Στην εισαγωγή των τίτλων της ταινίας «Στέλλα» υπάρχει μια κάρτα που λέει τα πάντα ή έστω πολλά: «Τραγούδια για την Ζωή τον Έρωτα και τον Θάνατο».

Ads

Ο λαϊκός πολιτισμός και η λαϊκότητα, η συζήτηση περί των οποίων κυριάρχησε τις τελευταίες ημέρες με αφορμή τις αντιδράσεις για τον θάνατο του «φαινομένου της πίστας» Βασίλη Καρρά, συνδεδεμένα με την κοινωνική/πολιτισμική ανθρωπολογία, την κοινωνική ψυχολογία, την κοινωνιολογία και τις πολιτισμικές σπουδές, αποτελεί από μόνο του σύνθετο και ετερογενές κοινωνικο-πολιτισμικό πεδίο στο οποίο καθρεφτίζονται, αναπαράγονται και μετεξελίσσονται οι ψυχολογικές και κοινωνικές επενδύσεις μεγάλου μέρους κάθε εποχής και κοινωνίας.

Αλληλεπιδρώντας διαρκώς με την πολιτική και την οικονομία σε τοπικό, εθνικό, αλλά και διεθνές επίπεδο, παράγει αφηγήσεις που, μαζί κυρίως με την ιστορία, υπηρετούν το λαϊκότροπο μέσα στα πλαίσια μιας ‘εθνικής αφήγησης’ (οριοθετώντας την όμως σύμφωνα με την ιεραρχική και ψευδή έννοια που δίνουν οι από πάνω ή οι από κάτω κυρίαρχοι σε αυτήν), ή αναδεικνύεται και δρα ως αντίπαλος πόλος, αναζητώντας μια συνοχή και μία συνέχεια που δεν θα ποδηγετούνται μα θα μιλούν για το διαρκώς -μέσα στις διαφορές του παρόν, των κλεμμένων ανθρώπων.

Το λαϊκό τραγούδι, εμβληματική έκφραση του λαϊκού πολιτισμού, εξέφραζε τους καημούς του λαού και όσο διφορούμενη και αντιφατική κι αν είναι πάντα η έννοια λαός έβρισκε τρόπο να κάνει φωνή τα συχνά υπόγεια ρεύματα που του έδιναν συνοχή και τον εξάγνιζαν πρόσκαιρα, (μέσω του καημού για την κοινή μοίρα ή την αγάπη) έστω. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ήταν αυτό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό.

Ads

Γιατί αυτό που εξέφραζε ο Καρράς ως τραγουδιστής, παρόν από πάντα στους πολιτιστικούς πολέμους κάθε εποχής μα κυρίαρχο σήμερα, ήταν η επίδειξη του πληγωμένου εγωισμού, η ουσιαστική μόνωση της ανδρικής κατά βάσην καψούρας (κι ας έχει κι αυτήν την θέση της κάπου, μα την θέση της, ΄χι την θέση άλλων πραγμάτων) δλδ που έγραψε κι ο Πέτρος Θεοδωρίδης, που καταντήσαμε να την ταυτίζουμε με τον έρωτα, όπως σερνόταν προς επίδειξη στα μπουζούκια μιας Ελλάδας κι ενός κόσμου που άλλαζε ραγδαία πληρώνοντας μια ένταξη ακριβότερα από όσο μπόρεσε να καταλάβει, και μια ευμάρεια που έκρυβε το αλλότριο που έβρισκε άλλον τρόπο να επιστρέφει.

Την ίδια ώρα που σαν άνθρωπος αυτό το ξεπερνούσε με μια σταθερή στάση που μιλούσε για την ανάγκη περισσότερης ανθρωπιάς και “μπέσας” (μεταξύ ομοίων όμως κυρίως, αν δούμε τις πολιτικές θέσεις του θα καταλάβουμε τι εννοώ) το οποίο μετέφερε από μόνο του το κρυφό αίτημα μιας μπερδεμένης εποχής, αίτημα όμως που παραμένει πολύτιμο αν δούμε ως σκαλί την μερικότητά του, τα τραγούδια του μιλούσαν για το σωματοποιημένο άγχος του “είμαι μόνος μου εγώ κι ο πόνος μου” αλλά κάνω παρέα με τα λεφτά μου και υπάρχω υπό το βλέμμα των άλλων, όπως το εξέφραζαν εμβληματικά τα επιθετικά μπουζούκια της εποχής του.

Γενικά όμως, η κοινωνική κινητικότητα που σημειώθηκε στην Ελλάδα από τα τέλη του 70 κι ως τα μέσα του 90, έφερε στο προσκήνιο τα μικρο και μεσοαστικά στρώματα που αναζητώντας μόνιμα την αυτοδικαίωσή τους, βάζοντας χέρι στην ιστορία των άλλων, νόθευσαν, οικειοποιήθηκαν και υφάρπαξαν σήμερα την έννοια του «λαϊκού».

Αντίθετα, υπήρχαν παραδοσιακά πολλοί και πολλές ταυτισμένοι με την λαϊκή κουλτούρα και τραγουδοποιία που αν και χειρώνακτες κυρίως, ήξεραν πολύ καλά ‘θέματα’ και εκπροσώπους ενός πολιτισμού (Καββαδίας, Μικρούτσικος, Ξαρχάκος για να μην αναφερθούμε στο δίδυμο που κατεβασε την ελιτίστικη ποίηση στους δρόμους, μα και τόσους/ες άλλες από χώρες μακρινές) που σήμερα θεωρείται αφ’ υψηλού και ελιτίστικος, παράλληλα με την σκεπτόμενη (κάποτε κυρίως) αριστερά που (και με ευθύνη της) εξίσου ναρκοθετείται.

Η τάση που σημειώθηκε ως αυτοευνουχιστικός ναρκισσισμός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως έγραψε ο Σωτήρης Ασημιάδης, μέρος και της τάσης «θεαματικοποίησης των προσωπικών στιγμών, της καθημερινότητας ακόμα και της αρρώστιας ή του θανάτου» με βάση «όχι τις προσωπικές τους αληθινά προσωπικές επιλογές ή επιθυμίες, αλλά με βάση αυτό που πιστεύουν πως θα άρεσε στους ” άλλους” στην αποπνικτική επικράτεια ενός μπενθαμιανού πανεποπτισμού» που μετατρέπει όλη την ζωή σε θέαμα και παραδίδει την πολιτική στα γούστα των πολλών που δεν τους εννοεί ούτε αντιμετωπίζει ως ένα ανεγειρόμενο σύνολο, μετατρέπει σε αποδεκτό, λατρεμένο, θέαμα τα πάντα.

Αντεστραμμένος και βαθιά πατερναλιστικός ελιτισμός το η «λαϊκότητα είναι η καψούρα, τα (παν)ακριβά μπουκάλια και η επίδειξη στα σκυλάδικα», που δεν απαιτεί από «τον λαό» παρά μόνο την συμμόρφωση του στο ρεύμα του κυρίαρχου καταναλωτισμού, της α-κρισίας και της βόλεψης, που παραδίδει τον με έξοχες (όπως και όχι) πλευρές λαϊκό πολιτισμό στα πιο φτηνά του έργα και τις πιο ταπεινές συμπεριφορές, προσβάλλει βαθιά το λαϊκό, κι άρα και τον συνολικό πολιτισμό τον ίδιον. Γι’ αυτήν την προσέγγιση δεν ευθύνεται ο ίδιος ο Καρράς, (αν και μέρος της πραγματικότητάς της), ο οποίος ήταν όντως φιλάνθρωπος και μάλλον είχε συναίσθηση του τι υπηρετούσε όταν απάντησε πολύ εύστοχα πως το τραγούδι του Μάλαμα “Πριγκιπέσσα” δεν θα μπορούσε να είναι «λαϊκό» (αυτής της εκδοχής) «διότι εάν ήταν λαϊκό, δεν θα έλεγε “Άλλα θέλω κι άλλα κάνω”, αλλά θα έλεγε “Άλλα θέλω κι άλλα κάνεις»…

Κι όμως, μέσα από το φιλότιμο (και τέτοιο είχε) η λαϊκή κουλτούρα είχε σε σημαντικό μέρος της παλαιότερα και κάτι ακόμα: Απαίτηση να (αυτό) εκτιμηθεί σπάζοντας τα όρια της ιεράρχισης, κοινωνικής οικονομικής και πολιτιστικής, μην τσιμπώντας όπως σήμερα σε βολεψιάρικες παραινέσεις και παλαμάκια των άλλων.

Πολύτιμο δώρο ήταν το βιβλίο, πολύτιμο και οι κασέτες τότε με καλή μουσική. Και ήταν το «λαϊκό σπίτι», το «μέτρο του» στα «μέτρα του καθημαγμένου μα όρθιου ανθρώπου, το αντίθετο του νυχτερινάδικου. Πολύτιμα τα δημοτικά μας τραγούδια και ποιήματα, όπως και τα Σμυρνέικα, ή τα ρεμπέτικα, πολύτιμα τα μικρά σεμεδάκια και τα μεγάλα γεφύρια που είχαν και τα δυο σκοπό το μοίρασμα της ομορφιάς, άρα αισθητική και αισθητική στάση κι επίγνωση.

Πώς το λέγαμε; “Στην δουλειά και στον αγώνα κόντρα πάμε στον χειμώνα”. Άλλο, λοιπόν, σέβομαι το ξόδι και αναλύω, με σεβασμό επίσης, όσο και όπως μπορώ τα αισθήματα και τα γούστα των πολλών, άλλο παραδίνομαι όμως σε αυτά όταν ουσιαστικά μετατρέπουν τον λαό σε καρικατούρα του εαυτού του. Άλλο ευφραίνομαι με το μπουζούκι και την ελιά για μεζέ κι αυτήν στα 2, κι άλλο δοξολογώ την εποχή που μετέτρεψε την λαϊκή ταβέρνα σε φανταχτερό σκυλάδικο, την εποχή που έμπαινε ο σπόρος της παρακμής μέσω του καταναλωτικού προτύπου που είχε ως κύριο προϊόν προς πώληση τα φανταχτερά ‘εγώ’ των θαμώνων μιας νύχτας όλο και πιο περίεργης.

Άλλο αναγνωρίζω και τιμώ την δοτικότητα και κάποια (2-3 κατ’ εμέ και δικαίωμα κάθε διαφωνία αλλά αν δεν είσαι απόλυτος/η στήνεις αυτί να βρεις διαμαντάκια σε κάθε γωνιά) καλά τραγούδια κι άλλο ιεροποιώ μια εκδοχή της κουλτούρας που γείωσε το όραμα της λαϊκότητας και τον ορίζοντα της. Και όχι, δεν θα απολογηθώ επειδή φυσά αλλιώς ο άνεμος. Από λαϊκή οικογένεια κι εγώ (η μητέρα μου καθάριζε σπίτια και διάβαζα κάτω από την λάμπα της ΔΕΗ ή στο μπάνιο αφού δεν υπήρχε χώρος) αγαπώ πολύ το πολύσημο, αντιφατικό μα και ρέων προς τα πάνω κάποτε “λαϊκό” για να το παραδώσω. Όσο ισχυρός κι αν είναι ο άνεμος του «τα πάντα όλα, ίσωμα».

Κι ίσως, έτσι, να τιμώ πιο ουσιαστικά, δηλαδή με μέτρο που πιθανότατα θα το ήθελαν, το ξόδι και την παρουσία των ανθρώπων.