκέψη και διορθωτική δράση.

Ads

Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, μέσα από την διασπορά των fake news εκ μέρος κυρίως της ποπουλίστικης ακροδεξιάς, έχει εντοπιστεί πέρα από την κλασσική του μορφή παραποίησης (της θέσης του/της αντιπάλου), και την θέση επιλογής (την επιλεκτική απάντηση σε πλευρές της επιχειρηματολογίας ώστε δήθεν να απαντήσει στο σύνολο αυτής, κάτι πολύ κοντά σε αυτό που η κοινωνική και γνωστική ψυχολογία αποκαλεί αρχή της βιαστικής γενίκευσης), στην οποία η ανάδειξη ενός αδύναμου σημείου υποστηρίζεται ως διάψευση όλων των αντίθετων επιχειρημάτων, (Talisse και Aikin, 2006) και η αρχή της αντιπροσώπευσης (Aikin και Casey 2010), όπου αποδίδεται ένα ανύπαρκτο επιχείρημα σε ένα κοινωνικό κίνημα ή ομάδα, παρά σε ένα άτομο ή οργανισμό.

Όπως συνέβη πχ όταν ήταν να βληθεί ο μήνας μαύρης ιστορίας ή να εξοβελιστεί η θεωρία της εξέλιξης από τα σχολεία σε θρησκόληπτες και δομικά ρατσιστικές πολιτείες του αμερικάνικου νότου επειδή «ο Δαρβίνος ήταν ρατσιστής».

Ή, όταν στα καθ’ ημάς, η αιτιολόγηση της κοινωνικής βίας ισούται με δικαιολόγησή της, ή η κριτική στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών ισούται με αντιευρωπαϊσμό.

Εάν και το μικρόπεδο επίπεδο χρήσης αφορά διαπροσωπικούς διαλόγους, το αμέσως επόμενο αφορά τοπικές πολιτικές, που βρίσκονται πάντα σε διάλογο με κεντρικές. Και εδώ σε κεντρικό παράδειγμα αναδεικνύεται το έργο γεφύρι της Άρτας του σύγχρονου ελληνικού κράτους, δηλαδή το Μετρό Θεσσαλονίκης.

Ώστε η επισήμανση των δυσανάλογα πολλών προβλημάτων που έβγαλε από την 1η ημέρα και στον ελάχιστο χρόνο λειτουργίας του (και για μερικά μόνο από τα οποία ζητήθηκε πρόσφατα συγγνώμη από τον Ταχιάο) ή η επιχειρηματολογία για το τι πραγματικά σημαίνει το Έγκλημα στη Βενιζέλου όπου κάθε αντιπρόταση από αρχαιολόγους και μηχανικούς (που θα επέτρεπε στην πόλη να γίνει ένας ισχυρότατος πόλος αρχαιολογικού τουρισμού παγκόσμια αορατοποιείται ενώ οι ίδιοι δολοφονούνται συστηματικά ως προσωπικότητες), ή η ύπαρξη απευθείας αναθέσεων σε πρόχειρα φτιαγμένες εταιρείες μάλιστα δίχως πείρα, απαντάται με τυπικά straw man argument (επιχειρήματα αχυρανθρώπου).

Αυτό που όπως επισημάναμε θεωρείται στην ρητορική τέχνη ως μια παραμορφωμένη (και πιο αδύναμη) εκδοχή του επιχειρήματος ενός άλλου ατόμου, ή μιας ομάδας ατόμων, ώστε να μπορεί εύκολα να αντικρουστεί ή να γραφικοποιηθεί.

Από τότε που εφευρέθηκε βέβαια η συγγνώμη, όπως σωστά λέγεται, χάθηκε η αληθινή ευγένεια από τον κόσμο. Και η αληθινή ευγένεια σημαίνει να μην υποτιμάς στις πράξεις σου τον κόσμο σε κάτι πολυαναμενόμενο και αναγκαίο.

Δηλαδή δεν είναι σημαντικό που έγινε το μετρό; λένε. Το να αποκτάς επιτέλους στέγη είναι σημαντικό αλλά αν την έχεις πληρώσει τόσο αδρά και τα υδραυλικά της χωλαίνουν από την 1η ημέρα θα πάρεις τηλέφωνο τον/την υπεύθυνη του συνεργείου και θα τον ρωτήσεις τι είδους σωλήνες βρύσες και σιφώνια μου έβαλες; Δεν αναιρείς έτσι την σημαντικότητα του να έχεις σπίτι. Ή σου επισημαίνουν πως κι άλλα μετρό έχουν προβλήματα, ξεχνώντας να αναφέρουν πόσες δεκαετίες (κάποια του εξωτερικού και αιώνες) λειτουργούν.

Επιχειρηματολογία από τα Lidl δηλαδή (αν και η φράση αδικεί τα Lidl που είναι οικονομικά στο κάτω κάτω και με δυνατότητα επιλογής προϊόντων, κι αν θες βάζεις γι’ αυτά το χέρι στην τσέπη), σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθούν, κι εδώ σε αυτήν την χώρα, τα αδικαιολόγητα, παρουσιάζοντας ως εμπαθείς αυτούς που επισημαίνουν την πραγματικότητα: Προβληματικά μηχανήματα εισιτηρίων, ανελκυστήρες, κυλιόμενες σκάλες, συναγερμοί φωτιάς και νερά από την 1η μέρα σε στενές αποβάθρες. Για 9,5 χιλιόμετρα που πήραν 30 (38 από τον Κούβελα) χρόνια και υπερτιμολογήθηκαν τόσο που επιβάρυναν το Δημόσιο δυσβάσταχτα, σε εποχές γενικής μάλιστα δυσπραγίας.

Κι όλα αυτά σε ένα πλαίσιο αντιμετώπισης των θεσσαλονικέων ως ιθαγενών που χειροκροτούν «καθρεφτάκια» οι οποίοι όταν επισημαίνουν διπλές παθογένειες και διπλό άρμεγμα τους αποκαλούν κομπλεξικούς κι αχάριστους, σε μια τυπική ψυχολογιοποίηση, που χαϊδεύει βαθιά χειριστικά κι αυτά άλλων, κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων.

Στάση βέβαια συμπληρωματική του άλλου περίφημου strawman, του επιχειρήματος που διαχύθηκε -μετεμφυλιακά κυρίως- από κεντρικά, βέβαια, τοποθετημένους και υποστηριγμένους τοπάρχες, όταν σε κάθε κριτική διπλού αρμέγματος και διπλής παθογένειας, έπαιζε σε τοπικά οικονομικοπολιτικά «πάρτυ» το «για όλα φταίει μόνο η Αθήνα», ώστε να αθωώνονται με εξίσου χάιδεμα αυτιών ως «σαρξ εκ της σαρκός» «μιας πόλης» άτομα, ομάδες και μηχανισμοί που κάθε κριτική αποτίμηση τους θυμίζει πως ποτέ η Θεσσαλονίκη δεν ήταν «μία».

Προφανώς την ώρα που πολίτες τρώνε σανό, άλλοι τρώνε άλλα πράγματα, και να μην μπορούμε να μιλήσουμε από πάνω, γιατί, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του Μετρό, το είχαμε τόσο ανάγκη και είναι όντως πολύτιμο και βοηθητικό…

«Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και αγαπημένε. Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε».